Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Βαρίδι για τις επενδύσεις το αχανές χωροταξικό πλαίσιο

Το ασαφές, πολύπλοκο και με αλληλοσυγκρουόμενες ρυθμίσεις πολεοδομικό και χωροταξικό πλαίσιο αποτρέπει τους επενδυτές, ενώ παράλληλα ενισχύει τη διαφθορά και τη συναλλαγή, σύμφωνα με μελέτη του Παρατηρητηρίου Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος του ΣΕΒ. Οι προτάσεις.

Βαρίδι για τις επενδύσεις το αχανές χωροταξικό πλαίσιο

Μέχρι και 78 μήνες, δηλαδή 6,5 χρόνια, μπορεί να χρειαστούν για την έκδοση ενός Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (ΓΠΣ) ή Χωροταξικού Σχεδίου, σύμφωνα με τη θεματική μελέτη του Παρατηρητηρίου Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος του ΣΕΒ που παρουσιάστηκε χθες.

Οι πολύπλοκες διαδικασίες, οι ασάφειες, οι αλληλοσυγκρουόμενες ρυθμίσεις στα διάφορα επίπεδα χωροταξικού σχεδιασμού και η απουσία σύνδεσης με τις αναπτυξιακές προτεραιότητες έχουν τεράστιο κόστος για τις επιχειρήσεις και την οικονομία, όπως αναφέρεται στη μελέτη. Προτείνονται, μάλιστα, 24 πρωτοβουλίες στον τομέα του χωρικού σχεδιασμού προκειμένου να ανατραπεί η σημερινή κατάσταση.

Όσο για τις εξαγγελίες, που επανέλαβε και χθες η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος (ΥΠΕΚΑ), οι επιχειρηματίες επισημαίνουν πως εκτός από την ψήφιση των νομοσχεδίων απαιτείται και η υπογραφή δεκάδων εφαρμοστικών διατάξεων που συνήθως καθυστερεί. 

Όπως είπε ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θεόδωρος Φέσσας «ο ελλειμματικός σχεδιασμός, η αβεβαιότητα και η ασάφεια στην οριστικοποίηση προβλέψεων, που διέπουν το υφιστάμενο σύστημα, όχι μόνο αποτελούν τροχοπέδη για την αδειοδότηση και τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων, αλλά αντανακλούν ασάφεια και ανασφάλεια δικαίου στη ρύθμιση του χώρου, των χρήσεων γης, των όρων δόμησης, με συνέπεια όλα αυτά να αποθαρρύνουν τους επενδυτές». Πρόσθεσε πως «η επιχειρηματικότητα, κυρίως σε ό,τι αφορά τις δραστηριότητες του δευτερογενούς τομέα, όχι μόνο δεν ενσωματώνεται επαρκώς στις διαδικασίες του χωρικού σχεδιασμού, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις κυριολεκτικά εκδιώκεται».

Στη μελέτη επισημαίνεται, ακόμα, η έλλειψη του κτηματολογίου και του δασολογίου, αλλά και η απουσία ενιαίας βάσης για τον καθορισμό του αιγιαλού και της παραλίας, όπως επίσης και περιοχών περιβαλλοντικής προστασίας. Η έλλειψη της υποδομής αυτού του είδους, «επιβαρύνει τους χρόνους ολοκλήρωσης των μελετών, και το κόστος τους αλλά και διατηρεί τον μεγάλο βαθμό εισχώρησης της υποκειμενικής κρίσης σε διοικητικές πράξεις, φαινόμενο το οποίο με τη σειρά του δημιουργεί το κατάλληλο πεδίο για την ευδοκίμηση αδιαφανών και περίπλοκων διαδικασιών στη διοίκηση».

Οι μεγάλες καθυστερήσεις στην αδειοδότηση επενδύσεων, χωρίς μάλιστα να υπάρχει δέσμευση για το πότε θα υπάρξει θετική ή αρνητική απάντηση, έχει τεράστιο κόστος. Σύμφωνα με τη μελέτη, «πολλές είναι οι περιπτώσεις που οι επενδυτές επισημαίνουν πως ακόμη και μία αρνητική απάντηση στο αίτημά τους θα λειτουργούσε εις όφελός τους, δεδομένου ότι σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούσαν να προγραμματίσουν τις επόμενες ενέργειές τους».

