Η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του ελληνικού τραπεζικού τομέα είναι αδιαμφισβήτητη, επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Το 2024, οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 4,4 δισ. ευρώ, έναντι κερδών 3,8 δισ. ευρώ το 2023. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν θετικά η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες, καθώς και η μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, ενώ αρνητικά επέδρασε η αύξηση των λειτουργικών εξόδων.
Oι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων ενισχύθηκαν περαιτέρω, κυρίως μέσω της εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου και της έκδοσης κεφαλαιακών μέσων. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio - CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε σε 15,9% τον Δεκέμβριο του 2024 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio - TCR) σε 19,7% και πλέον ανέρχονται στο ίδιο επίπεδο με τον μέσο όρο στην Τραπεζική Ένωση (δείκτες CET1: 15,9% και TCR: 20,0% τον Δεκέμβριο του 2024).
Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων το 2024 βελτιώθηκε αισθητά, κυρίως λόγω μη οργανικών ενεργειών. Ειδικότερα, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων μειώθηκε σημαντικά σε 3,8% τον Δεκέμβριο του 2024 (από 6,7% τον Δεκέμβριο του 2023).
Πρόκειται για το χαμηλότερο επίπεδο από την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ, το οποίο έχει συγκλίνει σε μεγάλο βαθμό με τον μέσο όρο στην Τραπεζική Ένωση (Δεκέμβριος 2024: 2,3%).
Οι προοπτικές για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα παραμένουν ευνοϊκές, καθώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, η διαφαινόμενη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ, καθώς και ενδεχόμενη απότομη ανατιμολόγηση των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων θα μπορούσαν να επιφέρουν αρνητικές συνέπειες.
Επομένως, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού και η συνδυαστική εφαρμογή της μικροπροληπτικής εποπτείας και της μακροπροληπτικής πολιτικής καθίσταται αναγκαία για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.