Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

ΙΟΒΕ: Τρεις προϋποθέσεις για έξοδο στις αγορές

Για συμπληρωματικότητα της χρηματοδότησης της χώρας από ΕΕ και αγορές κάνει λόγο το ΙΟΒΕ. Αυξάνεται ο κίνδυνος ατυχήματος για την οικονομία, αναφέρει η τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου. Οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και η ανάγκη πολιτικής σταθερότητας.

ΙΟΒΕ: Τρεις προϋποθέσεις για έξοδο στις αγορές

Την ελπίδα ότι η χώρα θα βγει στις αγορές εξέφρασε νωρίς το μεσημέρι της Τρίτης ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας.

Ωστόσο έσπευσε να σημειώσει ότι για να γίνει αυτό θα πρέπει να υπάρξουν τρεις προϋποθέσεις: να έχει ολοκληρωθεί η τρέχουσα αξιολόγηση, το κλίμα στις διεθνείς αγορές να είναι καλό και, τρίτος και σημαντικότερος παράγοντας όπως είπε, να υπάρχει συμπληρωματικότητα χρηματοδότησης από την Ε.Ε. και τις αγορές.

Ο ίδιος σημείωσε ότι όλοι αυτοί οι παράγοντες αποτελούν την αναγκαία συνθήκη που θα δώσει την απαραίτητη εμπιστοσύνη στους ξένους να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα στην αρχή.

Ο κ. Βέττας σημείωσε επίσης ότι αυτήν τη στιγμή υπάρχει αρκετά μεγάλη διαφορά στο πώς οι ξένοι μεταχειρίζονται τον βραχυπρόθεσμο και τον μακροπρόθεσμο δανεισμό. Τονίζοντας ότι «ο στόχος είναι η χώρα να μπορεί να δανείζεται σε χαμηλό επιτόκιο μακροπρόθεσμα. Ακόμη είναι τελείως σαφές ότι η χώρα βαδίζει ώστε να είναι σε 10 χρόνια σε ένα απόλυτα ασφαλές σημείο, ενώ βραχυπρόθεσμα υπάρχουν περισσότερες διασφαλίσεις». Ο ίδιος ανέφερε επίσης ότι η έξοδος στις αγορές δεν θα πρέπει να είναι στόχος, θα πρέπει να είναι το μέσο.

Ο επιστημονικός σύμβουλος του ΙΟΒΕ Άγγελος Τσακανίκας αναρωτήθηκε σε ποια τιμή θα πάρουμε τα 9 δισ. ευρώ από τις αγορές.

Από την πλευρά του ο κ. Τάκης Αθανασόπουλος εστίασε στην ανάγκη να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις, σημειώνοντας ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν προέκυψαν από το μνημόνιο, αντίθετα το μνημόνιο προέκυψε από την αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να κάνει μεταρρυθμίσεις.

Τα δύο μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η οικονομία, όπως είπε ο ίδιος, είναι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα και η μεγάλη διαφθορά. Για να συμπληρώσει ότι η ελληνική οικονομία είναι η λιγότερο ανταγωνιστική από όλες τις χώρες της Ε.Ε. και η 7η λιγότερο ανταγωνιστική από τις 9 βαλκανικές χώρες. Οι μόνες χώρες που είναι πίσω από την Ελλάδα, είπε ο κ. Αθανασόπουλος, είναι η Αλβανία και η Σερβία. Σημείωσε ότι πρέπει να αναλάβουμε την πλήρη ευθύνη για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία.

«Δεν αξίζει να είμαστε η τελευταία χώρα των Βαλκανίων», είπε ο κ. Αθανασόπουλος, για να συμπληρώσει: «Το κόστος θα είναι πολύ μεγάλο, θα πρέπει να εξασφαλίσουμε ένα δίχτυ ασφαλείας. Η στρατηγική η οποία θα οδηγήσει στην έξοδο που πρέπει να ακολουθήσουμε πρέπει να εστιάσει σε δραστικές μεταρρυθμίσεις και υποστήριξη των αδύναμων κοινωνικών μονάδων». «Όσο καθυστερούμε, τα πράγματα θα γίνονται πιο δύσκολα για τους νέους ανθρώπους και τις επόμενες γενιές», είπε ακόμα.

