Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

EFG: Μειώνεται ο κίνδυνος στη Νέα Ευρώπη

Την μείωση των βραχυπρόθεσμων κινδύνων για τις οικονομίες της Νέας Ευρώπης χάρη στις παρεμβάσεις διεθνών οργανισμών καταγράφει άρθρο του κ. Ι. Γκιώνη, στην έκδοση Οικονομία και Αγορές της EFG. Οι λόγοι αισιοδοξίας.

EFG: Μειώνεται ο κίνδυνος στη Νέα Ευρώπη
Οι οικονομίες της Νέας Ευρώπης, παρά τη σημαντική πίεση που δέχθηκαν, δεν κατέρρευσαν και οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι έχουν υποχωρήσει χάρη στην παρέμβαση των διεθνών οργανισμών και της ΕΕ.

Αυτό αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο του Research Economist της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Eurobank EFG, κ. Ιωάννη Γκιώνη, με τίτλο «Η Χρηματοοικονομική Κρίση και η Νέα Ευρώπη», το οποίο δημοσιεύεται στο τρίτο τεύχος του τέταρτου τόμου της περιοδικής έκδοσης Οικονομία και Αγορές, της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank EFG.

Όπως επισημαίνεται, η μακροπρόθεσμη δέσμευση των ξένων κυρίως επενδυτών στη Νέα Ευρώπη έχει αποτρέψει μαζικές κεφαλαιακές εκροές. Έως σήμερα, παρά την δυσμενή παγκόσμια οικονομική συγκυρία, τα σενάρια καταστροφής για τις χώρες αυτές δεν επαληθεύθηκαν διαψεύδοντας έτσι, τις προβλέψεις διεθνών οίκων ανάλυσης από το περασμένο φθινόπωρο.

Στη μελέτη εξετάζονται τρία ερωτήματα:

Το πρώτο ερώτημα που πραγματεύεται είναι η αναπόφευκτη σύγκριση των χωρών της Νέας Ευρώπης με αυτές που επλήγησαν από την Ασιατική κρίση. Παρά τις ομοιότητες που υπάρχουν μεταξύ των χωρών της ΝΕ σήμερα και αυτών της ΝΑ Ασίας πριν την κρίση των «Ασιατικών Τίγρεων» το 1997, υπάρχουν και σημαντικές διαφορές διαρθρωτικού χαρακτήρα. Οι οικονομίες της ΝΕ όπως και αυτές της ΝΑ Ασίας, παρουσίασαν πριν την κρίση ταχεία και ισχυρή ανάπτυξη που βασίστηκε σε εξωτερική χρηματοδότηση και μακροοικονομικές ανισορροπίες, οι οποίες στην ΝΕ εμφανίζονται πιο έντονες. Ωστόσο, η κρίση στην Ν. Ασία ξεκίνησε ως μια περιφερειακή κρίση, ανεξάρτητη από το ευρύτερο παγκόσμιο οικονομικό κύκλο ανάπτυξης.

Παράλληλα, η συμμετοχή των περισσότερων χωρών της ΝΕ στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ο στόχος της επικείμενης ένταξης τους στην Ευρωζώνη επιτρέπει την πρόσβαση σε περισσότερα κονδύλια και πολιτική-διοικητική υποστήριξη. Επιπλέον, η έκταση της κρίσης ήταν πολύ μεγαλύτερη στην περίπτωση της ΝΑ Ασίας από ό,τι στη ΝΕ, τόσο σε επίπεδο των υποτιμήσεων των εγχώριων νομισμάτων όσο και των απωλειών σε όρους ανάπτυξης. Ένας ακόμα λόγος που διαφοροποιεί τη ΝΕ από την ΝΑ Ασία έχει να κάνει με το είδος των κεφαλαιακών εισροών στη ΝΕ, οι οποίες είχαν κυρίως τη μορφή άμεσων ξένων επενδύσεων. Επίσης η ΝΕ φαίνεται να διαθέτει περισσότερα συναλλαγματικά διαθέσιμα για κάλυψη των άμεσων αναγκών της.

Το δεύτερο ερώτημα αφορά τους βραχυπρόθεσμους κινδύνους για τη Νέα Ευρώπη.

