Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Γιατί οι τράπεζες λένε όχι στα «κουρέματα»

Αφτιά ερμητικά κλειστά συναντούν όσες εταιρείες ανοίγουν θέματα "κουρέματος" στα δάνειά τους. Οι τραπεζίτες αντιπροτείνουν επιμήκυνση, ακόμα και μείωση επιτοκίων, εκτιμώντας ότι ο χρόνος είναι με το μέρος τους. Ο ρόλος των επιτοκιακών περιθωρίων και η ζημία.

Γιατί οι τράπεζες λένε όχι στα «κουρέματα»

«Σχετικά εύκολες στο να μετακυλίσουν χρονικά τη λήξη κάποιων δανείων, συζητήσιμες για περιορισμένη μείωση επιτοκίων, αλλά αντίθετα ιδιαίτερα ανθεκτικές στις πιέσεις των επιχειρηματιών για κουρέματα δανείων, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου ίδιοι οι επιχειρηματίες -ή κάποιοι τρίτοι- δηλώνουν έτοιμοι να βάλουν το χέρι στην τσέπη και μειώσουν ως έναν βαθμό το ύψος του δανείου».

Με αυτόν τον τρόπο περιγράφει υψηλόβαθμο στέλεχος εισηγμένης εταιρείας την τρέχουσα αντιμετώπιση των επιχειρήσεων που έχουν μεγάλα ανοίγματα από τις τράπεζες, συμπληρώνοντας πως σε ακραίες περιπτώσεις οι τελευταίες αφήνουν ανοιχτό το σενάριο κεφαλαιοποίησης μέρος των υποχρεώσεών τους.

Και η ερμηνεία αυτής της στάσης -σύμφωνα με την ίδια πηγή- αποδίδεται στην απροθυμία των τραπεζών να εγγράψουν άμεσα μεγάλες επισφάλειες (ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κεφαλαιακή τους επάρκεια) και στην προτίμησή τους να κατανείμουν αυτήν τη ζημία σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα.

Η γλώσσα των αριθμών

Στο 2,7%-2,8% υπολογίζεται το τρέχον μέσο κόστος άντλησης κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών και μάλιστα η τάση εξακολουθεί να παραμένει πτωτική. Η έκθεση στον υψηλότοκο μηχανισμό του ELA περιορίστηκε πολύ και τα επιτόκια καταθέσεων στις προθεσμιακές χορηγήσεις υποχωρούν μήνα με τον μήνα. Ακόμη και οι καταθέσεις για τρίμηνο και για ποσά κοντά στις 50.000 ευρώ δύσκολα δίνουν κάτι παραπάνω από 2,60%. Και όσο η διάρκεια της κατάθεσης διευρύνεται, τόσο το ύψος του προσφερόμενου επιτοκίου αποκλιμακώνεται...

Αν υποθέσουμε πως από το 2014 και μετά το μέσο κόστος χρήματος θα μειωθεί μεσοσταθμικά για τις τράπεζες ακόμη κατά μία ποσοστιαία μονάδα, τότε μιλάμε για εξοικονόμηση της τάξεως του 1,5 δισ. ευρώ τον χρόνο ή γύρω στα 6 δισ. ευρώ σε μία τετραετία.

Έτσι, ακόμη κι αν παρατηρηθεί αξιοσημείωτη πτώση στα επιτόκια χορηγήσεων (π.χ. να υποχωρήσουν και κατά μέσο όρο να περιοριστούν στο 4%-5% που ζητούν οι επιχειρηματίες) το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο των τραπεζών θα παραμείνει σε υψηλό επίπεδο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ισχυρών κερδών πριν από τις προβλέψεις.

Κέρδη που μπορούν να ανεβούν σε ακόμη πιο υψηλά επίπεδα αν συνεκτιμηθούν οι εξοικονομήσεις δαπανών των τραπεζών από τον περιορισμό του προσωπικού και από τη συρρίκνωση των δικτύων που θα ακολουθήσει.

Δεν είναι τυχαία η εντύπωση που αποκόμισαν οι αναλυτές της Citigroup από την πρόσφατη επίσκεψή τους σε Έλληνες τραπεζίτες και λοιπούς αξιωματούχους: «Η ολιγοπωλιακή δομή (οι 15 όμιλοι περιορίστηκαν σε τέσσερις) και τα συμφέροντα εκείνων που χαράσσουν πολιτική (να επανέλθει ο έλεγχος των τραπεζών σε ιδιωτικά χέρια) εκλαμβάνονται από τα άτομα που συναντήσαμε ως παράγοντες που θα οδηγήσουν σε διψήφια ποσοστά αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (ROE) προς το 2016-2017, έναντι 20% που ήταν πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης».

Με άλλα λόγια, οι τράπεζες θα αποκτήσουν μέσα την επόμενη τετραετία «μαξιλάρι» αρκετών δισ. ευρώ, μέσω του οποίου θα προσπαθήσουν να καλύψουν ένα μεγάλο μέρος των επισφαλών τους δανείων και κυρίως ένα μεγάλο μέρος των πραγματικών τους επισφαλειών που ενδεχομένως να μην φανούν μέσα από τη «διάγνωση» της BlackRock.

Αν, λοιπόν, οι πραγματικές τους επισφάλειες είναι γύρω στα 10-20 δισ. ευρώ μεγαλύτερες από όσες έχουν υπολογίσει στα βιβλία τους, τότε ένα πολύ σημαντικό τμήμα αυτών θα μπορούσε να καλυφθεί μέσα στην επόμενη τετραετία από τα λειτουργικά κέρδη των ελληνικών ομίλων.

Για να γίνει αυτό, όμως, η εγγραφή των πρόσθετων προβλέψεων θα πρέπει να υλοποιηθεί σταδιακά και έτσι οι τράπεζες να μην προχωρήσουν εδώ και τώρα σε γενναία και μαζικά κουρέματα χορηγήσεων, ακόμη κι αν σε πολλές περιπτώσεις θεωρούνται απαραίτητα από την αγορά.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v