Οι επενδυτές αντιμετωπίζουν άλλη μια ταραχώδη έναρξη χρηματιστηριακής εβδομάδας, καθώς τα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία βρίσκονται υπό νέα πίεση -αυτή τη φορά λόγω των αυξανόμενων ανησυχιών για το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ και όχι για τους δασμούς.
Οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου αυξήθηκαν αγγίζοντας το ψυχολογικό όριο του 5%, ενώ τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης σε μετοχές των ΗΠΑ υποχώρησαν μαζί με το δολάριο κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης στην Ασία, μεταδίδει το Bloomberg.
Αυτό συνέβη αφού ο οίκος αξιολόγησης Moody’s ανακοίνωσε το βράδυ της Παρασκευής ότι αφαιρεί από την αμερικανική κυβέρνηση την κορυφαία πιστοληπτική αξιολόγηση Aaa, υποβαθμίζοντάς την σε Aa1. Ο οίκος, που ακολούθησε Fitch και S&P σε αυτή την κίνηση, επέρριψε την ευθύνη για το αυξανόμενο έλλειμμα προϋπολογισμού σε διαδοχικούς προέδρους και μέλη του Κογκρέσου, επισημαίνοντας ότι δεν υπάρχουν σημάδια βελτίωσης.
Η υποβάθμιση ενισχύει τις ανησυχίες της Wall Street για την αγορά κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ, ενώ στο Κογκρέσο συνεχίζονται οι συζητήσεις για νέες φορολογικές περικοπές χωρίς αντίστοιχα έσοδα και η οικονομία φαίνεται να επιβραδύνεται καθώς ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανατρέπει παλιές εμπορικές συμφωνίες.
Σήμερα, οι αποδόσεις των 10ετών κρατικών ομολόγων αυξήθηκαν κατά 4 μονάδες βάσης στο 4,52%, ενώ οι αντίστοιχες 30ετούς διάρκειας ανέβηκαν κατά περίπου 6 μονάδες βάσης στο 5%. Αν ξεπεραστεί το όριο του 5%, η αγορά θα βρεθεί σε επίπεδα 2023, όταν οι αποδόσεις έφτασαν στο 5,18% -το υψηλότερο από το 2007.
Οι στρατηγικοί αναλυτές της Wells Fargo, Michael Schumacher και Angelo Manolatos, δήλωσαν στους πελάτες τους ότι αναμένουν οι αποδόσεις των 10ετών και 30ετών ομολόγων να αυξηθούν κατά άλλες 5-10 μονάδες βάσης ως αντίδραση στην υποβάθμιση από τη Moody’s.
Παρότι η αύξηση αποδόσεων συνήθως ενισχύει ένα νόμισμα, οι ανησυχίες για το χρέος τροφοδοτούν τον σκεπτικισμό για το δολάριο. Ένας δείκτης του Bloomberg για το αμερικανικό νόμισμα βρίσκεται κοντά στα χαμηλά του Απριλίου.
Τον Απρίλιο, οι αμερικανικές αγορές πιέστηκαν λόγω των εξαγγελιών του Τραμπ για δασμούς, γεγονός που ανάγκασε τους επενδυτές να επανεξετάσουν το βάρος των ΗΠΑ στα χαρτοφυλάκιά τους. Η πτώση μετριάστηκε εν μέρει όταν ο πρόεδρος ανέστειλε τους δασμούς στην Κίνα, αλλά η προσοχή των επενδυτών στράφηκε γρήγορα στη δημοσιονομική πορεία των ΗΠΑ.
«Οι υψηλές αποδόσεις που διατηρούνται για μεγαλύτερο διάστημα θα αυξήσουν το καθαρό κόστος τόκων για την κυβέρνηση και τα ελλείμματα», έγραψε η Subadra Rajappa της Société Générale. «Σε βάθος χρόνου, η αποδυνάμωση του καθεστώτος "ασφαλούς καταφυγίου" των Treasuries έχει συνέπειες για το δολάριο και τη ζήτηση ξένων για αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία».
Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του S&P 500 υποχωρούσαν πάνω από 1% έως το μεσημέρι της Δευτέρας στο Χονγκ Κονγκ, ενώ τα συμβόλαια του Nasdaq 100 έπεσαν λίγο περισσότερο. Την Παρασκευή, ένα ETF που παρακολουθεί τον δείκτη S&P 500 υποχώρησε περίπου 1% μετά το τέλος της κανονικής διαπραγμάτευσης ως αντίδραση στην υποβάθμιση.