Σε ό,τι αφορά τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ για την ανάπτυξη τη φετινή χρονιά, τα στελέχη του Ιδρύματος ανέφεραν ότι θα κινηθεί θετικά στο 0,7%, αν και εκτίμησαν ότι αυτό θα είναι το ταβάνι, ενώ η ανεργία θα αποχωρήσει στο 26,7%.

Αυξάνεται ο κίνδυνος ατυχήματος για την οικονομία

Οι αναλυτές του ΙΟΒΕ αποδίδουν το αρνητικό κλίμα στην αύξηση του πολιτικού κινδύνου, στην καθυστέρηση ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων και στην υποχώρηση των προοπτικών ανάπτυξης και ειδικότερα στην Ευρώπη, όπως και στην αύξηση των γεωπολιτικών κινδύνων στην περιοχή. Ειδικά για τον πολιτικό κίνδυνο αναφέρεται πως «από τις ευρωεκλογές και μετά έχει κυριαρχήσει σταδιακά στον πολιτικό διάλογο η προοπτική αναίρεσης των κύριων χαρακτηριστικών της οικονομικής πολιτικής».

«Δημιουργήθηκε η εικόνα», αναφέρεται στην έκθεση, «ότι μάλλον δεν υπάρχει η πρόθεση ή η δυνατότητα ουσιαστικής εφαρμογής και εμβάθυνσης των δομικών μεταρρυθμίσεων, ότι στο επίπεδο της δημοσιονομικής ισορροπίας η πίεση για άκριτες μειώσεις φόρων μπορεί να δημιουργήσει μελλοντικούς κινδύνους, ενώ στο επίπεδο της εξωτερικής χρηματοδότησης δόθηκε μεγάλη έμφαση στην άμεση απεμπλοκή από τη συμφωνία με τους επίσημους πιστωτές και εταίρους, ακόμη και αν μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να συνοδεύεται από πρόσθετο κόστος και ρίσκο. Θα έλεγε κανείς ότι σε μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας κυριάρχησε η επιθυμία επιστροφής στις οικονομικές συμπεριφορές που οδήγησαν στην κρίση. Υπό αυτό το πρίσμα, τόσο η αδυναμία προσέλκυσης επενδύσεων όσο και ειδικότερα η πρόσφατη ακραία πίεση στις αγορές ομολόγων και στην κεφαλαιαγορά είναι ευεξήγητες».

Στο ΙΟΒΕ πιστεύουν πως «ο δρόμος που ανοίγεται για την ελληνική οικονομία δεν προβλέπεται να είναι ευθύγραμμος αλλά μπορεί να είναι πολύ θετικός» υπό πέντε προϋποθέσεις:

Πρώτον, «πρέπει να τονισθεί πως μια πολιτική ανάπτυξης μέσω στροφής σε δημοσιονομική χαλάρωση και ελλείμματα δεν είναι εφικτή και ότι αυτό δεν οφείλεται στην τρέχουσα συμφωνία με τους εταίρους. Η δημοσιονομική πειθαρχία απαιτείται για την παραμονή στο κοινό νόμισμα σε κάθε περίπτωση και είναι το απαραίτητο και εύλογο κόστος για τη σταθερότητα που αυτό το νόμισμα προσφέρει. Ακόμη και μετά τη λήξη της μνημονιακής συμφωνίας, λοιπόν, η Ελλάδα θα βρίσκεται υπό δημοσιονομική επιτήρηση και συντονισμό με τους εταίρους, όπως άλλωστε και οι άλλες χώρες της ευρωζώνης. Επιπλέον, μελλοντικά, και εκτός προγράμματος επίσημης χρηματοδότησης, η αυστηρότερη επιτήρηση και ο έλεγχος θα προέρχονται από τους ίδιους τους ιδιώτες επενδυτές, δηλαδή από τις αγορές.

