Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Eurobank: Μόνο με αναπτυξιακό ράλι θα ανακτηθεί το βιοτικό επίπεδο

Αρχίζει η πορεία της ανάκαμψης εκτιμά η τράπεζα. Απαιτείται ανάπτυξη τουλάχιστον 2 - 3 ποσοστιαίων μονάδων υψηλότερη σε σχέση με τα αλλα κράτη της ΕΕ ώστε σε 10 χρόνια να προσεγγίσουμε τα επίπεδα της πραγματικής σύγκλισης που ίσχυαν το 2009.

Eurobank: Μόνο με αναπτυξιακό ράλι θα ανακτηθεί το βιοτικό επίπεδο

Ακριβώς δέκα χρόνια από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας δημοσιεύθηκαν οι εκτιμήσεις των εθνικών λογαριασμών για το 2ο τρίμηνο του τρέχοντος έτους που δείχνουν τη μικρότερη πτώση του ΑΕΠ από την έναρξη της κρίσης, σημειώνει η Eurobank.

Σημειώνει ότι, ανεξάρτητα με τη σημερινή ανακοίνωση, αποτελεί κοινή πεποίθηση των περισσότερων ερευνητικών ιδρυμάτων και οργανισμών ότι στο τέλος του 2014 το ελληνικό πραγματικό ΑΕΠ θα έχει αυξηθεί σε σχέση με το 2013, δηλαδή η αξία της ετήσιας εγχώριας παραγωγής θα ξεπεράσει τα 160,981 δισ. ευρώ (σταθερές τιμές 2005, μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία). Οι σταθεροποιητικές ενδείξεις της ελληνικής οικονομίας, ήτοι πρωτογενές πλεόνασμα, μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, έξοδος της χώρας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, ανάκαμψη της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, συνεπικουρούν προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο αγώνας για την είσοδο της χώρας μας σε ένα μονοπάτι ισχυρής ανάκαμψης έχει ξεκινήσει.

Ωστόσο, με βάση τη σημερινή, εν μέρει θετική είδηση, οι αντιδράσεις τόσο των καταναλωτών όσο και των επιχειρήσεων και πρωτίστως των ασκούντων την οικονομική πολιτική θα πρέπει να είναι πολύ συγκρατημένες. Το πιθανό τέλος της ελληνικής «Μεγάλης Ύφεσης» δεν συνεπάγεται ότι το βιοτικό επίπεδο του μέσου Έλληνα ή της μέσης Ελληνίδας καλυτερεύει, απλώς σταματάει η χειροτέρευσή του. Δύο ή τρία συνεχόμενα τρίμηνα αύξησης του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΠΑΕΠ) δεν συνεπάγονται αυτομάτως και μια μελλοντική διαρκή πορεία ανάκαμψης.

Όσο οι πραγματικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΠΑΕΠ (Πραγματοποιηθέν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) παραμένουν στα σημερινά επίπεδα (13,87%), τονίζει η Eurobank, όσο η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών της παραγωγής παραμένει αισθητά χαμηλή, όσο καθυστερούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όσο δεν αυξάνεται το κεφάλαιο της αξιοπιστίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, η ελληνική οικονομία μπορεί μεν να μη συρρικνώνεται, ωστόσο δύναται να παγιδευτεί σε μια τροχιά μακροχρόνιας στασιμότητας ή ισχνής οικονομικής μεγέθυνσης.

Η επίδοση της οικονομίας του Μεξικού τη δεκαετία του '80 και της οικονομίας της Ιαπωνίας τη δεκαετία του '90 αποτελούν τρανά παραδείγματα μακροχρόνιας στασιμότητας.

Τέλος, βραχυπρόθεσμα δε θα πρέπει να παραβλέψουμε την πιθανή επίπτωση που μπορεί να υπάρξει στο πραγματικό ΑΕΠ του τρίτου τριμήνου αλλά και στον ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ από την επιβολή αποκλεισμού εισαγωγών από τη Ρωσία σε αντίποινα των κυρώσεων που της επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τα πρόσφατα γεγονότα στην Ουκρανία.

Διαρκής η προσπάθεια

Σύμφωνα με τη Eurobank, ο αγώνας για οικονομική μεγέθυνση και πραγματική σύγκλιση με άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες θα είναι διαρκής και η ελληνική οικονομία έχει μείνει αρκετά πίσω σε όρους κατά κεφαλήν εισοδήματος (χαρακτηριστικό μέτρο σύγκρισης του βιοτικού επιπέδου). Πιο συγκεκριμένα ο λόγος του ελληνικού κατά κεφαλήν πραγματικού ΑΕΠ (ΚΚΠΑΕΠ) ως προς το αντίστοιχο μέγεθος των άλλων οικονομιών που ανήκουν στην ομάδα των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 (ΕΕ-15) έχει μειωθεί σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτά που ίσχυαν το 2001. Για παράδειγμα, σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-15, από το 2009 μέχρι το 2013 καταγράφηκε μείωση της τάξης των 17,53 ποσοστιαίων μονάδων (ΠΜ), από το 86,10% το 2009 στο 68,57% το 2013 (το 2001 το ίδιο μέγεθος ήταν 75,33%).

