Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οι ευρωτράπεζες και τα κρατικά επενδυτικά ταμεία

Η κρίση των ευρωπαϊκών τραπεζών ανοίγει τον δρόμο για σημαντικές συμμετοχές σε αυτές εξωευρωπαϊκών κρατικών επενδυτικών ταμείων. Τα προβλήματα ρευστότητας, η «εγγύηση» της τραπεζικής ένωσης και οι ενδοιασμοί των Ευρωπαίων.

Ο πρώην γενικός διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Ντομινίκ Στρος-Καν στις κατ' ιδίαν συζητήσεις του δεν κρύβει ότι το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είναι προβληματικό, γεγονός που στην ουσία αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη της Ευρώπης.

Θεωρεί θετική τη δρομολογημένη ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση, πλην όμως άτολμη για τις πραγματικές αναπτυξιακές ανάγκες της Ευρώπης και ειδικότερα της ευρωζώνης. «Πάντως, για την ώρα, οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την τραπεζική ένωση έχουν καλμάρει τις αγορές και αυτό είναι θετικό για τις ευρωπαϊκές τράπεζες», ομολογεί ο κ. Ντ. Στρος-Καν.

Από την πλευρά του, ο πρώην σύμβουλος του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Μιτεράν, ο οικονομολόγος και τραπεζίτης Ζακ Ατταλί, θεωρεί την κατάσταση αυτή εξαιρετικά ευάλωτη και πιστεύει ακραδάντως ότι ο αγγλοσαξονικός κόσμος δεν έχει πει ακόμα την τελευταία του λέξη όσον αφορά στις προσπάθειές του για διάλυση της ευρωζώνης.

«Το μέλλον της ευρωζώνης εξαρτάται πλέον από το μέγεθος της αλληλεγγύης που οι χώρες μέλη της θα δείξουν μεταξύ τους. Μέχρι τώρα, η Ε.Ε. έχει κάνει θετικά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή, ωστόσο το υψηλό δημόσιο χρέος της επηρεάζει και την υγεία του τραπεζικού της συστήματος, που είναι αρκετά ευάλωτο», τονίζει ο Γάλλος οικονομολόγος.

«Το σοβαρό πρόβλημα με τις ευρωπαϊκές τράπεζες», μας λέει ένας Γερμανός τραπεζίτης, «είναι η κάμψη της αποταμίευσης. Η τελευταία υποχωρεί σε ολόκληρη την Ευρώπη και μέρος της μεταφέρεται εκτός αυτής. Χρησιμοποιείται δε από μεγάλες ευρωπαϊκές πολυεθνικές εταιρείες για εξαγορές στην Ασία - γεγονός που ενδυναμώνει βέβαια την παρουσία της στον αναπτυσσόμενο κόσμο, αλλά δημιουργεί προβλήματα ρευστότητας στην Ευρώπη».

Στο επίπεδο αυτό, όμως, όπως δείχνουν οι εξελίξεις, η Ευρώπη φαίνεται να έχει κάποιους «φίλους» που δεν θα ήθελαν να δουν την κατάρρευση του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος και τη διάλυση της ευρωζώνης. Πρόκειται για τα κρατικά επενδυτικά ταμεία χωρών όπως η Κίνα, η Σιγκαπούρη και τα Αραβικά Εμιράτα που, αφού επένδυσαν από το 2008 έως σήμερα κάπου 315 δισ. δολάρια για να στηρίξουν αμερικανικές τράπεζες που παρέπαιαν, σήμερα στρέφονται προς την Ευρώπη.

«Η προοπτική της τραπεζικής ένωσης αποτελεί εγγύηση για τα κρατικά επενδυτικά ταμεία, πλην όμως θα πρέπει να δει κανείς ποιες είναι και οι πραγματικές προθέσεις τους κάθε φορά που επιδιώκουν να συμμετάσχουν στο κεφάλαιο μιας ευρωπαϊκής συστημικής τράπεζας», επισημαίνει ο Ιταλός οικονομολόγος Τζιοβάνι Σαμπατίνι.

Από την άποψη αυτή, πρέπει να ομολογηθεί ότι στην ηπειρωτική Ευρώπη επικρατεί μία γενικευμένη καχυποψία, η οποία έχει και ποικίλες προεκτάσεις. Οι κυβερνήσεις χωρών, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, βλέπουν με μεγάλη καχυποψία τις προτάσεις των κρατικών επενδυτικών ταμείων από τις αναδυόμενες χώρες και πιστεύουν ότι ναι μεν μπορούν να επιλύσουν βραχυπρόθεσμα τραπεζικά προβλήματα στην Ευρώπη, αλλά σε βάθος χρόνου θα συσκοτίσουν το ουσιαστικό θέμα μιας παγκόσμιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής διακυβέρνησης.

Παράλληλα, αρκετές κυβερνήσεις φοβούνται και το πολιτικό βάρος των παραπάνω κρατικών επενδυτικών ταμείων, τα οποία στις χώρες όπου έχουν συσταθεί είναι απαλλαγμένα από οποιαδήποτε νόμιμη χρηματοοικονομική διαφάνεια.

