Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Χάνονται 2 δισ. ευρώ στα ράφια των super market

Κι όμως λεφτά υπάρχουν. Δυστυχώς όμως εξαιτίας του αναχρονιστικού πολύπλοκου πλαισίου και των εμποδίων που θέτει στην αγορά, και δη στη λειτουργία του λιανεμπορίου τροφίμων, χάνονται ετησίως 2 δισ.

  • της Αλεξάνδρας Γκίτση
Χάνονται 2 δισ. ευρώ στα ράφια των super market
Κι όμως, λεφτά υπάρχουν. Δυστυχώς, όμως, εξαιτίας του αναχρονιστικού πολύπλοκου πλαισίου και των εμποδίων που αυτό θέτει στην αγορά, και δη στη λειτουργία του λιανεμπορίου τροφίμων, χάνονται ετησίως 2 δισ. ευρώ.

Την ίδια στιγμή, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αναζητά τρόπους μέσω νέων περικοπών και αυξήσεων σε φόρους, για να καλύψει τις μαύρες τρύπες του προϋπολογισμού. Αυτή η αναζήτηση, όπως έχει αποδείξει η πρόσφατη ιστορία, περιορίζεται σε νέα πρόσθετα μέτρα.

Και όλα αυτά όταν 1 δισ. ευρώ από τα συνολικά 2 δισ. μπορεί να συνεισφέρει ετησίως το λιανεμπόριο τροφίμων στα ταμεία του κράτους (το άλλο 1 δισ. ευρώ αφορά εξοικονόμηση για τον καταναλωτή).

Αυτό θα προέλθει από την αύξηση των φορολογικών εσόδων (φόρος εισοδήματος και ΦΠΑ) και κατ’ επέκταση από την πάταξη της φοροδιαφυγής και του παραεμπορίου.

Όπως υποστηρίζουν παράγοντες της αγοράς, αλλά και όπως έχει αποτυπωθεί σε σχετικές μελέτες, μεταξύ των οποίων και σε αυτήν της McKinsey, η άρση περιορισμών στην πώληση συγκεκριμένων κατηγοριών προϊόντων, η πλήρης απελευθέρωση της αγοράς κι η απλοποίηση των κανονιστικών απαιτήσεων θα μπορούσαν να δώσουν προστιθέμενη αξία της τάξης των 4 δισ. και αύξηση των φορολογικών εσόδων τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ ετησίως.

Παράλληλα με τις πρωτοβουλίες αυτές, η ανταγωνιστικότητα του τομέα μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά, η παραγωγικότητα μπορεί να βελτιωθεί σε ποσοστό περίπου 22%, οι θέσεις εργασίας μπορεί να αυξηθούν τουλάχιστον κατά 10.000 και οι πωλήσεις του λιανεμπορίου σχεδόν κατά 1,5 δισ. ευρώ.

Φυσικά, για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης σε συνεργασία με τα συναρμόδια υπουργεία πρέπει να προχωρήσει σε άρση γραφειοκρατικών, αναχρονιστικών και παρωχημένων νομοθετημάτων, τα οποία όχι μόνο έχουν ξεπεραστεί από την πάροδο των ετών αλλά κι επιπλέον ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για το υψηλό κόστος με το οποίο αναγκάζονται να λειτουργήσουν οι επιχειρήσεις και το οποίο καλούνται να πληρώσουν οι Έλληνες πολίτες.

Εκτός από τα κρατικά έσοδα, κερδισμένος από τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας της αγοράς, όπως υποστηρίζεται, θα είναι και ο καταναλωτής.

Το όφελος προσδιορίζεται και αυτό στο επίπεδο του 1 δισ. ευρώ ετησίως και θα έρθει από την πολυπόθητη και λόγω κρίσης μείωση των τιμών, η οποία θα προέλθει από τον περιορισμό του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων (λιγότερα διοικητικά και γραφειοκρατικά εμπόδια) και την αύξηση της διείσδυσής τους μέσω της δημιουργίας μεγαλύτερων σχημάτων.

Η έρευνα της McKinsey

Ο μεγάλος κατακερματισμός της ελληνικής αγοράς, σύμφωνα με την έρευνα της McKinsey, βρίσκεται πίσω από τη χαμηλή παραγωγικότητα του κλάδου σε σύγκριση με τον μέσο κοινοτικό όρο, ενώ σχετίζεται και με τις υψηλές τιμές των προϊόντων.

Στην Ελλάδα, το οργανωμένο λιανεμπόριο ελέγχει μερίδιο 48%, όταν στη Γαλλία είναι 87%, στην Ιταλία 74% και στην Πορτογαλία 79%!

Ειδικότερα, και σε ό,τι αφορά το ετήσιο κέρδος που θα έχει ο Έλληνας καταναλωτής μέσα από αυτές τις αλλαγές που προτείνουν τόσο το λιανεμπόριο όσο και οικονομικοί φορείς της χώρας μεταφράζεται σε 400 ευρώ ανά οικογένεια, ποσό που αντιστοιχεί με τα σημερινά δεδομένα σχεδόν σε ένα μηνιάτικο!

Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι η απαγόρευση που υπάρχει στα οχήματα Ι.Χ. του λιανεμπορίου τροφίμων να μεταφέρουν τρόφιμα και μη τρόφιμα, κάτι που επιτρέπεται στα Δ.Χ., επιβαρύνει το κόστος 8-10 σέντς ανά τεμάχιο.

Παρά την επιτακτική ανάγκη για αύξηση της συνολικής προσφοράς της οι­κονομίας και για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, η απελευθέρωση των αγορών, όπως σημειώνει και το ΙΟΒΕ σε πρόσφατη έκθεσή του, έχει καθυ­στερήσει, ενώ από τα 250 εμπόδια στις επενδύσεις και στην επιχειρηματικότητα, που έχει εντοπίσει ο ΣΕΒ, λιγότερο από το 10% έχει αντιμετωπιστεί.

Το πιο σημαντικό από αυτά τα εμπόδια σχετίζεται με τη νομοθεσία για τις χρήσεις γης και τις περιβαλλοντικές άδειες, με τις γνωμοδοτήσεις του ΣτΕ να επηρεάζουν σημαντικά την καθυστέρηση ή και την εμπλοκή των υποθέσεων.

Την ίδια ώρα, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα συνεχίζουν να βρίσκονται στην κορυφή της λίστας, όπου αναφέρεται ότι πιέζονται λόγω γραφειοκρατίας (57%), γεγονός που προκαλεί ενδιαφέρον για μία οικονομία η οποία αγωνίζεται να κάνει τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητάς της. Στη λίστα ακολουθούν δύο αναδυόμενες χώρες: η Βραζιλία και η Πολωνία (και οι δύο με 50%).

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v