Τα προαναφερθέντα νούμερα αποτελούν ένα μέτρο της πραγματικής σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας προς τις υπόλοιπες οικονομίες των κρατών της ΕΕ-15. Δηλαδή, το 2009, έτος κατά το οποίο σημειώθηκε το υψηλότερο επίπεδο πραγματικής σύγκλισης με την πλειονότητα των κρατών της ΕΕ-15 (εξαίρεση αποτελούν οι οικονομίες της Ισπανίας, της Ολλανδίας και της Πορτογαλίας, εκεί το υψηλότερο επίπεδο καταγράφηκε το 2004), στον μέσο Έλληνα ή στη μέση Ελληνίδα αντιστοιχούσε το 86,10% της παραγωγής του μέσου πολίτη της ΕΕ-15.

Το 2013 το αντίστοιχο μέγεθος ήταν της τάξης του 68,57%. Μικρότερη σχετική παραγωγή ταυτίζεται με μικρότερα σχετικά εισοδήματα (το εισόδημα είναι η απαίτηση που έχουμε για το προϊόν που παράγουμε, μικρότερη παραγωγή ισοδυναμεί με μικρότερο εισόδημα). Ανάλογες μειώσεις στο σχετικό ελληνικό κατά κεφαλήν εισόδημα καταγράφηκαν και με τις επιμέρους οικονομίες των κρατών της ΕΕ-15.

Η ελληνική οικονομία θα πρέπει να μεγεθύνεται με ρυθμούς τουλάχιστον κατά 2 με 3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερους σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ-15 έτσι ώστε σε 10 χρόνια από τώρα να προσεγγίσει τα επίπεδα της πραγματικής σύγκλισης που ίσχυαν το 2009.

Η σύγκριση με την Ιρλανδία

Η Eurobank συγκρίνει την ελληνική οικονομία με αυτήν της Ιρλανδίας. Το 2009 το κατά κεφαλήν πραγματικό (σε μονάδες κοινής αγοραστικής δύναμης PPS-EU28) Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΚΚΠΑΕΠ) της Ελλάδας ήταν στο 74,09% του ΚΚΠΑΕΠ της Ιρλανδίας. Με απλά λόγια, στον μέσο Ιρλανδό πολίτη αντιστοιχούσε παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών της τάξης των 100 μονάδων, ενώ στον μέσο Έλληνα προσεγγιστικά 74 μονάδων.

Στα επόμενα 4 χρόνια η ψαλίδα άνοιξε ακόμα περισσότερο και στο τέλος του 2013 στον μέσο Έλληνα αντιστοιχούσε παραγωγή 59 μονάδων σε σχέση με τις 100 μονάδες που αντιστοιχούσαν στον μέσο Ιρλανδό.

Σύμφωνα με την πραγματοποιηθείσα άσκηση για να επιστρέψουμε σε δέκα χρόνια από τώρα στα επίπεδα του σχετικού βιοτικού επιπέδου που ίσχυαν το 2009 θα πρέπει το ελληνικό ΚΚΠΑΕΠ να αυξάνεται με έναν ρυθμό κατά 2,29 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο σε σχέση με τον αντίστοιχο ιρλανδικό. Δηλαδή, αν η οικονομία της Ιρλανδίας μεγεθύνεται με ρυθμό της τάξης του 2%, η ελληνική οικονομία θα πρέπει να αυξάνει την εγχώρια κατά κεφαλήν παραγωγή της με ρυθμό της τάξης 4,29%. Επιπρόσθετα, γίνεται αντιληπτό πως η ταχύτερη επιστροφή στα επίπεδα πραγματικής σύγκλισης του 2009 απαιτεί και υψηλότερες διαφορές ανάμεσα στους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης της Ελλάδας και των άλλων κρατών. Στο παράδειγμα με την Ιρλανδία η προαναφερθείσα επιστροφή μέσα σε έναν χρονικό ορίζοντα 8 ετών,6, ή 4 χρόνων είναι συμβατή με διαφορές στους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης των 2,87, 3,85 και 5,82 ποσοστιαίων μονάδων αντίστοιχα.

Μέσω αυτής της απλής άσκησης γίνεται αναντίρρητα αποδεκτό ότι η ελληνική οικονομία για να επανέλθει στα προ ύφεσης επίπεδα πραγματικής σύγκλισης δεν αρκεί απλώς να μεταβεί σε θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Απαιτούνται σχετικά υψηλοί ρυθμοί (υψηλότεροι από την παγκόσμια μακροχρόνια τάση του 2%) και χρόνος. Εξίσου σημαντικό στοιχείο είναι και το εξής:

To νέο υπόδειγμα οικονομικής μεγέθυνσης θα πρέπει να είναι μακροχρονίως βιώσιμο. Στην περίπτωση που ξαναζήσουμε (βλέπε για παράδειγμα την περίπτωση της οικονομίας της Αργεντινής) περιόδους όπως αυτές των ετών 1979-1995 (παρατεταμένη στασιμότητα) και 2007-2013 (απότομη και βαθιά συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής) τότε θα είναι πολύ δύσκολο (αν όχι αδύνατον) να καταφέρει η ελληνική οικονομία να πετύχει την πλήρη πραγματική σύγκλιση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v