Μετά την οικονομική κρίση του 2010 τα έτη 2012-2016 πραγματοποιήθηκαν τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις τραπεζών από το ελληνικό Δημόσιο μέσω του ΤΧΣ οι οποίες κόστισαν συνολικά περί τα 40 δισ. ευρώ.
Σήμερα μετά την οικονομική κρίση που γονάτισε τη χώρα και τους πολίτες, η κατάσταση στο Τραπεζικό σύστημα έχει σταθεροποιηθεί. Οι Τράπεζες έχουν εξυγιανθεί, σημειώνουν το ένα ρεκόρ κερδοφορίας μετά το άλλο και έχουν προσελκύσει τα βλέμματα διεθνών επενδυτών.
Κέρδη Τραπεζών
Πριν λίγες εβδομάδες οι συστημικές τράπεζες παρουσίασαν τα οικονομικά τους αποτελέσματα για το έτος 2024. Μια προσεκτική ανάγνωση των αποτελεσμάτων τους, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το 2024 αποτέλεσε έτος κερδοφορίας ρεκόρ.
Τα κέρδη τους ξεπέρασαν τα 4,5 δισ. ευρώ υπερβαίνοντας όλους τους στόχους που είχαν τεθεί από τις διοικήσεις τους. Τα καθαρά κέρδη των τεσσάρων συστημικών τραπεζών το 2024 ανήλθαν σε 4,532 δισ. ευρώ έναντι 3,645 δισ. ευρώ το 2023, αυξημένα κατά 24,33%.
Η Εθνική Τράπεζα παρουσίασε το 2024 καθαρά κέρδη 1,158 δισ. από 1,106 το 2023 (+5%), η Alpha Bank κέρδη 860,9 εκατ. ευρώ (+9,32%), η Eurobank 1,448 δισ. ευρώ από 1,140 δισ.(+27,02%) και η Πειραιώς κέρδη 1,066 δισ. από 788 εκατ. το 2023 (+35,28%).
Έσοδα από τραπεζικές προμήθειες
Την ίδια στιγμή οι στρεβλώσεις στην Τραπεζική αγορά συνεχίζονται: τα έσοδα από τις προμήθειες για τις συστημικές τράπεζες ανέρχονται στα 2,15 δισ. το 2024, ενώ τα προηγούμενα χρόνια ανέρχονταν σε 1,80 δισ. το 2023, 1,66 δισ. το 2022, 1,51 δισ. το 2021 και 1,25 δισ. το 2020, παρατηρείται δηλαδή μεγάλη αύξηση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Τράπεζα Πειραιώς τα έσοδα από προμήθειες αυξήθηκαν 4 φορές περισσότερο σε σύγκριση με τα καθαρά έσοδα από τόκους (+16% ετησίως έναντι +4%), ενώ και στις υπόλοιπες αποτελούν ένα πολύ σημαντικό μέρος των κερδών τους.
Η άνοδος των εσόδων και των 4 συστημικών τραπεζών που προέρχονται από τις προμήθειες ανέρχεται σε ποσοστό 16,3% σε σχέση με το 2023, ρυθμό υπερδιπλάσιο σε σχέση με τα έσοδα από τόκους.
Η Eurobank το 2024 σημείωσε συνολικά έσοδα από προμήθειες 665,8 εκατ. Ευρώ, ενώ στα 636 εκατ. ευρώ ανήλθαν τα έσοδα από προμήθειες της Τράπεζας Πειραιώς. Στα 420 εκατ. ευρώ ανήλθαν τα έσοδα από προμήθειες της Alpha Bank και στα 427 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 12% σε σχέση με το 2023 ήταν το 2024 τα έσοδα από προμήθειες της Εθνικής Τράπεζας.
Προμήθειες που παραμένουν σε ισχύ
Ακόμα στο ζήτημα των προμηθειών, παρά τις «πανηγυρικές» ανακοινώσεις της Κυβέρνησης για την κατάργηση των προμηθειών τον Δεκέμβριο του 2024, οι περισσότερες προμήθειες δεν καταργήθηκαν και συνεχίζουν να ισχύουν κανονικά.
