Μετά από καθυστέρηση διετίας η κυβέρνηση αποφάσισε να ακολουθήσει την πεπατημένη των υπολοίπων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου ψηφίζοντας ρύθμιση η οποία μετατρέπει τον αναβαλλόμενο φόρο τραπεζών και θυγατρικών τους (factoring και leasing) σε φορολογική πίστωση (tax credit).
Με τη νέα ρύθμιση οι τράπεζες δεν θα κινδυνεύουν να χάσουν με τη συμπλήρωση 5ετίας (από τη χρήση του 2016 και μετά) τον αναβαλλόμενο φόρο που δεν συμψηφίστηκε με κέρδη.
Η ρύθμιση προβλέπει τη μετατροπή σε φορολογική απαίτηση και τη δυνατότητα συμψηφισμού σε βάθος 30ετίας.
Το πρώτο όφελος, επομένως, για τις τράπεζες είναι καθαρά φορολογικό.
Ακόμη και στην ακραία περίπτωση που δεν επιβεβαιωθούν τα εγκεκριμένα πλάνα αναδιάρθρωσης και οι τράπεζες δεν εμφανίσουν κέρδη από τη χρήση του 2015 (η ΕΤΕ εμφανίζει ήδη) ο αναβαλλόμενος φόρος δεν χάνεται.
Το μεγάλο θέμα, όμως, για την αγορά είναι το κεφαλαιακό «μαξιλάρι», που προσθέτει η ρύθμιση εν όψει του stress test.
Όπως έχει αναφέρει το Euro2day.gr στις 31/6 οι τράπεζες είχαν αναγνωρίσει, λογιστικά, αναβαλλόμενο φόρο περίπου 12,8 δισ. ευρώ.
Στις δράσεις μετριασμού των κεφαλαιακών αναγκών που θα προκύψουν από το stress test θα συνυπολογισθεί η θετική διαφορά λόγω της μετατροπής του αναβαλλόμενου σε απαίτηση.
Mε τα υφιστάμενα δεδομένα η ΕΚΤ αναγνωρίζει ως εποπτικά κεφάλαια στο stress test το 100% του αναβαλλόμενου φέτος, το 90% το 2015 και το 80% το 2016. Με τη νέα ρύθμιση δεν θα επέλθει απομείωση της τάξης του 10% για το 2015 και το 2016.
Επομένως προκύπτει θετική διαφορά της τάξης των 2,5 δισ. ευρώ.
Το κεφαλαιακό μαξιλάρι, όμως, μπορεί να διευρυνθεί σημαντικά, από την εν εξελίξει άσκηση προσομοίωσης.
Όσο μεγαλύτερες προβλέψεις και διαγραφές πάρουν οι τράπεζες με βάση την αξιολόγηση της ποιότητας ενεργητικού από την ΕΚΤ (AQR), τόσο θα μεγαλώνει και η φορολογική απαίτηση καθώς έχουν τη δυνατότητα να εκπίπτει το 26% της ζημίας πιστωτικού κινδύνου.
Γι' αυτό και η αιτιολογική έκθεση αναφέρει διπλωματικά ότι στόχος της ρύθμισης είναι «να περιορισθεί η πιθανότητα ανάγκης ανακεφαλαιοποίησης των εποπτευόμενων ιδρυμάτων εν όψει της τρέχουσας αξιολόγησης που πραγματοποιεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναφορικά με την επάρκεια εποπτικών κεφαλαίων».
Άρα όσοι ξένοι οίκοι σπεύδουν να αναφέρουν ότι το κεφαλαιακό μαξιλάρι περιορίζεται σε 2 - 2,5 δισ. ευρώ κινδυνεύουν απλώς να «φωτογραφήσουν» το όφελος με βάση την εικόνα των δημοσιευμένων στοιχείων της 30ής Ιουνίου.
Στον αντίποδα εκτιμήσεις όπως αυτή της Citigroup (έκανε λόγο για μαξιλάρι ασφαλείας 10 δισ. ευρώ από το tax credit) υπολογίζουν την πρόσθετη κεφαλαιακή στήριξη μετά και τις νέες προβλέψεις και διαγραφές που θα φέρει το stress test.
Πρακτικά εκτιμούν ότι θα υπάρξουν ζημίες πιστωτικού κινδύνου της τάξης των 28 - 29 δισ. ευρώ και οι τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να εκπέσει το 26% της ζημίας (ως 7,5 δισ.) σε βάθος 30ετίας.
Πρόκειται για σενάριο που δεν θέλει να ζήσει η αγορά καθώς οι κεφαλαιακές ανάγκες θα είναι υψηλές και απλά το tax credit θα τις περιορίσει κατά περίπου 30%.