ΡΑΕ: Δικαιώνει τη ΛΑΡΚΟ για την τιμή του ρεύματος

Προσωρινή τιμή 50 ευρώ οι 1.000 κιλοβατώρες, για το ηλεκτρικό που αγοράζει η ΛΑΡΚΟ από τη ΔΕΗ, επέβαλε η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, μετά από προσφυγή της μεταλλουργίας νικελίου για λήψη προσωρινών μέτρων.

  • του Μιχάλη Καϊταντζίδη
ΡΑΕ: Δικαιώνει τη ΛΑΡΚΟ για την τιμή του ρεύματος
Προσωρινή τιμή 50 ευρώ οι 1.000 κιλοβατώρες, για το ηλεκτρικό που αγοράζει η ΛΑΡΚΟ από τη ΔΕΗ, επέβαλε η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, μετά από προσφυγή της μεταλλουργίας νικελίου για λήψη προσωρινών μέτρων.

Η προσφυγή-καταγγελία της ΛΑΡΚΟ κατά της ΔΕΗ έγινε στις 31 Μαΐου, μετά από άρνηση της ΔΕΗ να διαπραγματευτεί συμφωνία, αναγνωρίζοντας ότι η μεταλλουργική εταιρεία, λόγω της μεγάλης και σταθερής, όλο το 24ωρο κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, θα έπρεπε να τιμολογείται με βάση το καταναλωτικό της προφίλ.

Η προσωρινή απόφαση της ΡΑΕ για τη ΛΑΡΚΟ, είναι η δεύτερη παρόμοια που εκδίδει, καθώς πριν μερικούς μήνες, αντίστοιχη απόφαση εξέδωσε και για το Αλουμίνιο.

Μάλιστα λόγω της πολύ μεγαλύτερης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας από το Αλουμίνιο, όρισε προσωρινή τιμή 42 ευρώ οι 1.000 κιλοβατώρες. Όπως προκύπτει από το κείμενο της απόφασης, η ΔΕΗ προσπάθησε να ακυρώσει την απόφαση τα Αρχής για το Αλουμίνιο με προσφυγή στο Διοικητικό Εφετείο, με την οποία αμφισβητούσε στη ΡΑΕ το δικαίωμα να εκδίδει παρόμοιες αποφάσεις.

Ωστόσο το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της ΔΕΗ.

Σε ό,τι αφορά στη ΛΑΡΚΟ, η απόφαση προσωρινής τιμής, που έχει διάρκεια 3 μηνών, κατ΄αρχήν διευκολύνει την ιδιωτικοποίηση της επιχείρησης, ενώ δημιουργεί τις βάσεις για τη βιωσιμότητά της.

Να σημειωθεί εδώ ότι η πρόσβαση σε ανταγωνιστική τιμή ηλεκτρικού, αποτελεί μία από τις βασικότερες προϋποθέσεις για την πώληση της εταιρείας, αλλά ακόμη και για την επιβίωσή της.

Η ηλεκτρική ενέργεια στις μεταλλουργίες νικελίου και αλουμινίου στην Ελλάδα αντιπροσωπεύει άνω του 30% του κόστους παραγωγής, ενώ οι ανταγωνιστές μεταλλουργίες, απολαμβάνουν τιμές κάτω των 40 ευρώ οι 1.000 κιλοβατώρες. Έχει δε καταστεί αποδεκτό ότι χωρίς πρόσβαση σε φθηνή ηλεκτρική ενέργεια, δεν είναι δυνατόν να επιβιώσουν μεταλλουργίες.

