Alpha Bank: Από σύμπλεγμα καταδίωξης πάσχει το πολιτικό σύστημα

«Ζούμε ημέρες του 2011 και χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να μην επαναληφθεί η ιστορία», σημειώνει η Alpha Bank. Κοντόφθαλμη η πολιτική της τρόικας αλλά πρέπει να υπάρξει συμφωνία. Ζημιά θα φέρει στη χώρα η αύξηση του ΦΠΑ στα ξενοδοχεία.

Alpha Bank: Από σύμπλεγμα καταδίωξης πάσχει το πολιτικό σύστημα

Η αβεβαιότητα λόγω των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων με την Τρόικα λαμβάνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, χωρίς λόγο και αιτία, αποδυναμώνοντας τις προσδοκίες για τις καλές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και θέτοντας, έτσι, σε κίνδυνο την ανάκαμψη, υποστηρίζει η Alpha Bank στην εβδομαδιαία έκθεσή της. 

«Ζούμε ημέρες του 2011 και χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να μην επαναληφθεί η ιστορία. Και τότε η ελληνική οικονομία είχε αρχίσει κάπως να ανακάμπτει στο 3ο τρίμηνο του 2011, μόνο και μόνο για να ξαναπέσει σε βαθύτερη ύφεση καθώς άρχισε η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους και την έξοδο της χώρας από το Ευρώ, στην βάση πολιτικών αποφάσεων από τις μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης. Είναι νωπή η αλήστου μνήμης πρόταση για «κούρεμα» 20% της καθαρής παρούσης αξίας χρέους το καλοκαίρι του 2011, που λίγους μήνες μετά, χωρίς να έχει αλλάξει τίποτα ουσιαστικά, και με πλήρη τεχνοκρατική στήριξη από το ΔΝΤ, μετατράπηκε σε ανάγκη για «κούρεμα» 80%. Έτσι, οδηγηθήκαμε σε πολιτική κρίση, απώλεια εμπιστοσύνης, διαρροή ρευστότητας εκτός τραπεζικού συστήματος, και διεύρυνση των δημοσιονομικών και χρηματοδοτικών κενών, σε μια καταστροφική πορεία αυτό-εκπληρούμενων προσδοκιών».

Η Τρόικα διαπραγματεύεται ως ή Ελλάδα να βρίσκεται στα πρόθυρα της οικονομικής αποσταθεροποίησης, ως εάν να υπάρχουν τεράστια ελλείμματα και χρηματοδοτικά κενά μόνιμου χαρακτήρα, και προβάλλει διάφορες αιτιάσεις αμφιβόλου σκοπιμότητας περί μη συμμόρφωσης. Αντίθετα, αυτό που θα ήταν επιθυμητό, uber ales, θα ήταν να διαφυλαχθεί το καλό οικονομικό κλίμα για να μπορέσει η χώρα να βγει οριστικά από την στενωπό της ύφεσης και της ανεργίας, σημειώνει.

Όπως αναφέρεται, όσες μεταρρυθμίσεις και να γίνουν, η μεταφορά πόρων από τους προστατευμένους τομείς στους εξωστρεφείς κλάδους της ελληνικής οικονομίας θα πάρει 1 με 2 γενιές για να πραγματοποιηθεί! Δεν πρόκειται να γίνει μέσα στο 2015! Τα τελευταία χρόνια απελευθερώνονται μαζικά πόροι (εργατικό δυναμικό και κεφάλαια) από τους διεθνώς μη εμπορεύσιμους κλάδους, που δεν είναι, όμως, δυνατό να απασχοληθούν στους διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους. Και δεν είναι ότι δεν έχουν ολοκληρωθεί οι μεταρρυθμίσεις. Υπάρχει τεράστιο πρόβλημα ασυμβατότητας, όχι μόνο των εξειδικεύσεων των εργαζομένων, αλλά και αυτής της ίδια της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Τα προσόντα των εργαζομένων που καθίστανται άνεργοι, καθώς κλείνουν οι επιχειρήσεις στους προστατευμένους κλάδους της οικονομίας δεν είναι απαραιτήτως αυτά που απαιτούνται στους δυναμικούς και εξωστρεφείς κλάδους της οικονομίας. Αλλά ούτε είναι εύκολο ένας επιχειρηματίας που είχε δραστηριότητα σε καφετέριες, για παράδειγμα, ξαφνικά να αρχίσει να παράγει αυτοκίνητα.

Συνεπώς, σημειώνει η Alpha Bank, το θέμα των μεταρρυθμίσεων μπορεί να είναι σημαντικό για να μειωθεί η πλασματική κερδοφορία των προστατευμένων κλάδων της οικονομίας αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ανεργία θα απορροφηθεί εν μια νυκτί. Θα πάρει αρκετό χρόνο και κόπο και εκπαίδευση και κατάρτιση και κεφάλαια και τεχνολογίες, για να γίνει ο μετασχηματισμός της οικονομίας προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.