Δεύτερον, η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης το συντομότερο δυνατό και για τα επόμενα χρόνια αποτελεί την κομβική προϋπόθεση ώστε να μην εκτροχιασθεί το πρόγραμμα προσαρμογής. Αυτοί οι υψηλοί ρυθμοί απαιτούν σημαντική αύξηση των επενδύσεων και, δεδομένου του ύψους της απαιτούμενης αύξησης, αυτή θα πρέπει να προέλθει από πολλές και διάφορες πηγές. Όπως είναι φυσικό, η προσέλκυση επενδύσεων προϋποθέτει αφενός ένα ελάχιστο επίπεδο πολιτικής σταθερότητας και συναίνεσης ως προς τους κύριους στόχους της οικονομικής πολιτικής, αφετέρου επιμονή σε μεταρρυθμίσεις που θα αμβλύνουν τα εμπόδια εισόδου στις αγορές. Η μη επίτευξη επαρκώς υψηλών ρυθμών ανάπτυξης ήδη από το επόμενο έτος θα δημιουργούσε σημαντικά προβλήματα στη χρηματοδότηση της χώρας και στην εκτέλεση του προϋπολογισμού. Δεν υπάρχει η πολυτέλεια του εφησυχασμού και της καθυστέρησης.

Τρίτον, η συνολική βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους συναρτάται στενά με την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και δεν μπορεί να εξετάζεται σε κανένα άλλο πλαίσιο. Ακόμη και αν επιτυγχανόταν μια πολύ σημαντική εφάπαξ μείωσή του, το χρέος δεν θα ήταν βιώσιμο εάν δεν υπήρχε εμπιστοσύνη για τη χώρα και υψηλά επίπεδα επενδύσεων. Αντίστροφα, μια σχετικά ηπιότερη πορεία συστηματικής απομείωσης της παρούσας πραγματικής αξίας του χρέους θα μπορούσε να εγγυηθεί τη βιωσιμότητά του εάν λειτουργούσε ως μοχλός για προσέλκυση επενδύσεων.

Τέταρτον, η απεμπλοκή από τη μνημονιακή συμφωνία αποτέλεσε το κέντρο της πρόσφατης πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά θα είναι το κύριο ζήτημα ενδιαφέροντος και στο προσεχές διάστημα. Εφόσον ο σαφής στόχος είναι η παραμονή στην ευρωζώνη, η απεμπλοκή αυτή είναι εύλογο να γίνει σταδιακά. Σε σύγκριση με εναλλακτικές οδούς, η έως τώρα συμφωνία συνολικά έφερε οφέλη και στην ελληνική οικονομία και στην ευρωπαϊκή, καθώς απέτρεψε την κατάρρευση. Όμως υπήρξαν και σημαντικά στοιχεία αποτυχίας: οι μεταρρυθμίσεις θα έπρεπε να προωθηθούν με μεγαλύτερη ένταση και καλύτερη στόχευση και η μεταφορά στο νέο παραγωγικό πρότυπο θα έπρεπε να υποστηριχθεί ως επείγουσα προτεραιότητα, ώστε η ύφεση να είναι πολύ μικρότερη και το χρέος ευκολότερα διαχειρίσιμο.

Ως ένα επόμενο βήμα, μπορεί να προωθηθεί το συντομότερο μια νέα, αμοιβαία, επωφελής συνεννόηση ανάμεσα στην ελληνική πλευρά και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή θα πρέπει να έχει ως στόχο τη διόρθωση των αστοχιών που έχουν πλέον παρατηρηθεί και κυρίως την ομαλή σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με το κέντρο της ευρωζώνης. Αξίζει να διερευνηθούν ορισμένα από τα κύρια χαρακτηριστικά που μια τέτοια συνεννόηση πρέπει να έχει, ανεξάρτητα από την ακριβή θεσμική έκφραση που μπορεί να αναζητηθεί για αυτή.