«Απώλεια εμπιστοσύνης»
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε το Σάββατο στη La Tribune Dimanche ότι η πρόσφατη πτώση του δολαρίου έναντι του ευρώ είναι παράδοξη, αλλά αντικατοπτρίζει «την αβεβαιότητα και την απώλεια εμπιστοσύνης στις πολιτικές των ΗΠΑ σε ορισμένα τμήματα των χρηματοπιστωτικών αγορών».
Οι αυξανόμενες αποδόσεις των Treasuries περιπλέκουν επίσης την προσπάθεια της κυβέρνησης να μειώσει τις δαπάνες, καθώς αυξάνουν τις πληρωμές τόκων, ενώ επιβαρύνουν την οικονομία με την άνοδο επιτοκίων σε δάνεια και πιστωτικές κάρτες.
Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Σκοτ Μπέσεντ υποβάθμισε τις ανησυχίες για το χρέος και τον πληθωριστικό αντίκτυπο των δασμών, λέγοντας ότι η κυβέρνηση Τραμπ είναι αποφασισμένη να μειώσει τις ομοσπονδιακές δαπάνες και να ενισχύσει την οικονομία.
Όταν ρωτήθηκε για την υποβάθμιση από τη Moody’s στην εκπομπή Meet the Press του NBC, ο Μπέσεντ απάντησε: «Η Moody’s είναι "δείκτης" που έπεται των εξελίξεων -έτσι βλέπουν όλοι τους οίκους αξιολόγησης».
Η κίνηση της Moody’s ήταν σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενη, καθώς το δημοσιονομικό έλλειμμα αγγίζει τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως -περισσότερο από 6% του ΑΕΠ. Το Κογκρέσο έχει ήδη προειδοποιήσει ότι το χρέος των ΗΠΑ θα ξεπεράσει τα επίπεδα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου φτάνοντας το 107% του ΑΕΠ έως το 2029.
Η Moody’s προβλέπει ότι «τα ομοσπονδιακά ελλείμματα θα διευρυνθούν, φτάνοντας σχεδόν το 9% του ΑΕΠ έως το 2035, από 6,4% το 2024, κυρίως λόγω αύξησης των τόκων, αύξησης δαπανών πρόνοιας και χαμηλών εσόδων».
Παρά τα μεγέθη αυτά, το Κογκρέσο συνεχίζει να εργάζεται πάνω σε ένα τεράστιο νομοσχέδιο για φόρους και δαπάνες, που αναμένεται να προσθέσει τρισεκατομμύρια στο χρέος. Η Επιτροπή Κοινής Φορολόγησης εκτίμησε το κόστος του νομοσχεδίου στα 3,8 τρισ. δολάρια την επόμενη δεκαετία, ενώ άλλοι αναλυτές θεωρούν ότι μπορεί να είναι μεγαλύτερο αν παραταθούν προσωρινές διατάξεις.
Οι αναλυτές της Barclays δήλωσαν ότι δεν περιμένουν η υποβάθμιση της Moody’s να αλλάξει ψήφους στο Κογκρέσο, να προκαλέσει αναγκαστικές πωλήσεις Treasuries ή να επηρεάσει σημαντικά τις αγορές χρήματος. Στο παρελθόν, τα ομόλογα των ΗΠΑ έχουν ανακάμψει μετά από παρόμοιες υποβαθμίσεις.
«Οι πιστοληπτικές υποβαθμίσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ έχουν χάσει τη σημασία τους από τότε που η S&P υποβάθμισε τις ΗΠΑ το 2011 και τότε υπήρξαν ελάχιστες συνέπειες», σημειώνουν οι Michael McLean, Anshul Pradhan και Samuel Earl της Barclays.
Την ίδια ώρα, με την ανακοίνωση της Moody’s, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ανέφερε ότι η Κίνα μείωσε τις συμμετοχές της σε Treasuries τον Μάρτιο. Αυτό ενισχύει τις εικασίες ότι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου μειώνει την έκθεσή της στο δολάριο, όμως ο πρώην αξιωματούχος του ΥΠΟΙΚ Μπραντ Σέτσερ δήλωσε στο X ότι τα στοιχεία δείχνουν «περισσότερο μείωση της διάρκειας των τίτλων παρά πραγματική έξοδο από το δολάριο».