Πρέπει να τα βρούμε με την τρόικα

Η οικονομική πολιτική που ασκείται σήμερα, κάτω από τον καταναγκασμό της Τρόικας (των πιστωτών μας, δηλαδή), είναι το αποτέλεσμα λανθασμένων επιλογών στο παρελθόν, σημειώνει η Alpha Bank. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα διακατέχεται από ένα σύμπλεγμα καταδίωξης, όπου ξένοι πιστωτές επιβουλεύονται την χώρα, αρνούμενοι να δουν τα πράγματα όπως τα βλέπουμε εμείς. Όσο και αν είναι αληθές ότι η Τρόικα ακολουθεί μία κοντόφθαλμη πολιτική σε σχέση με την Ελλάδα (βλέπει τα δένδρα και όχι το δάσος), αλλά τόσο είναι αληθές ότι η Ελλάδα πρέπει να συμφωνήσει με την Τρόικα.

Οι διαπραγματεύσεις γίνονται για να κερδίσουν και τα δύο μέρη, διαφορετικά δεν έχουν έννοια. Ο καταναγκασμός και η αδιαλλαξία δεν οδηγούν πουθενά. Καλώς κάνουμε, λοιπόν, και διαπραγματευόμαστε όσο πιο σκληρά γίνεται με την Τρόικα για να πετύχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, δεδομένων των προκαταλήψεων των δανειστών μας, που πολλές φορές οδηγούν το πλοίο στα βράχια για να μας σώσουν από την θαλασσοταραχή!

Από την άλλη πλευρά, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι δανειακές μας ανάγκες το 2015 (€16,5 δισ. μόνο σε χρεολύσια) χωρίς συμφωνία με την Τρόικα και χωρίς πρόσβαση στις αγορές, ακόμη και με σχεδόν μηδενικό συνολικό έλλειμμα όπως προβλέπει ο προϋπολογισμός του 2015, δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν στο σημερινό πλαίσιο λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ζώνη του Ευρώ, και μάλιστα με τις τράπεζες να χρηματοδοτούνται επιπλέον με άνω των €40 δισ. από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Μια διατάραξη των σχέσεών μας με την ΕΚΤ θα αυξήσει το κόστος του χρήματος και θα ανακόψει την πορεία ομαλοποίησης της ρευστότητας τώρα που η οικονομία ανακάμπτει. Ως εκ τούτου, η ιδέα ότι μπορεί να γίνει κάποιου άλλου είδους διαπραγμάτευση συμβατή με την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι μια χίμαιρα.

Τα πρωτογενή πλεονάσματα

Πολλοί θεωρούν δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν «αντέχει» πρωτογενή πλεονάσματα. Ένα πρωτογενές πλεόνασμα 4,5 π.μ. του ΑΕΠ θα επέτρεπε να πληρώνονται οι τόκοι και να απομένει και ένα αποθεματικό ασφαλείας για έκτακτες ανάγκες ή για να βελτιωθεί το κοινωνικό κράτος και να μειωθούν οι φόροι με τρόπο υγιή, χωρίς ελλείμματα και δανεικά, όπως γινόταν στο παρελθόν.

Πολλοί θεωρούν δυσβάστακτους τους τόκους στο δημόσιο χρέος, που διαμορφώνονται στο 4% του ΑΕΠ το 2016 στην περίπτωση της Ελλάδος, ενώ στην Πορτογαλία είναι 4,9% του ΑΕΠ, στην Ιταλία 4,6% του ΑΕΠ, και κάπως χαμηλότερα στην Ιρλανδία (3,8% του ΑΕΠ) και την Ισπανία (3,4% του ΑΕΠ). Με ποια λογική μπορεί να ισχυρισθεί κάποιος ότι, για παράδειγμα, οι Ιταλοί και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι μπορούν να εξυπηρετούν το χρέος και οι Έλληνες όχι; Καμία χώρα δεν προβάλει επιχειρήματα για να εξυπηρετεί το χρέος με ρήτρα ανάπτυξης. Σε τελική ανάλυση, μπορεί να είναι εθνικά ανεξάρτητη μια χώρα χωρίς ελλείμματα και δανεικά.

Σημειώνεται ότι ένα πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ είναι συμβατό με μια συγκεκριμένη πορεία αποκλιμάκωσης του χρέους προς ένα επίπεδο 118% του ΑΕΠ το 2022, και τίποτα παραπάνω. Μπορεί να είναι και μικρότερο, εάν η βιωσιμότητα του χρέους επιδιώκεται σε ένα πιο δεσμευτικό πλαίσιο, π.χ. εάν η δημοσιονομική πειθαρχία είναι νομικά κατοχυρωμένη. Μπορεί να είναι και μεγαλύτερο εάν οι παραδοχές στις οποίες στηρίζονται οι υπολογισμοί (π.χ. η συνεισφορά των ιδιωτικοποιήσεων στην κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού) δεν επαληθεύονται. Το άριστο μέγεθος του πρωτογενούς πλεονάσματος, όμως, θα προσδιορισθεί στο τέλος από τις αγορές, και όχι από τις ασκήσεις επί χάρτου για την βιωσιμότητα του χρέους.