Συγκεκριμένα, τα έξοδα εξέτασης φακέλου για τη χορήγηση δανείου, εξακολουθούν να επιβαρύνουν τους καταναλωτές. Παραμένει ακόμη σε ισχύ η προμήθεια για ανάληψη από ΑΤΜ άλλης τράπεζας σε μη απομακρυσμένες περιοχές, καθώς καταργήθηκε η προμήθεια μόνο σε απομακρυσμένες και νησιωτικές περιοχές.
Ακόμη, παραμένει η προμήθεια επανέκδοσης τραπεζικής κάρτας, καθώς οι πελάτες συνεχίζουν να καταβάλλουν χρέωση σε περίπτωση απώλειας ή φθοράς της κάρτας τους και έκδοσης νέας από την τράπεζα,
Υπάρχει, ακόμη το τέλος συνδρομής πιστωτικής κάρτας, καθώς οι πιστωτικές κάρτες εξακολουθούν να συνοδεύονται από ετήσιο κόστος συνδρομής, το οποίο διαφέρει ανάλογα με την τράπεζα και το είδος της κάρτας. Τέλος, η προμήθεια για τη μετατροπή συναλλάγματος, αφού οιτράπεζεςσυνεχίζουν να επιβάλλουν προμήθειες μετατροπής συναλλάγματος.
Διαφορά επιτοκίου καταθέσεων και χορηγήσεων
Άλλη μια σημαντική στρέβλωση του τραπεζικού συστήματος, συνιστά η τεράστια διαφορά μεταξύ του επιτοκίου χορηγήσεων και του επιτοκίου καταθέσεων.
Σύμφωνα με το από 5.3.2025 δελτίο τύπου της Τράπεζας της Ελλάδας το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των υφιστάμενων καταθέσεων παρέμεινε στο 0,49%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των δανείων διαμορφώθηκε στο 5,34%.
Το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των υφιστάμενων καταθέσεων και δανείων ανέρχεται στις 4,85 εκατοστιαίες μονάδες, πολύ μακριά δηλαδή από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπου το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ καταθέσεων και δανείων είναι κάτω από 2%.
Οι Τράπεζες δεν επιτελούν την βασική τους αποστολή, την χρηματοδότηση δηλαδή της οικονομίας μέσω της χορήγησης πιστώσεων. Το μέσο κόστος των δανείων στην Ελλάδα σε όλες τις κατηγορίες δανείων παραμένει πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης, παρά την υποχώρηση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε στο τέλος του 2024 η ΕΚΤ το μέσο κόστος δανεισμού για νέα δάνεια προς επιχειρήσεις ανέρχεται στις 4,68 εκατοστιαίες μονάδες, το μέσο επιτόκιο για νέες καταθέσεις προθεσμίας 12 μηνών σε επιχειρήσεις ανέρχεται στο 3,06%.
Στα καταναλωτικά δάνεια, οι ελληνικές τράπεζες χρεώνουν το τρίτο υψηλότερο επιτόκιο, της τάξης του 10,67% έναντι 7,52% που είναι ο μέσος όρος όλων των τραπεζών της ευρωζώνης. Το μέσο επιτόκιο για νέα στεγαστικά δάνεια σε νοικοκυριά ανέρχεται στα 3,55%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο προθεσμίας 12 μηνών για νέες καταθέσεις προς τα νοικοκυριά ανέρχεται στις 2,73% μονάδες.
Στην πραγματικότητα οι τράπεζες δεν χορηγούν, παρά ελάχιστα νέα στεγαστικά δάνεια. Είναι χαρακτηριστική η διαπίστωση της ετήσιας έκθεσης του ESM, που δημοσιεύτηκε στις 20 Ιουνίου 2024, ότι «το επιτοκιακό περιθώριο στις ελληνικές τράπεζες διευρύνθηκε σε ορισμένα από τα υψηλότερα στη ζώνη του ευρώ».
