Η οικονομία της Ελλάδας συνέχισε να παρουσιάζει θετική εικόνα και το 2024 παρά το δύσκολο εξωτερικό περιβάλλον, καθώς η ανάπτυξη ήταν σταθερή, η ανεργία και το δημόσιο χρέος μειώθηκαν περαιτέρω και το πρωτογενές ισοζύγιο σημείωσε σημαντικό πλεόνασμα. Αυτό επισημαίνει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) στην τελευταία του ετήσια έκθεση για το 2024.
Η έκθεση τονίζει ότι το spread του δημόσιου χρέους της Ελλάδας μειώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και όλοι οι μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης επανέφεραν την Ελλάδα στην επενδυτική διαβάθμιση. Ωστόσο, ο πληθωρισμός παρέμεινε πάνω από το 2% και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε ήπια. Όπως τονίζεται στην ανάλυση, η ανανέωση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων είναι κρίσιμης σημασίας για να ξεπεραστούν τα μακροχρόνια εμπόδια στην ανάπτυξη.
Η ελληνική οικονομία έτρεξε με ρυθμό 2,3% πέρυσι, αισθητά υψηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, επωφελούμενη από την αύξηση της απασχόλησης και της βιομηχανικής παραγωγής, τις περισσότερες επενδύσεις και τις ισχυρές επιδόσεις του τουρισμού. Θετικό ρόλο διαδραμάτισε επίσης η χρηματοδοτική στήριξη το Ταμείο Ανάκαμψης.
Ο επίμονος πληθωρισμός και το πρωτογενές πλεόνασμα
Ο πληθωρισμός αποκλιμακώθηκε, ωστόσο η επιμονή του στον κλάδο των υπηρεσιών τον διατήρησε σχετικά υψηλό στο 3%. Το ποσοστό ανεργίας έπεσε κάτω από το 10% το β΄ εξάμηνο του έτους για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία και η συμμετοχή του εργατικού δυναμικού συνέχισε να αυξάνεται. Ωστόσο, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει σημαντικά υψηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα και επιδεινώθηκε ελαφρώς το 2024 σε 6,4% του ΑΕΠ.
Όπως τονίζεται, το 2024 το πρωτογενές πλεόνασμα αυξήθηκε κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες στο 4,8% του ΑΕΠ. Τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν για άλλη μια φορά σημαντικά, βρίσκοντας στήριξη από την περαιτέρω βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης και τις ευνοϊκές μακροοικονομικές συνθήκες. Οι δαπάνες περιορίστηκαν από τη σταδιακή κατάργηση ορισμένων μεταβιβαστικών προγραμμάτων που θεσπίστηκαν κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης. Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ μειώθηκε κοντά σε διψήφιο ποσοστό για τέταρτο συναπτό έτος.
Τα spreads των ελληνικών κρατικών ομολόγων μειώθηκαν στο χαμηλότερο επίπεδο μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση πριν από 15 χρόνια και όλοι οι οίκοι αξιολόγησης έχουν πλέον αποδώσει την επενδυτική βαθμίδα στα ελληνικά κρατικά ομόλογα. Χάρη σε αυτές τις εξελίξεις, η Ελλάδα μπόρεσε να αποπληρώσει σχεδόν 8 δισ. ευρώ πρόωρα του GLF (που συνήφθη κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων προσαρμογής), διατηρώντας παράλληλα τα ταμειακά της αποθεματικά σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Σημαντικό ορόσημο
Η Ελλάδα πέτυχε ένα ακόμη σημαντικό μεταρρυθμιστικό ορόσημο όταν το Υπερταμείο απορρόφησε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Το ΤΧΣ που ιδρύθηκε το 2010 για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, ολοκλήρωσε ουσιαστικά τη στρατηγική του για την εκποίηση των συμμετοχών του στις περισσότερες συστημικές τράπεζες στην Ελλάδα. Αυτή η συγχώνευση με απορρόφηση θα ενισχύσει το Υπερταμείο, μια εταιρεία χαρτοφυλακίου που διαχειρίζεται την περιουσία του ελληνικού κράτους, στην οποία ο ESM από κοινού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καθεστώς παρατηρητή, βελτιώνοντας τους πόρους και επιτρέποντα; να διαχειρίζεται πιο αποτελεσματικά τα κρατικά περιουσιακά στοιχεία.
Οι ελληνικές τράπεζες
Οι ελληνικές τράπεζες σημείωσαν καλές επιδόσεις το 2024. Η κερδοφορία, αν και υψηλή, υποχώρησε από τα επίπεδα-ρεκόρ του 2023, καθώς τα επιτόκια άρχισαν να μειώνονται. Η κεφαλαιοποίηση παρέμεινε σταθερή, οι πιστώσεις στον ιδιωτικό τομέα ανέκαμψαν κατά 10%, κυρίως λόγω των πιστώσεων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, ενώ ο καθαρός ενυπόθηκος δανεισμός συρρικνώθηκε.
Μετά την έγκριση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, οι ελληνικές τράπεζες κατέβαλαν μέρισμα για πρώτη φορά μετά από 16 χρόνια. Παράλληλα, οι ελληνικές τράπεζες ανακοίνωσαν εθελοντικά σχέδια για την απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων περίπου επτά χρόνια νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα, σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν την ποιότητα των κεφαλαίων τους.
Οι συνολικοί δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών μειώθηκαν περαιτέρω (3,4% το γ' τρίμηνο του 2024, έναντι 5% το δ' τρίμηνο του 2023), αλλά ένα μεγάλο απόθεμα παλαιών μη εξυπηρετούμενων δανείων εκτός των ισολογισμών των τραπεζών δεν έχει ακόμη αναδιαρθρωθεί (74,7 δισ. ευρώ που κατείχαν οι πιστωτικοί φορείς το δ' τρίμηνο του 2024, τα οποία αντιστοιχούσαν στο 31,4% του ΑΕΠ), υπογραμμίζοντας την ανάγκη αποτελεσματικής εφαρμογής του νέου πλαισίου αφερεγγυότητας, που σχετίζεται κυρίως με το υψηλό ποσοστό ανεπιτυχών πλειστηριασμών (περίπου 75%).
Οι εκτιμήσεις για το 2025
Οι μακροοικονομικές προοπτικές της Ελλάδας για το 2025 παραμένουν ευνοϊκές, με την ανάπτυξη να προβλέπεται στο 2,3%. Ο πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί προς τον στόχο της ΕΚΤ για 2%. Η Ελλάδα διατηρήσει την ικανότητα να αποπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις προς τον ESM/ΕFSF κατά τους επόμενους 12 μήνες. Η ταμειακή θέση αναμένεται να παραμείνει άνετη και ο ESM εκτιμά ότι βραχυπρόθεσμα οι κίνδυνοι της αγοράς είναι χαμηλοί.
Υποστηριζόμενη από τις τρέχουσες ευνοϊκές συγκυρίες, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει μακροχρόνια οικονομικά εμπόδια, τα οποία αν δεν αντιμετωπιστούν, εγκυμονούν κινδύνους για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Προτεραιότητα αποτελεί η κάλυψη του μεγάλου ακόμα χάσματος στην παραγωγικότητα σε σχέση με την υπόλοιπη ευρωζώνη. Η αύξηση των επενδύσεων στο πλαίσιο του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας θα πρέπει να διοχετεύσει πόρους σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, ικανούς να δημιουργήσουν νέες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Η δημοσιονομική σύνεση θα παραμείνει ο πυλώνας των πολιτικών προτεραιοτήτων των αρχών.