Η χρηματιστηριακή Alpha Finance προσβλέπει σε άλλη μια θετική χρονιά και επισημαίνει ότι το 2024 η ελληνική αγορά κατέγραψε θετική απόδοση για 4η συνεχή χρονιά, έχοντας κερδίσει 13,7% και συνολικά 66,3% από το 2020. Αυτή η ισχυρή επίδοση εγείρει το ερώτημα αν αυτό το ράλι θα συνεχιστεί.
«Καθώς προετοιμαζόμαστε για ένα θετικό αλλά ενδεχομένως πιο ασταθές έτος, εμείς αναζητούμε επενδυτικές περιπτώσεις που έχουν μια καλή ισορροπία μεταξύ ελκυστικών αποτιμήσεων, την αύξηση των κερδών και τις μερισματικές αποδόσεις, καθώς και κάποιους μελλοντικούς καταλύτες.
Από τον τραπεζικό τομέα πιστεύουμε ότι η Eurobank έχει την πιο ελκυστική περίπτωση, δεδομένης της εξαγοράς της Ελληνικής Τράπεζας, ενώ βλέπουμε επίσης αξία στην Τράπεζα Πειραιώς, δεδομένου του ελκυστικού προφίλ αποτίμησης/κερδοφορίας.
Η Metlen συνεχίζει να διαπραγματεύεται σε ελκυστική αποτίμηση, ενώ το σχέδιό της για εισαγωγή σε ξένο χρηματιστήριο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2025.
Τέλος, θεωρούμε ότι η Jumbo θα μπορούσε να είναι βασικός αποδέκτης των θετικών μακροοικονομικών μεγεθών τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Ρουμανία, καθώς και μιας πιθανής εξομάλυνσης των εφοδιαστικών αλυσίδων.
Οι τιμές-στόχοι είναι τα 3 ευρώ για τη Eurobank, τα 5,30 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς, τα 32,70 ευρώ για την Jumbo και τα 47,70 ευρώ για τη Metlen», προβλέπει η χρηματιστηριακή.
«Πιστεύουμε ακράδαντα ότι θα το κάνει, επαναλαμβάνοντας έτσι τη θέση μας ότι η ελληνική αγορά έχει ουσιαστικά εισέλθει σε έναν πολυετή ενάρετο κύκλο, με τη στήριξη μιας σειράς θετικών παραγόντων που αναλύουμε σε αυτό το σημείωμα. Η επαναξιολόγηση θα παραμείνει ο βασικός μοχλός. Το πιο σημαντικό επιχείρημα είναι η αποτίμηση της αγοράς, η οποία, κατά την άποψή μας, δεν αντικατοπτρίζει πλήρως τις ελληνικές εισηγμένες και την κερδοφόρα δύναμη των εταιρειών. Η αγορά διαπραγματεύεται με βαθύ discount (30% έως 40%) σε σχέση με τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο της, καθώς και σε σχέση με τον Stoxx 600 και τον MSCI EM, τόσο σε P/E όσο και σε EV/EBITDA, γεγονός που υποδηλώνει σημαντικά περιθώρια ανόδου. Υποθέτοντας μια 3-5ετή σύγκλιση των αποτιμήσεων, εκτιμούμε ότι η ελληνική αγορά θα μπορούσε να προχωρήσει κατά 10% με 20% κατά τη διάρκεια του 2025», εξηγεί η χρηματιστηριακή.
«Μετά από ένα ακόμη ισχυρό έτος από πλευράς κερδοφορίας κατά τη διάρκεια του 2024, οι προοπτικές για το 2025 δεν υποδηλώνουν ανάπτυξη σε επίπεδο αγοράς. Αναλυτικότερα:
i) οι τράπεζες που αποτελούν σχεδόν το 25% της κεφαλαιοποίησης της αγοράς αναμένεται να δουν τα κέρδη τους να μειώνονται το 2025, με το RoTE να παραμένει ωστόσο πάνω από το 13%,
ii) τα δύο διυλιστήρια (Motor Oil και HELLENiQ ENERGY) πρόκειται να επιστρέψουν σε κανονικό περιβάλλον διύλισης, που συνεπάγεται χαμηλότερη κερδοφορία σε σχέση με τα επίπεδα του 2024 και
iii) οι μη χρηματοοικονομικές εισηγμένες, εξαιρουμένων των διυλιστηρίων, θα μπορούσαν να επιτύχουν υψηλή μονοψήφια αύξηση των κερδών και EBITDA, αξιοποιώντας τις περσινές επιδόσεις», συνεχίζει η χρηματιστηριακή.
Τι θα οδηγήσει στην επαναξιολόγηση
Βασικοί παράγοντες που υποστηρίζουν την επαναξιολόγηση: i) η κερδοφορία θα παραμείνει αρκετά υψηλά για το σύνολο της αγοράς, παρά την απουσία ανάπτυξης, ii) οι πληρωμές κερδών αναμένεται να αυξηθούν εν μέρει λόγω του τραπεζικού τομέα, iii) από πλευράς ρευστότητας το τρέχον έτος αναμένεται να είναι καλύτερο σε σχέση με τις συναλλαγές του 2024, iv) το μακροοικονομικό περιβάλλον και οι μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης θα πρέπει να παραμείνει υποστηρικτική και v) οι προοπτικές του ΧΑ να επιστρέψουν σε καθεστώς των ανεπτυγμένων αγορών, που ενισχύονται από τα πρώτα βήματα του περασμένου έτους.
Από την άλλη, το εξωτερικό περιβάλλον θα μπορούσε να προκαλέσει μεταβλητότητα. Οι παράγοντες που θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν την αγορά είναι κυρίως εξωτερικοί, προερχόμενοι από το πολιτικό, τις οικονομικές και τις γεωπολιτικές εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, με την αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ να συμβάλλει στην αβεβαιότητα τουλάχιστον για τους πρώτους μήνες. Όπως αναφέρουν, οι αποτιμήσεις παραμένουν σχετικά αυξημένες σε σχέση με τα ιστορικά πρότυπα και μια αυξανόμενη πιθανότητα μεγαλύτερης μεταβλητότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές.