Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Επιτακτική ανάγκη η αναδιάρθρωση της Εθνικής Άμυνας

Έχοντας περιέλθει σε μεγάλη οικονομική αδυναμία, η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί ευάλωτη απέναντι σε άλλου είδους απειλές. Με δεδομένο τον αναβρασμό στην ευρύτερη περιοχή, υπάρχει μία και μόνο επιλογή: η ριζική αναδιοργάνωση της δομής και λειτουργίας των Ενόπλων Δυνάμεων.

Μέσα στον ορυμαγδό των οικονομικών εξελίξεων που ζει η χώρα, περνάει στα «ψιλά» η μεγάλη σημασία που έχει η διατήρηση αποτελεσματικού επιπέδου ετοιμότητας στις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας.

Οι οποίες κατά τη διάρκεια της κρίσης απασχολούν την κοινή γνώμη μόνο όταν έρχεται στο προσκήνιο το θέμα των αποδοχών ή των συντάξεων στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, συχνά με τρόπο που διαστρεβλώνει την πραγματικότητα (ακόμη και στις ΗΠΑ προβλέπεται αποστράτευση με σύνταξη σε υπαξιωματικούς και αξιωματικούς μετά από 20 χρόνια υπηρεσίας), ή όταν εξαγγέλλονται νέες μειώσεις στις αμυντικές δαπάνες.

Βλέπετε, το «κακό» με τα στελέχη των Ε.Δ. είναι ότι η χρησιμότητά τους αποκαλύπτεται στο ευρύ κοινό μόνον όταν ξεσπάσει το πρόβλημα. Λίγο σαν τους δασοπυροσβέστες, που όλοι θυμούνται την αυταπάρνηση και τη γενναιότητά τους το καλοκαίρι, όταν φουντώνουν οι πυρκαγιές.

Η Ελλάδα όμως δεν είναι Λουξεμβούργο ή Ελβετία. Η χώρα μας βρίσκεται σε μια περιοχή κυριολεκτικά περικυκλωμένη από αναταράξεις, από τη Βόρεια Αφρική μέχρι τη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία, αλλά και με γείτονες που είτε απροκάλυπτα είτε συγκεκαλυμμένα, ουδέποτε έπαψαν να επιβουλεύονται την εδαφική μας ακεραιότητα και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.

Για όσους δε πιστεύουν ότι «δεν συμβαίνουν αυτά στην εποχή μας», το παράδειγμα της Ουκρανίας (και προηγούμενα της Γιουγκοσλαβίας) αρκεί για να πείσει ότι ούτε το τέλος της Ιστορίας είδαμε, ούτε το τέλος των ένοπλων συρράξεων, ακόμη και μέσα στον χώρο της Ευρώπης.

Στη σημερινή συγκυρία, η έλλειψη πόρων (σύμφωνα με τον επίτιμο Αρχηγό ΓΕΣ αντιστράτηγο Κ. Γκίνη, οι αμυντικές δαπάνες με βάση και τις νέες περικοπές που θα έχουν εφαρμοστεί πλήρως το 2017, θα είναι κατά... 55% χαμηλότερες, σε σύγκριση με το 2009!) πρέπει να αντιμετωπιστεί με ριζική αναδιάρθρωση της λειτουργίας, ακόμη και της «φιλοσοφίας» που λειτουργούν έως σήμερα οι Ε.Δ., με την υιοθέτηση πολύ πιο σύγχρονων μοντέλων, προσαρμοσμένων όμως στην ελληνική πραγματικότητα και στις αμυντικές ιδιομορφίες της χώρας.

Κάτι που έως σήμερα δεν έχει συμβεί. Αντιθέτως, ακολουθείται και στον χώρο της Άμυνας η τακτική των περικοπών «με το μαχαίρι», που έχει κυριαρχήσει ευρύτερα στον δημόσιο τομέα, η οποία όμως οδηγεί κατά κανόνα σε μικρότερη αποτελεσματικότητα.

Αναμφίβολα, τα πρώτα που θα πρέπει να καταργηθούν είναι το ατελείωτο πάρτι δεκαετιών που στήθηκε γύρω από τις αμυντικές προμήθειες, προκειμένου να διασφαλιστεί σοβαρή μείωση στο κόστος των προμηθειών, αλλά και η κομματικοποίηση των στελεχών, που έλαβε διαστάσεις επιδημίας στα ανώτερα κλιμάκια των Ε.Δ. εδώ και δεκαετίες.

Πέραν αυτών όμως, θα πρέπει να γίνει μια εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να δημιουργηθούν μικρότερες αλλά πολύ πιο αξιόμαχες Ένοπλες Δυνάμεις, με πολύ μεγαλύτερο ποσοστό επαγγελματικής στελέχωσης, στα πρότυπα των δυτικών στρατών.

Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο περαιτέρω μείωσης της θητείας, τουλάχιστον σε ορισμένους κλάδους, αλλά με σαφή προσήλωση κατά τη διάρκειά της σε θέματα ουσιαστικής εκπαίδευσης.

Θα πρέπει επίσης να γίνουν γενναίες μειώσεις σε εξοπλισμό, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό διατηρείται σε πολύ χαμηλά επίπεδα ετοιμότητας, θεωρητικά για να επανδρωθεί και να λειτουργήσει, αν ποτέ απαιτηθεί γενική επιστράτευση, στο πλαίσιο μιας ανοικτής σύρραξης που θα απαιτήσει την κινητοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Δηλαδή ενός ολοκληρωτικού πολέμου μεγάλης διάρκειας.

Παρότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θεωρητικά δεν μπορεί -και δεν πρέπει- να αποκλειστεί ολοσχερώς, οι πιθανότητες να συμβεί είναι απόμακρες. Το πιο πιθανό σενάριο που έχει να φοβάται σήμερα η Ελλάδα αφορά στη δημιουργία ενός γρήγορου τετελεσμένου, κυρίως στα νησιά του Αιγαίου και κάποιες άλλες παραμεθόριες περιοχές, ή σενάρια εξωτερικών πηγών αποσταθεροποίησης στηνλειτουργία του κράτους, μέσα από «ασύμμετρες απειλές».

Σε αυτές τις προτεραιότητες «αποτροπής» θα πρέπει λοιπόν να εστιάσει και όλος ο μηχανισμός.
Κι όμως, σε μεγάλο βαθμό, οι ελληνικές Ε.Δ. στηρίζονται σε πρακτικές που παραπέμπουν σε συνθήκες Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Μεγάλος αριθμός στρατευμένων και «υλικού», μεγάλος αριθμός μόνιμων στελεχών και συγκριτικά χαμηλό ποσοστό τεχνολογίας και «ευελιξίας».

Η ίδια η μορφολογία της χώρας και οι διαθέσιμες σήμερα τεχνολογίες καθορίζουν τις γενικές προδιαγραφές που θα έπρεπε να ισχύουν. Ισχυρή Αεροπορία και Ναυτικό, με αμυντικό καθαρά ρόλο, προσανατολισμένα στην «απαγόρευση πρόσβασης» (anti-access) του αντιπάλου και προσαρμοσμένα στις ιδιαίτερες συνθήκες μιας μικρής σε έκταση χώρας. Μαζί με ευέλικτες, «ελαφρές» χερσαίες δυνάμεις, υποστηριζόμενες κυρίως από όπλα που ευνοούν τον αμυνόμενο όπως είναι τα αντιαρματικά, σε σχέση με τα άρματα μάχης.

Στο ίδιο πλαίσιο, της βέλτιστης κατανομής πόρων, δεν υπάρχει πλέον κανένα νόημα να διατηρείται η πεπαλαιωμένη «διπολική» διάκριση ανάμεσα σε «μόνιμους» αξιωματικούς και σε «εφέδρους». Ο αριθμός των στελεχών που προέρχεται από τις παραγωγικές σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων -και καταλαμβάνει όλες τις μεσαίες, ανώτερες και ανώτατες θέσεις αξιωματικών- πρέπει σταδιακά να μειωθεί δραστικά.

Στη θέση τους, θα πρέπει να επιλέγονται πτυχιούχοι Ανώτατων Σχολών, οι οποίοι θα εκπαιδεύονται μόνο σε στρατιωτικά αντικείμενα και θα υπηρετούν αμειβόμενοι, υποχρεωτικά για 4-5 χρόνια, ενώ με δεύτερη επιλογή θα τους δίδεται η δυνατότητα (εφόσον το επιθυμούν και κρίνονται επαρκείς) να καταλαμβάνουν υψηλότερες, ακόμη και ανώτατες θέσεις. Με τον τρόπο αυτό δε, θα δινόταν διέξοδος και σε κάποιους από τους χιλιάδες άνεργους πτυχιούχους που έχει δημιουργήσει η κρίση.

Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να επεκταθεί ο θεσμός των άρτια εκπαιδευμένων επαγγελματιών οπλιτών, στους οποίους θα πρέπει να προσφέρονται ισότιμες δυνατότητες εξέλιξης σε υπαξιωματικούς, ακόμη και σε αξιωματικούς, εφόσον ενδιαμέσως αποκτήσουν τα τυπικά προσόντα, με τη σταδιακή κατάργηση των σχολών μόνιμων υπαξιωματικών στη σημερινή τους μορφή.

Πολλοί, μέσα και έξω από τον χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων, θα θεωρήσουν αυτές τις απόψεις είτε πολύ προχωρημένες, είτε «ανεφάρμοστες» στην ελληνική πραγματικότητα, κυρίως διότι έχουν εθιστεί στην «αδράνεια» που παρουσιάζει γενικότερα η χώρα μας και στην τάση που έχουμε γενικά να εφεύρουμε ξανά τον... τροχό, αντί να μελετούμε εις βάθος τα παραδείγματα άλλων κρατών, να υιοθετούμε ένα μοντέλο με «βέλτιστες πρακτικές» και να κάνουμε τις πάντα απαραίτητες προσαρμογές.

Σε κάθε περίπτωση, η ώρα των ριζικών αλλαγών έχει έρθει, κι όχι μόνο στις Ένοπλες Δυνάμεις. Από το τι θα γίνει όμως σε αυτόν τον εξαιρετικά ευαίσθητο χώρο, εξαρτώνται πολλά σε σχέση με την εθνική μας κυριαρχία και την αποφυγή νέων περιπετειών, σε μια εποχή που φαίνεται πια καθαρά ότι η δύναμη των όπλων και οι ασύμμετρες συρράξεις έρχονται ξανά στο προσκήνιο. Και μάλιστα σε ανησυχητικά μικρή απόσταση από εμάς.

 

ΥΓ: Μια ενδιαφέρουσα οπτική για την ευρεία γκάμα αλλαγών που ο ίδιος από την εμπειρία του κρίνει σκόπιμη, προσφέρει το άρθρο του αντιστράτηγου ε.α. Κωνσταντίνου Γκίνη, που μπορείτε να διαβάσετε εδώ

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v