Στον τομέα πολιτικής που αφορά τον χωρικό σχεδιασμό, οι ρόλοι και οι αρμοδιότητες των εμπλεκόμενων σε κάθε επίπεδο σχεδιασμού «δεν είναι σαφώς διακριτοί, υπάρχει πλήθος εμπλεκόμενων χωρίς σαφείς και προδιαγεγραμμένες αρμοδιότητες και με το περιθώριο «οι πάντες να γνωμοδοτούν επί των πάντων». Το θέμα της γνωμοδότησης για θέματα πέραν του πεδίου αρμοδιότητάς τους μεγεθύνεται στις περιπτώσεις διαβούλευσης για τα χωρικά σχέδια, για την περιβαλλοντική αδειοδότηση (που επέχει και χαρακτήρα προέγκρισης χωροθέτησης) κ.ά.».

Οι περιπτώσεις φορέων στους οποίους καταγράφονται τα μεγαλύτερα προβλήματα, είναι «οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης Β’ βαθμού (Δήμοι), οι υπηρεσίες της αρχαιολογίας και οι δασικές υπηρεσίες. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως κατά την εκπόνηση των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων του ν. 2508/1997 και στα κατώτερα επίπεδα σχεδιασμού (πολεοδομικές μελέτες, πράξεις εφαρμογής κ.ά.) και συναρτάται άμεσα, αφενός με τη διοικητική κουλτούρα που έχει αναπτυχθεί στη χώρα μας και αφετέρου με τον τρόπο με τον οποίο καθορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία οι φορείς που εμπλέκονται, καθώς δεν είναι σαφώς ορισμένοι ως προς το ποιοι είναι, αλλά και ως προς τα όρια της γνωμοδοτικής τους αρμοδιότητας».

Οι προτάσεις

Στα μέτρα που προτείνονται περιλαμβάνονται η διαμόρφωση μετρήσιμης στρατηγικής και προγραμματισμός εφαρμογής, για το σύστημα χωρικού σχεδιασμού, η σαφής κατανομή ρόλων, αρμοδιοτήτων και ευθύνης των εμπλεκόμενων. Προτείνεται, επίσης, μεταξύ άλλων:

* Ενημέρωση των πολιτών και του επιχειρηματικού κόσμου για τη σημασία του σχεδιασμού, διαμόρφωση πλαισίου για τη διευκόλυνση της συμμετοχικής διαδικασίας κατά το χωρικό σχεδιασμό και διαμόρφωση εργαλείων παροχής κινήτρων σε επιλογές χωροθέτησης, ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη, να καταστεί ο χωρικός σχεδιασμός κοινωνικό ζητούμενο και να ενισχυθεί η κοινωνική συναίνεση.

* Σύσταση κεντρικού μηχανισμού για τη διασφάλιση της συνέργειας και συμπληρωματικότητας των χωρικών πολιτικών με άλλες πολιτικές (κλαδικές, αναπτυξιακές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές κ.λπ.).

* Τυποποίηση και προδιαγραφές σε ολόκληρο το φάσμα του συστήματος και έκδοση πρότυπων εντύπων.

* Επανεξέταση και αναπροσαρμογή θεσμικών προθεσμιών σε όλες τις διαδικασίες και τα επιμέρους στάδια, στην κατεύθυνση του περιορισμού του συνολικού χρόνου για την ολοκλήρωση των σχεδίων.

* Οριζόντιος και κάθετος συντονισμός μεταξύ των επιπέδων σχεδιασμού (έλεγχος συμβατότητας).

* Μόνιμο σύστημα παρακολούθησης εφαρμογής του συστήματος χωρικού σχεδιασμού και μόνιμος μηχανισμός παρακολούθησης και αξιολόγησης εφαρμογής των προβλέψεων (υποδομές και έργα).

* Ολοκλήρωση σημαντικών βάσεων χωρικών δεδομένων (κτηματολογίου, δασολογίου, του αρχαιολογικού κτηματολογίου, καθώς και αιγιαλού και παραλίας, περιοχών περιβαλλοντικής προστασίας) και διασύνδεσή τους με την ενιαία βάση δεδομένων χωρικού σχεδιασμού

* Κωδικοποίηση και απλοποίηση του θεσμικού πλαισίου χωρικού σχεδιασμού.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v