Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Eurobank: Πώς χάνονται 24 δισ. ευρώ από το ΑΕΠ

Στο τέλος του 2013 η ελληνική οικονομία υστερούσε κατά 12,58% σε σχέση με τις δυνητικές της παραγωγικές δυνατότητες (δυνητικό ΑΕΠ), σημειώνει η Eurobank. Το πρόβλημα και οι λύσεις.

Eurobank: Πώς χάνονται 24 δισ. ευρώ από το ΑΕΠ

Η ελληνική οικονομία όχι μόνο υπέστη μια τρομακτική συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών αλλά και οι μακροχρόνιες παραγωγικές της δυνατότητες μειώθηκαν προσεγγιστικά κατά 10% σε σχέση με το 2007, αποκαλύπτει η Eurobank στην εβδομαδιαία ανάλυσή της.

Συγκεκριμένα, τονίζει πως η μείωση του δυνητικού ΑΕΠ (μικρότερο κατά 12,58% σε σχέση με το 2013 και σωρευτική μείωση κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2007) μπορεί να αποδοθεί στην συρρίκνωση του φυσικού κεφαλαίου, τα υψηλά επίπεδα της μακροχρόνιας ανεργίας (συρρίκνωση του ανθρώπινου κεφαλαίου) και τη μείωση της συνολικής παραγωγικότητας

Οι οικονομολόγοι στην προσπάθεια τους να ερμηνεύσουν την λειτουργία των σύγχρονων οικονομιών της αγοράς, χρησιμοποιούν ως εργαλεία ανάλυσης δύο βασικές συνιστώσες του οικονομικού συστήματος. Αυτές είναι οι δυνατότητες και οι προτιμήσεις της οικονομίας.

Οι δυνατότητες αντικατοπτρίζουν την υπάρχουσα παραγωγική δυναμικότητα (π.χ. μηχανήματα, κτίρια, εργατοώρες, τεχνολογία) ενώ οι προτιμήσεις σχετίζονται κυρίως με τις επιθυμίες των θεσμικών φορέων της κοινωνίας (νοικοκυριά, επιχειρήσεις και κυβέρνηση) για τα χαρακτηριστικά των αγαθών που θα παραχθούν στο παρόν ή στο μέλλον.

Τον τελευταίο καιρό και ιδίως μετά το 2009 όταν τα στοιχεία για την παγκόσμια οικονομία έδειχναν ότι η ανάκαμψη θα είναι ισχνή, πολλοί οικονομολόγοι έστρεψαν την προσοχή τους προς τις παραγωγικές δυνατότητες των οικονομιών. Πιο συγκεκριμένα, άρχισαν να διερευνούν το μονοπάτι που ακολουθούσε μια μακροοικονομική μεταβλητή που ονομάζεται δυνητικό προϊόν.

Η εν λόγω μεταβλητή ορίζεται ως το επίπεδο του προϊόντος που μπορεί να παραχθεί με σταθερό πληθωρισμό και ανεργία που να αντιστοιχεί στο φυσικό της επίπεδο.

Το δυνητικό προϊόν αποτελεί συνάρτηση παραγόντων που προέρχονται από την πλευρά της προσφοράς όπως το φυσικό κεφάλαιο, η εργασία και η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών της παραγωγής. Ποια ήταν η πορεία αυτής της μεταβλητής για την ελληνική οικονομία κατά την διάρκεια της «Μεγάλης Ύφεσης» της περιόδου 2007-2013; Έχουμε λόγους να ανησυχούμε για το μέλλον;

Σύμφωνα με την μακροοικονομική βάση δεδομένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Ameco – The Annual Macro – Economic Database) στο τέλος του 2013 η ελληνική οικονομία υστερούσε κατά 12,58% σε σχέση με τις δυνητικές της παραγωγικές δυνατότητες (δυνητικό ΑΕΠ). Η πραγματοποιηθείσα παραγωγή ήταν της τάξης των 160,98 δισ. ευρώ (σε σταθερές τιμές του έτους 2005) ενώ η δυνητική παραγωγή άγγιζε τα 184,15 δισ. ευρώ.

Οι κύριες αιτίες αυτού του φαινομένου είναι η συρρίκνωση του φυσικού κεφαλαίου (για πρώτη φορά από το 1960), τα υψηλά επίπεδα της μακροχρόνιας ανεργίας (συρρίκνωση του ανθρώπινου κεφαλαίου) και η μείωση της συνολικής παραγωγικότητας.

Από το 2009 μέχρι και σήμερα οι οικονομίες των κρατών της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας αλλά και του συνόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15, ακολουθούν ένα χαμηλότερο μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης σε σχέση με τις δυνητικές τους δυνατότητες. Στο τέλος του 2013, η υστέρηση αυτών των οικονομιών σε σχέση με το δυνητικό τους προϊόν ήταν της τάξης του 1,43%, 8,07%, 4,35%, 5,62% και 3,25% αντίστοιχα.

«Είναι αναντίρρητα αποδεκτό πως το φλέγον ζήτημα για την ελληνική οικονομία είναι η επιστροφή της εγχώριας παραγωγής στα επίπεδα του δυνητικού προϊόντος. Δηλαδή, να μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε ξανά τους ήδη υπάρχοντες παραγωγικούς πόρους. Να δουλέψουν ξανά τα εργοστάσια και τα μηχανήματα και να μπορέσει το εργατικό δυναμικό να απασχοληθεί», τονίζει η Eurobank.

Ωστόσο, το προαναφερθέν επιθυμητό γεγονός από μόνο του δεν αρκεί για να πετύχουμε την είσοδο της οικονομίας μας σε ένα ισχυρό μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης. Αυτό θα μπορέσουμε να το πετύχουμε με την ταυτόχρονη αύξηση του δυνητικού προϊόντος, δηλαδή την διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας μας.

Η αύξηση των επενδύσεων - τόσο σε φυσικό όσο και σε ανθρώπινο κεφάλαιο (μέσω ύπαρξης κινήτρων για επένδυση) - και της συνολικής παραγωγικότητας (μέσω των κατάλληλων θεσμικών μεταρρυθμίσεων και πάνω από όλα μέσω της συνέπειας και της αξιοπιστίας της κυβερνητικής πολιτικής) αποτελούν τις δύο πιο βασικές οδούς προς αυτή την κατεύθυνση, καταλήγει.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v