Ο πρώτος παράγοντας προέρχεται από την επιβράδυνση των κεφαλαιακών εισροών. Η παρουσία του ΔΝΤ στην περιοχή λειτούργησε έγκαιρα και καταλυτικά στην εξασφάλιση εξωτερικής χρηματοδότησης και στη μείωση του επενδυτικού κινδύνου. Η πιθανότητα λοιπόν μιας απότομης διακοπής των κεφαλαιακών εισροών έχει μειωθεί σημαντικά, χωρίς βέβαια να έχει εξαλειφθεί πλήρως. Αυτό δεν αποκλείει να χρειαστεί και πρόσθετη χρηματοδότηση από τους διεθνείς οργανισμούς, η οποία όμως είναι διαθέσιμη. Αυτό είναι σημαντικό γιατί η επιβράδυνση των κεφαλαιακών εισροών έχει άμεση αρνητική επίπτωση στην οικονομική δραστηριότητα, λόγω της αδυναμίας χρηματοδότησης της εγχώριας κατανάλωσης και των εγχώριων επενδύσεων.

O δεύτερος παράγοντας αφορά την πιθανότητα να μη σημειωθεί ορατή ανάκαμψη των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης. Οι ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης, σημείωσαν κατακόρυφη κάμψη, με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας στις εγχώριες οικονομίες της Νέας Ευρώπης. Το γεγονός αυτό υπονομεύει τις προσπάθειες για ανάκαμψη των οικονομιών και έξοδο από την ύφεση.

Ο τρίτος παράγοντας προέρχεται από τον δανεισμό των νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε ξένο νόμισμα. Οι υποτιμητικές πιέσεις που δέχθηκαν τα τοπικά νομίσματα διογκώνουν το πραγματικό κόστος δανεισμού, γιατί ένα σημαντικό ποσοστό των δανείων – περίπου το 50% σε πολλές χώρες - είναι σε ξένο νόμισμα. Αυτό σε συνδυασμό με την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, έχει ως συνέπεια την αύξηση των δανείων σε καθυστέρηση. Ωστόσο, το πρόβλημα, για τις περισσότερες χώρες, παραμένει διαχειρίσιμο μέχρι σήμερα, γεγονός που δείχνει ότι η ΝΕ παρουσιάζει αρκετές αντοχές παρά την δυσμενή οικονομική συγκυρία.

Κατά, συνέπεια, παρά τις δυσκολίες και τους δυνητικούς παράγοντες κινδύνου, τα εγχώρια τραπεζικά συστήματα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την κρίση με επιτυχία, εφόσον διαθέτουν ισχυρή κεφαλαιακή βάση, υψηλότερη από την αντίστοιχη στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ.

Στα πλαίσια του τρίτου ερωτήματος της μελέτης αναλύονται οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις και οι βαθύτερες συνέπειες για τη ΝΕ από την παρούσα διεθνή χρηματοοικονομική κρίση.
Ως ιδιαίτερης σημασίας συνέπειες αναγνωρίζονται η αναβίωση του οικονομικού εθνικισμού, η πιθανή καθυστέρηση ένταξης στην Ευρωζώνη και την ΕΕ, ο οξυμένος ανταγωνισμός από άλλες οικονομίες για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων και, τέλος, ο επαναπροσδιορισμός και η αναθεώρηση του αναπτυξιακού υποδείγματος που εφαρμόζεται στην ΝΕ. Το υπόδειγμα ανάπτυξης οφείλει να διαφοροποιηθεί ώστε η ευημερία των οικονομιών της ΝΕ να βασίζεται λιγότερο στην ιδιωτική κατανάλωση με δανεισμό και σε μοχλευμένα νοικοκυριά και περισσότερο σε μια εξωστρεφή και ανταγωνιστική οικονομία.

Συμπερασματικά, παρά τη σημαντική πίεση που δέχθηκαν οι οικονομίες της Νέας Ευρώπης, δεν κατέρρευσαν. Οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι έχουν υποχωρήσει χάρη στην παρέμβαση των διεθνών οργανισμών και της ΕΕ. Αυτό αυξάνει την αισιοδοξία ότι η παρούσα κρίση δεν θα αναχαιτίσει την διαδικασία σύγκλισης των οικονομιών αυτών με την υπόλοιπη Ευρώπη, που καλούνται να αντιμετωπίσουν με συνέπεια και ορθό σχεδιασμό τις μέσο-μακροπρόθεσμες προκλήσεις της παγκόσμιας κρίσης.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v