Στο πλαίσιο της εξυγίανσης και ενίσχυσης των ισολογισμών τους, οι ελληνικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες να προχωρήσουν σε μαζικές πωλήσεις στοιχείων του ενεργητικού τους, με έμφαση στα δάνεια και τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία που έχουν περιέλθει στην κατοχή τους, μέσα από τη λειτουργία των χορηγήσεων και των σχετικών εγγυήσεων.
Κατά πάγια τακτική, τη διαδικασία πώλησης ενός τέτοιου στοιχείου αναλαμβάνει, έναντι αδρής αμοιβής, κάποιος ή κάποιοι «σύμβουλοι», προκειμένου να διασφαλιστεί τυπικά και ουσιαστικά ότι θα υπάρξει μια διαφανής και αδιάβλητη, αντικειμενική ως προς τους ενδιαφερόμενους, διαδικασία, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο όφελος και ασφάλεια για τον πωλητή.
Δεν είναι δε τυχαίο ότι σχεδόν πάντα, σε αυτές τις περιπτώσεις, ο βασικός «οικονομικός» σύμβουλος είναι μεγάλος οίκος του εξωτερικού.
Το ερώτημα που έχει προκύψει, από τη στενή παρακολούθηση αυτών των διαδικασιών, είναι αν οι σύμβουλοι αυτοί κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Τα παραδείγματα είναι αρκετά, θα αναφερθούν κάποια, χωρίς ονόματα και συνοπτικά, προκειμένου να σχηματιστεί η εικόνα.
Σε μία περίπτωση, έχουμε διαγωνισμό με «αξία πώλησης» εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, όπου διαπιστώνεται, πολλούς μήνες μετά τη λήξη της διαδικασίας, ότι ο αγοραστής που ανακοινώθηκε με τυμπανοκρουσίες δεν είναι σε θέση να καταβάλει το τίμημα, τουλάχιστον με τρόπο αποδεκτό από την Τράπεζα της Ελλάδος. Το εγχείρημα αποτυγχάνει και η πωλήτρια τράπεζα ίσως αναγκαστεί να επαναλάβει τη διαδικασία από την αρχή.
Το προφανές ερώτημα στην περίπτωση αυτή είναι τι ακριβώς έκανε, κι ενδεχομένως τι ΔΕΝ έκανε, ο σύμβουλος, προκειμένου να διαπιστώσει τη φερεγγυότητα του αγοραστή, μια και όπως προκύπτει, εγγυητική επιστολή δεν υπήρχε, ούτε και κάποια άλλη διαδικασία που να διασφαλίζει τον πωλητή από ένα φιάσκο.
Σε άλλη περίπτωση, μετά από διάστημα μηνών, κι ενώ έχει ανακοινωθεί επίσημα ο πλειοδότης, τελικά το αντικείμενο πώλησης καταλήγει σε τρίτο μέρος, που μπήκε στον διαγωνισμό ως ένα σημείο, εν συνεχεία αποσύρθηκε, κι εντέλει... απέκτησε αυτό που ήθελε, μέσω ενός δικαιώματος πρώτης άρνησης που ήταν εξαρχής γνωστό και το κατείχε ο -επίσης εξαρχής γνωστός- συνεταίρος του! Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει προφανώς ζημία της τράπεζας, αντιθέτως, μάλλον υπήρξε πρόσθετο όφελος. Δεν είναι καθόλου σίγουρο όμως ότι οι υπόλοιποι συμμετέχοντες, κυρίως δε ο πλειοδότης, αισθάνονται ευτυχείς με τα όσα συνέβησαν.
Σε έτερο διαγωνισμό, συμμετέχοντες έχουν ήδη διαμαρτυρηθεί επισήμως για σημαντικά στοιχεία της -εξελισσόμενης- διαδικασίας, διότι, μεταξύ άλλων, έτερος συμμετέχων εμφανίζεται με… δύο «πρόσωπα». Από τη μία, κατέθεσε προσφορά ως κοινοπρακτικό σχήμα με άλλη εταιρία, ενώ από την άλλη, αυτόνομη προσφορά έχουν καταθέσει και οι… βασικοί του μέτοχοι! Κάτι που, αφενός, φαίνεται να μην επιτρέπεται από τους όρους συμμετοχής στον διαγωνισμό, κι από την άλλη, αψηφά την ίδια τη λογική καθώς αν ήταν αλλιώς, μια εταιρία με 4-5 ισχυρούς οικονομικά μετόχους, θα μπορούσε να κατεβάζει… έως και έξι προσφορές σε ένα διαγωνισμό -μία ως εταιρία κι άλλες 4-5 εξ ονόματος των μετόχων της-, με ευνόητες συνέπειες.