Με τα επιχειρήματα της ΔΕΗ, κατ΄αρχήν αμφισβητεί στη ΡΑΕ την αρμοδιότητα να επιλύει διαφορές μεταξύ προμηθευτών και καταναλωτών. Επίσης υποστηρίζει ότι η διατήρηση των υψηλών τιμών πώλησης σε ΛΑΡΚΟ, Αλουμίνιο, αλλά και άλλους μεγάλους καταναλωτές (χαλυβουργίες, τσιμεντοβιομηχανίες κλπ) οφείλεται κυρίως στο ότι οι τιμές που προτείνει στηρίζονται σε πραγματικά στοιχεία για το μέσο κόστος παραγωγής, ότι χαμηλότερες τιμές θα της προκαλέσουν οικονομική ζημιά και ότι εν τέλει συμφέρει στη ΔΕΗ να πάψει να έχει πελάτες τις ηλεκτροβόρες βιομηχανίες, οι οποίες σε καθεστώς απελευθερωμένης αγοράς θα μπορούσαν να βρουν άλλους προμηθευτές.

Επίσης η ΔΕΗ δεν αποδέχεται το αίτημα των μεγάλων καταναλωτών και της ΛΑΡΚΟ, ότι δηλαδή οι καταναλώσεις τους, λόγω της σταθερότητάς τους κατά τη διάρκεια του 24ώρου και του έτους, αποτελούν φορτία βάσης και ως εκ τούτου θα έπρεπε να τροφοδοτούνται από μονάδες βάσης, δηλαδή τις λιγνιτικές και τις υδροηλεκτρικές που μονοπωλεί η ΔΕΗ και προσφέρουν τη φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια.

Η ΡΑΕ

Στην απόφασή της η ΡΑΕ για μεν την αρμοδιότητα της να επιλύει διαφορές, τονίζει ότι αυτό προβλέπεται ρητά από την κοινοτική οδηγία και τον Ελληνικό Νόμο 4001 του 2011 και άρα απορρίπτεται. Μάλιστα αναφέρεται σε πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου στο οποίο προσέφυγε γη ΔΕΗ, κατά της αντίστοιχης απόφασης της ΡΑΕ για επιβολή προσωρινής τιμής στο Αλουμίνιο.

Στις αιτιάσεις της ΔΕΗ ότι στην Ελλάδα η αγορά είναι απελευθερωμένη και λειτουργούν ανεξάρτητες μονάδες παραγωγής, η ΡΑΕ τονίζει κατ΄αρχήν ότι στη χώρα μας δεν υφίσταται μια αποτελεσματικά λειτουργούσα αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΔΕΗ κατέχει, μόνη αυτή, το σύνολο των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών σταθμών της χώρας, και συνεχίζει να κατέχει άνω του 65% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, όταν όλοι οι ανταγωνιστές της λειτουργούν νέες, αναπόσβεστες μονάδες φυσικού αερίου, και καλούνται να αντιμετωπίσουν ώριμες, ήτοι αποσβεσμένες, μονάδες, τόσο λιγνιτικές και υδροηλεκτρικές, όσο και φυσικού αερίου της ΔΕΗ.

Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει μια λειτουργούσα αγορά ούτε στον κλάδο της προμήθειας, αφού και το σύνολο της αγοράς αυτής, πρακτικά και ουσιαστικά, ελέγχεται από την ΔΕΗ. Μάλιστα η ΡΑΕ στην απόφασή της τονίζει ότι το όλο θέμα εξέτασε όχι στη βάση μιας πλήρους ανταγωνιστικής αγοράς, αλλά στη βάση πιθανής άσκησης καταχρηστικής συμπεριφοράς της επιχείρησης που κατέχει τη δεσπόζουσα θέση, τόσο στην αγορά παραγωγής όσο και στην προμήθεια.

Δείχνει δε ότι κλείνει προς αυτό το γεγονός (άσκησης καταχρηστικής συμπεριφοράς), το οποίο προκύπτει και από την έλλειψη στοιχειώδους ανταγωνισμού σε μεγάλο μέρος της αγοράς παραγωγής, (λιγνιτικά και υδροηλεκτρικά) , που δεν επιτρέπει την αποκάλυψη του «πραγματικού» ή «αποτελεσματικού» κόστους των μονάδων αυτών.