Είναι επίσης ενδεικτικό ότι ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις διαμορφώθηκε σε ιστορικό χαμηλό, κοντά στο 59%, όταν στην Ευρωζώνη υπερβαίνει το 100% (104,5%). Όπως δείχνουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η μικρή αύξηση των νέων δανείων που χορηγήθηκαν από τις τράπεζες, οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στα επιχειρηματικά δάνεια και κατά κύριο λόγο σε αυτά που δίνονται ως συγχρηματοδότηση για τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης.
Πρόκειται, δηλαδή για μεγάλα δάνεια σε πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, στην πραγματικότητα στους ελάχιστους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους που έχουν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης. Έτσι όλα τα φυσικά πρόσωπα και η πλειοψηφία των επιχειρήσεων, ιδίως οι μικρές και οι μεσαίες, βρίσκονται εκτός τραπεζικού δανεισμού.
Μείωση των λειτουργικών εξόδων των τραπεζών
Όλα τα παραπάνω αποτελέσματα έχουν προκύψει σε μια χρονική συγκυρία όπου οι τράπεζες έχουν περιορίσει στο 2% έως 3% των συναλλαγών τους μέσω των καταστημάτων, με αποτέλεσμα να έχουν εξοικονομήσει εκατομμύρια ευρώ για τους ισολογισμούς τους.
Το 2024 μειώθηκαν κατά 162 τα καταστήματα των 4 συστημικών τραπεζών. Οι Τράπεζες συνεχίζουν τα προγράμματα εθελουσίας εξόδου, τα οποία ωστόσο πλέον είναι περισσότερο στοχευμένα σε μονάδες και διευθύνσεις με πλεονάζον προσωπικό, σε αντίθεση με τα πρώτα χρόνια του μετασχηματισμού των τραπεζών που ήταν διευρυμένα.
Τα αποτελέσματα αυτών των ενεργειών είναι ήδη εμφανή στα μεγέθη των συστημικών ομίλων. Στη χρήση του 2023 οι αμοιβές προσωπικού διαμορφώθηκαν στα 1,45 δισ. ευρώ, χαμηλότερα κατά 10% περίπου σε σχέση με το 2020. Σύμφωνα με τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις των Alpha Bank, Eurobank, Εθνικής και Πειραιώς, στο τέλος του 2024 απασχολούσαν στην Ελλάδα 26.155 άτομα. Πρόκειται για αριθμό μειωμένο κατά 32% ή 12.286 σε σύγκριση με το τέλος του 2018 και κατά 5.902 ή 18% σε σχέση με το τέλος του 2020.
Η Τραπεζική αγορά λειτουργεί με ολιγοπωλιακούς όρους, όπως άλλωστε έχει επισημάνει σε σειρά παρεμβάσεων του ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Η ρύθμιση του τραπεζικού συστήματος με όρους υγιούς κερδοφορίας και ταυτόχρονης διάχυσης κοινωνικού μερίσματος συνιστά για το ΠΑΣΟΚ πολιτική προτεραιότητα.
Αυτόν τον στόχο υπηρετεί η πρόταση μας για την κατάργηση αδικαιολόγητων προμηθειών και χρεώσεων όπως και για την εφ´ άπαξ φορολόγηση των κερδών των Τραπεζών, καθώς επίσης η ανάγκη εξορθολογισμού της διαφοράς των επιτοκίων, η ανάγκη εφαρμογής του Κώδικα Δεοντολογίας, η πιστωτική επέκταση στον κύριο κορμό των μικρομεσαίων ελληνικών επιχειρήσεων και το μέγα ζήτημα των κόκκινων δανείων και των δανείων σε ελβετικό φράγκο. Ζητήματα για τα οποία έχουμε επανειλημμένα καλέσει την κυβέρνηση να υιοθετήσει την ολοκληρωμένη πρότασή μας.
Είναι ώρα οι μεγάλες επιτυχίες των τραπεζών να περάσουν στους πολίτες και τις επιχειρήσεις, να γίνουν δηλαδή μια επιτυχία με αντίκρυσμα στην κοινωνία.
* Βουλευτής Βορείου Τομέα Αθηνών του ΠΑΣΟΚ, Τομεάρχης Οικονομίας
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.