Το ότι το δέχτηκε αυτό η άλλη εταιρία με την οποία έχουν κάνει το κοινοπρακτικό σχήμα είναι επίσης πολύ «παράξενο». Ας μείνουμε όμως για την ώρα στο ότι το δέχτηκε ο σύμβουλος κι αν αυτό ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα στο μέλλον της διαδικασίας, τα οποία, βεβαίως, αν υπάρξουν, θα τα υποστούν εντέλει οι πωλητές.
Ακόμη όμως και σε επιφανειακά απλούστερη περίπτωση, αυτή της πώλησης δανείων χρεωμένης επιχείρησης, τον γύρο των δημοσιογραφικών γραφείων κάνουν πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες δεν επετράπη σε ενδιαφερόμενους επενδυτές να συμμετάσχουν στη διαδικασία, επειδή δεν ήταν πελάτες(!) στον ευρύτερο όμιλο του συμβούλου.
Η άλλη πλευρά πάλι (του συμβούλου, του πωλητή, θα σας γελάσω), μέσω διαρροών, υποστηρίζει εμμέσως πλην σαφώς ότι οι διαμαρτυρόμενοι επενδυτές ήταν «φερετζέδες», για να το πούμε λαϊκά, του μεγαλομετόχου της εταιρίας, τα δάνεια της οποίας βγήκαν προς πώληση . Χωρίς όμως να αρνείται ότι οι εν λόγω επενδυτές αποκλείστηκαν από τη διαδικασία, επειδή δεν ήταν… πελάτες του συμβούλου!
Αν πράγματι αρνήθηκαν να παράσχουν πληροφορίες για την προέλευση των κεφαλαίων και δεσμεύσεις ότι δεν έχουν σχέση (τα κεφάλαια αυτά) με τον βασικό μέτοχο της χρεωμένης εταιρίας, όπως μαθαίνουμε από τις τράπεζες, τότε είναι απορίας άξιο γιατί ο σύμβουλος τους απέρριψε με άλλη αιτιολογία, δίνοντάς τους «πάτημα» για (ήδη πραγματοποιημένες) καταγγελίες και αμφισβητήσεις.
Όπως και να έχει, αυτά τα παραδείγματα είναι αρκετά για να σχηματιστεί μια αμφιλεγόμενη εικόνα, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι ως τώρα δεν έχουν ολοκληρωθεί ή έστω τεθεί σε κίνηση πολλές τέτοιες διαδικασίες, υψηλού οικονομικού αντικειμένου.
Εν ολίγοις, το λεγόμενο «track record», συνολικά, δεν είναι και πολύ ικανοποιητικό, για να μην πούμε ότι είναι κι ανησυχητικό, όχι μόνο από πλευράς «reputational risk» των ίδιων των συμβούλων (που ενδεχομένως να μην πολυνοιάζονται, μια και στο διεθνές στερέωμα τέτοια deals περνάνε έως και απαρατήρητα), αλλά και των τραπεζών που τους προσέλαβαν.
Το «reputational risk» είναι όμως μια παράμετρος. Υπάρχουν και άλλες.
Στην ελληνική αγορά, η καχυποψία, ακόμη και ανάμεσα στους ίδιους τους συμμετέχοντες, αλλά και η τάση γενικευμένης «ποινικοποίησης» των τραπεζικών πρακτικών (την οποία επανειλημμένως έχουμε καυτηριάσει), είναι κάτι παραπάνω από έντονες. Κι εγκυμονούν άλλου τύπου κινδύνους.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ήδη υποστηρίζουν ότι οι σύμβουλοι, που εκ πρώτης όψεως αποτελούν δικλίδα αντικειμενικότητας και διαφάνειας, ως ενδιάμεσος μεταξύ των αγοραστών και του πωλητή, ίσως σε κάποιες περιπτώσεις εξυπηρετούν συμφέροντα ή προσφέρουν «άλλοθι», αποτελώντας με τη σειρά τους ένα άλλο είδος… «φερετζέ».
Η κατηγορία είναι προφανώς πολύ βαριά για να την ενστερνιστεί κάποιος αβασάνιστα, δείχνει όμως πολύ ξεκάθαρα, πόσο μεγάλη ανάγκη υπάρχει να εφαρμοστεί στον χώρο, αν μη τι άλλο, η γνωστή ρήση «Η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται τίμια».
Κι αν αυτό δεν ενδιαφέρει τους «συμβούλους», σίγουρα θα πρέπει να ενδιαφέρει τους τραπεζίτες, όπως επίσης και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το οποίο καλείται να εγκρίνει σε κάθε περίπτωση τις πωλήσεις σημαντικών περιουσιακών στοιχείων.
Ιδίως όταν ο κύριος όγκος των συναλλαγών που πρέπει να γίνουν, για να μειωθεί το βάρος στους ισολογισμούς των τραπεζών, είναι ακόμη μπροστά μας.