Εάν η χώρα μπορεί να δανείζεται στις αγορές για τις ανάγκες που έχει, με το δημοσιονομικό ισοζύγιο να καταγράφει πρωτογενές πλεόνασμα 3% του ΑΕΠ, για παράδειγμα, τότε αυτό είναι το άριστο μέγεθος. Εάν όχι, τότε αυτό είναι ένδειξη ότι το 3% του ΑΕΠ δεν είναι αρκετά υψηλό. Αυτό θα κρίνεται χρόνο-χρόνο.

ΦΠΑ στον Τουρισμό

Κάθετα αντίθετη πάντως εμφανίζεται η Alpha Bank στην αύξηση του ΦΠΑ στα ξενοδοχεία «μάλλον νύχτα ελήφθη η απόφαση να προταθεί αύξηση του ΦΠΑ στις διανυκτερεύσεις ξενοδοχείων, και μάλιστα στη σημερινή συγκυρία που ο ελληνικός τουρισμός φαίνεται να απογειώνεται. Αντί να ανάψουμε όλοι ένα κεράκι στον Άγιο Τουρισμό που μας βγάζει σιγά-σιγά από την μέγκενη της ύφεσης, προσπαθούμε να καταστρέψουμε, ό,τι κτίσθηκε με κόπο τα τελευταία χρόνια, θυσιάζοντας στο βωμό μιας ανιστόρητης οικονομικής πολιτικής τη χρυσοτόκο όρνιθα του Τουρισμού. Η αύξηση του ΦΠΑ όχι μόνο θέτει τον ελληνικό τουρισμό σε ανταγωνιστικό μειονέκτημα, αλλά δεν πρόκειται να έχει παρά μικρή καθαρή θετική επίπτωση στα φορολογικά έσοδα, καθώς θα αντισταθμιστεί από χαμηλότερα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος λόγω πτώσης του ΑΕΠ, άμεση και έμμεση».

Οι πρόσφατες ανακοινώσεις για αύξηση του ΦΠΑ στο 13% από το σημερινό 6,5% δημιουργούν αναταράξεις στην τουριστική μας βιομηχανία. Ο ΣΕΤΕ εκτιμά ότι μία τέτοια ενέργεια θα υποσκάψει την ανταγωνιστικότητα του τουριστικού πακέτου και, ως εκ τούτου, θα συμβάλει σε μείωση των αφίξεων στα 20,3 εκατ. άτομα και των εισπράξεων στα €12,5 δισ., δηλαδή μια μείωση των εισπράξεων από το εξωτερικό κατά €1 δισ.

Πρακτικά, η αύξηση του συντελεστού ΦΠΑ στο 13% από το σημερινό 6,5%, κατά τον ΣΕΤΕ, θα αυξήσει τα έσοδα από ΦΠΑ κατά €283 εκατ. (κατά το ΥΠΟΙΚ €350 εκατ.). Το ΑΕΠ, όμως, θα μειωθεί κατά €1,4 δισ. περίπου, με την υπόθεση ότι μια μείωση στις εισπράξεις κατά € 1 δισ. αντιστοιχεί σε μια μείωση του ΑΕΠ από τον τουρισμό κατά €0,65 δισ. και μια μείωση του ΑΕΠ της χώρας κατά €1,44 δισ. (πολλαπλασιαστής 2,22 από την μελέτη του ΙΟΒΕ).

Με την υπόθεση ότι ο μέσος φορολογικός συντελεστής του φόρου εισοδήματος είναι κατ’ ελάχιστο 10%, η απώλεια των €1,4 δισ. του ΑΕΠ, οδηγεί σε απώλεια εσόδων της τάξης των €144 εκατ. Το ποσό αυτό αντισταθμίζει κατά 50% περίπου τα επιπλέον προσδοκώμενα έσοδα από την αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ.

Σημειώνεται ότι οι προαναφερόμενες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία μπορεί να είναι ακόμα μεγαλύτερες, διότι θα επηρεασθεί και ο εσωτερικός τουρισμός. Τέλος, μία πιθανολογούμενη αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ στα νησιά από 5%/9%/13% στο 6,5%/13%/23%, αναλόγως προϊόντος, μπορεί να αυξήσει μεν τα φορολογικά έσοδα, αλλά θα πλήξει τη ζήτηση στα μέρη αυτά όχι μόνο των τουριστών αλλά και του συνόλου του πληθυσμού των νησιών, με παράλληλη αρνητική επίπτωση στα φορολογικά έσοδα.

Συμπερασματικά, η αύξηση της φορολογίας στο τουριστικό πακέτο, κάνει την Ελλάδα λιγότερο ανταγωνιστική σε σχέση με άλλες γειτονικές χώρες, επηρεάζοντας άμεσα και έμμεσα το ΑΕΠ όπως και την απασχόληση, σε μία περίοδο που η χώρα έχει άμεση ανάγκη ενίσχυσης του ΑΕΠ και της απασχόλησης.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v