Συγκεκριμένα, Βέλγος τραπεζίτης, αναφερόμενος πριν από λίγο καιρό στο Ταμείο Σταθερότητας της Ρωσικής Ομοσπονδίας (SFRF), μας υπογράμμισε ότι σκοπός του είναι, πριν απ' όλα, να πραγματοποιεί επενδύσεις ικανές να προσφέρουν στη Ρωσία σημαντικά τραπεζικά ενεργειακά πλεονεκτήματα. Επίσης, το ρωσικό Ταμείο Μελλοντικής Γενιάς (FGF), το οποίο φημολογείται ότι έχει 100 δισ. ευρώ διαθέσιμα κεφάλαια, είναι γνωστό ότι θέλει να επενδύει σε τομείς που έχουν σχέση με τις υψηλές τεχνολογίες και την αεροναυπηγική δραστηριότητα.

«Εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς ότι, μέσω των κρατικών επενδυτικών ταμείων, χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία, που είναι πλέον ισχυροί γεωπολιτικοί παίκτες, μπορούν να αποκτήσουν με σχετικά χαμηλό κόστος τεχνολογίες και καινοτόμα προϊόντα που στις αναπτυσσόμενες χώρες απαίτησαν πολυετείς και δαπανηρές σε έρευνα επενδύσεις», μας λέει ο συνομιλητής μας.

Όμως, από την πλευρά του, ο οικονομολόγος και τραπεζικό στέλεχος Τζάιλς Μόρισον επισημαίνει ότι οι πιο πάνω ενδοιασμοί είναι υπερβολικοί. Μας υπενθύμισε, έτσι, ότι το κινεζικό Επενδυτικό Ταμείο έχασε κάποια δισεκατομμύρια δολάρια με αφορμή την πτώχευση της Μπλακστόουν, στην οποία συμμετέχει με ποσοστό 10%. «Μπορεί τα κρατικά επενδυτικά ταμεία να έχουν υψηλή ρευστότητα, όμως δεν διαθέτουν πάντα την απαιτούμενη για τους σκοπούς που εξυπηρετούν εμπειρία, γνώση και εξειδίκευση», τονίζει.

Υπό αυτήν την οπτική γωνία, αρκετοί είναι οι Ευρωπαίοι τραπεζίτες που πιστεύουν ότι οι ενδοιασμοί απέναντι στις προθέσεις των κρατικών επενδυτικών ταμείων είναι υπερβολικοί και σε κάποιες περιπτώσεις άκριτοι. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Μόργκαν Στάνλεϋ, σε δύο χρόνια τα κρατικά επενδυτικά ταμεία θα αντιπροσωπεύουν 12.000 δισ. δολάρια και θα είναι μία πολύ σημαντική επενδυτική πηγή για την παγκόσμια οικονομία.

Όπως υποστηρίζουν ειδικοί ερευνητές του Διεθνούς Τραπεζικού και Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου (IBFI), τα κρατικά επενδυτικά ταμεία -τα οποία συνήθως πραγματοποιούν εξαιρετικά μακροπρόθεσμες επενδύσεις (buy and hold)- παίζουν θετικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία, αρκεί η δραστηριότητά τους να υπακούει σε συγκεκριμένους θεσμικούς κανόνες. Κατά τον Άντριου Ρόζανοφ, στέλεχος του IBFI, τα κρατικά επενδυτικά ταμεία «είναι οντότητες που διαχειρίζονται αποθεματικά κεφάλαια διαφορετικά από τα αντίστοιχα συναλλαγματικά των κεντρικών τραπεζών, άρα αποτελούν δημόσια χρηματοοικονομικά οχήματα που μπορούν να στηρίζουν προσπάθειες για μία πιο ισορροπημένη διεθνή ανάπτυξη».

Την ίδια άποψη συμμερίζεται και ο οικονομολόγος Στέφεν Κέρρυ, που πιστεύει ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και οι συστημικές τράπεζες της Ευρώπης θα πρέπει να αντιμετωπίσουν με μεγάλη σοβαρότητα προτάσεις συμμετοχής των παραπάνω ταμείων, τα οποία στην ουσία ευνοούν και πιο ισορροπημένες παγκόσμιες ροές κεφαλαίων. Αποτρέπουν, συνεπώς, τις συσσωρεύσεις συναλλαγματικών αποθεμάτων, οι οποίες μόνον νομισματικές ανισορροπίες προκαλούν.

Στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της πραγματικότητας, μήπως θα έπρεπε το θεσμικό πλαίσιο της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης να επεκταθεί και στη νέα διεθνή πραγματικότητα, που είναι η δραστηριότητα των κρατικών επενδυτικών ταμείων;

Απευθύναμε το σχετικό ερώτημα στον αρμόδιο επίτροπο Μισέλ Μπαρνιέ και περιμένουμε την απάντησή του.

* Ο κ. Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος είναι δημοσιογράφος, επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Πρόεδρος του European Business Review (EBR).  


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v