Επιπλέον δε θέτει και προβληματισμούς για τα κοστολογικά στοιχεία της ΔΕΗ, καθώς όπως αναφέρει, η «έλλειψη οποιουδήποτε ανταγωνισμού στο κρίσιμο αυτό τμήμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, παρέχει τη δυνατότητα στην επιχείρηση να μεταφέρει μέρος της υφιστάμενης κοστολογικής «αναποτελεσματικότητας» (δηλ. της μη βέλτιστης απόδοσής της) στην αγορά, υποχρεώνοντας το σύνολο της ελληνικής οικονομίας να φέρει το βάρος αυτό». Για το λόγο αυτό, η ΡΑΕ προτίθεται να προχωρήσει άμεσα σε λεπτομερή κοστολογικό έλεγχο και σύγκριση του κόστους παραγωγής κάθε μιας από τις μονάδες παραγωγής της ΔΕΗ, σε σχέση με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνολογίες και τεχνικές.

Ακόμη για τη μη αποδοχή από τη ΔΕΗ των ειδικών καταναλωτικών χαρακτηριστικών της ΛΑΡΚΟ, η ΡΑΕ τονίζει στην απόφασή της ότι η μεταλλουργία αντιπροσωπεύει περίπου το 1/7 της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στην υψηλή τάση, ενώ αντιπροσωπεύει κατά μέσο όρο το 25% του αιχμιακού φορτίου της υψηλής τάσης. Έτσι τα χαρακτηριστικά αυτά θα έπρεπε κανονικά να λαμβάνονται υπόψη στη διαμόρφωση της τιμολογιακής πολιτικής της ΔΕΗ .

Τέλος στο επιχείρημα της ΔΕΗ ότι η ΛΑΡΚΟ θα μπορούσε να στραφεί σε άλλους προμηθευτές η απόφαση της ΡΑΕ το απορρίπτει αναφέροντας τα εξής:

Η ΔΕΗ είναι ο μοναδικός προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας που έχει αποκλειστική και προνομιακή πρόσβαση σε φθηνή ηλεκτροπαραγωγή από εγχώριους λιγνιτικούς και υδροηλεκτρικούς πόρους. Το γεγονός αυτό την καθιστά το μοναδικό δυνητικό προμηθευτή στην Ελλάδα για την τροφοδότηση ηλεκτρικής ενέργειας βιομηχανιών με τα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά της ΛΑΡΚΟ σε ιδιαίτερα ανταγωνιστική τιμή, και της προσδίδει τεράστιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι όλων των άλλων προμηθευτών που εκτίθενται, εκτός των άλλων, και στους κινδύνους και τις αβεβαιότητες που δημιουργούν οι απρόβλεπτες μεταβολές των διεθνών τιμών καυσίμων.

Ειδικά για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, όπως η ΛΑΡΚΟ, τυχόν προσπάθεια εισαγωγών δεν αρκεί και δεν ικανοποιεί τα ιδιαιτέρα χαρακτηριστικά αυτής, καθώς η αδιάλειπτη παροχή της με ενέργεια σε σταθερό προφίλ και σε μακροχρόνια βάση δεν μπορεί να διασφαλιστεί με τις εισαγωγές που λαμβάνουν χώρα στην ελληνική αγορά λόγω:

α) της περιορισμένης ισχύος των διασυνδέσεων, και

β) την εξ’ αυτής μεγάλη μεταβλητότητα και αστάθεια του όγκου και των χαρακτηριστικών της εισαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, στοιχεία που δεν συνάδουν με τις συγκεκριμένες ανάγκες και καταναλωτικό προφίλ της ΛΑΡΚΟ.

Επιπλέον, δεδομένου ότι στην ελληνική αγορά τα διμερή συμβόλαια δεν επιτρέπονται, και η ΔΕΗ αποτελεί το μοναδικό εν τη πράξει προμηθευτή, διαφαίνεται βάσιμο ότι η ΛΑΡΚΟ είναι απολύτως «ενεργειακά εξαρτημένη» από την ΔΕΗ.

*** Ολόκληρη η απόφαση της ΡΑΕ επισυνάπτεται στη στήλη "Συνοδευτικό Υλικό"

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v