Ρητή βάση για την επόμενη συνεννόηση πρέπει να αποτελεί το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας, με έμφαση στην εξωστρέφεια, την καινοτομία και τις επενδύσεις που θα τις στηρίζουν. Από την ελληνική πλευρά, πρέπει να υπάρξει δέσμευση για τις απαραίτητες δομικές μεταρρυθμίσεις, με προτεραιότητα σε όσες βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα. Είναι σημαντικό μια συμφωνία για τις μεταρρυθμίσεις να περιγράφει σαφείς και μετρήσιμους στόχους, που όμως θα είναι συνολικοί. Θα πρέπει, δηλαδή, να αποτελέσει αντικείμενο και ευθύνη της ελληνικής πλευράς το πώς ακριβώς θα επιδιώξει την επίτευξη του κάθε στόχου. Άλλωστε, η έως τώρα λεπτομερής εποπτεία, συχνά σε επίπεδο περιπτωσιολογίας, αποδείχθηκε μάλλον αναποτελεσματική. Απαιτείται διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας που έχει συμφωνηθεί, χωρίς όμως περαιτέρω προσαρμογή, καθώς μια τέτοια θα λειτουργούσε μάλλον αρνητικά για τις επενδύσεις, τις μεταρρυθμίσεις και τελικά για την ανάπτυξη.

Από την πλευρά των πιστωτών και εταίρων, θα πρέπει να διασφαλισθεί ότι το βάρος εξυπηρέτησης του χρέους θα παραμένει επαρκώς χαμηλό για το ορατό μέλλον. Επίσης, θα πρέπει να υπάρχει ποικιλοτρόπως υποβοήθηση κατάλληλων επενδύσεων τόσο για τις απαραίτητες υποδομές όσο και για μακροχρόνιες ιδιωτικές παραγωγικές επενδύσεις. Συμπληρωματικά, θα πρέπει να εξασφαλισθεί μια δυνητική πιστωτική υποστήριξη, για χρήση στην περίπτωση που, παρά την επίτευξη μεταρρυθμιστικής προόδου, υπάρξει πρόσκαιρη και μη αναμενόμενη δυσχέρεια στη χρηματοδότηση της οικονομίας.

Είναι σαφές ότι η καρδιά μια τέτοιας συνεννόησης είναι οι μεταρρυθμίσεις που θα εκφράζουν το νέο αναπτυξιακό πρότυπο. Βέβαια η έννοια της μεταρρύθμισης έχει απαξιωθεί κατά την τρέχουσα κρίση, σταδιακά και για πληθώρα λόγων, που άλλοτε προκύπτουν από συνειδητή και ιδιοτελή άρνηση, και άλλοτε από αστοχίες και αδυναμία εφαρμογής. Η άρνηση όμως των μεταρρυθμίσεων στην ουσία αντιπροσωπεύει το συμβιβασμό με την ιδέα ότι η ελληνική οικονομία έχει χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα από τους εταίρους της για εγγενείς λόγους που δήθεν δεν μπορούν να αλλάξουν. Αντιθέτως η αλλαγή είναι όχι μόνο εφικτή αλλά και απαραίτητη και συνολικά επωφελής για τους Έλληνες. Άλλωστε, είναι γενικά παραδεκτό ότι συνολικά η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας πρέπει να αυξηθεί, ώστε οι πολίτες της να διατηρήσουν, παρά τη σχετική δυσμενή δημογραφική δυναμική, το επίπεδο ευημερίας τους.

Σε κάθε κράτος-μέλος οι προτεραιότητες μπορεί και πρέπει να είναι διαφορετικές - για την Ελλάδα που η απόσταση που πρέπει να καλύψει είναι σχετικά μεγαλύτερη, ο κύριος στόχος πρέπει να είναι η μείωση των εμποδίων και η αύξηση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και η αλλαγή φύσης και ρόλου της δημόσιας διοίκησης, με δραστική μείωση της πολυνομίας και του διοικητικού βάρους για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις».

Πέμπτον, «εννοείται ότι ο δρόμος μιας νέας, αμοιβαία επωφελούς, συνεννόησης με τους Ευρωπαίους εταίρους περνάει μέσα και από την επίτευξη μιας έστω ελάχιστης πολιτικής σταθερότητας και συναίνεσης στη χώρα. Αυτή μπορεί να δράσει καταλυτικά για την τελική έξοδο από την κρίση και την έναρξη ενός θετικού κύκλου ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων και διατηρήσιμης ανόδου της οικονομίας. Ο εναλλακτικός δρόμος, μια εμμονή για επιστροφή στους προ κρίσης κανόνες και συμπεριφορές θα οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε μια νέα κρίση, πολύ βαθύτερη και από τη σημερινή».

*Η τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία δημοσιεύεται στη δεξιά στήλη "Συνοδευτικό Υλικό". 

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v