Eurobank: Βουτιά στην αποταμίευση έφερε η κρίση

Πτωτικά κινούνται οι αποταμιεύσεις, σημειώνει η Eurobank. Από το 2006 μέχρι και σήμερα υπήρξε σύγκλιση με την Ευρώπη ανάμεσα στους ακαθάριστους ρυθμούς επένδυσης (νοικοκυριών) των επί μέρους οικονομιών, αλλά δεν παρατηρήθηκε το ανάλογο φαινόμενο και στις αποταμιεύσεις.

Eurobank: Βουτιά στην αποταμίευση έφερε η κρίση

Στην ελληνική οικονομία, από το 2006 μέχρι και το 2010 ο ακαθάριστος ρυθμός αποταμίευσης των νοικοκυριών κυμάνθηκε ανάμεσα στο 1% και 6%. Την ίδια περίοδο, ο αντίστοιχος ακαθάριστος ρυθμός επένδυσης (π.χ. κατοικίες) ήταν μεγαλύτερος του 10%, σημειώνει η Eurobank στην εβδομαδιαία ανάλυσή της. 

Όπως καταγράφει στη συνέχεια, από τα τέλη του 2010 μέχρι και τις αρχές του 2013, ο ρυθμός αποταμίευσης κυμάνθηκε ανάμεσα στο 0% και 1% ενώ ο ρυθμός επένδυσης μειώθηκε σε επίπεδα κάτω του 10%. Τέλος, από το 1ο τρίμηνο του 2013 μέχρι και το 3ο τρίμηνο του 2014 ο ακαθάριστος ρυθμός αποταμίευσης πέρασε σε αρνητικά επίπεδα που προσεγγίζουν το -9%. Την ίδια περίοδο, ο ρυθμός επένδυσης σταθεροποιήθηκε σε επίπεδα ελαφρώς υψηλότερα του 5%.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των υφιστάμενων (και νέων) καταθέσεων διαμορφώθηκε στο 1,17% (1,12%) για το μήνα Φεβρουάριο. Από την πλευρά των δανείων το αντίστοιχο μέγεθος ήταν της τάξης του 5,19% (4,91%), συνεχίζοντας μια πτωτική πορεία.

Ως γνωστό, γράφει η Eurobank το επιτόκιο των καταθέσεων αποτελεί μεταβλητή η οποία επηρεάζει την απόφαση των νοικοκυριών για το ποσό του διαθέσιμου εισόδημά τους που θα αποταμιεύσουν και ως εκ τούτου για το ποσό που θα καταναλώσουν. Τα νοικοκυριά, αποταμιεύοντας στο παρόν ένα μέρος του διαθέσιμου εισοδήματός τους, ανταλλάσουν παρούσα κατανάλωση με μελλοντική κατανάλωση. Συνεπώς, αύξηση (μείωση) του επιτοκίου ισοδυναμεί με αύξηση (μείωση) του κόστους ευκαιρίας της παρούσας κατανάλωσης σε σχέση με τη μελλοντική, δηλαδή για κάθε μονάδα απόκτησης παρούσας κατανάλωσης, τα νοικοκυριά καλούνται να θυσιάσουν περισσότερες μονάδες μελλοντικής κατανάλωσης. Μέσω αυτού του οικονομικού συλλογισμού, η αύξηση (μείωση) της τιμής του επιτοκίου δημιουργεί κίνητρα στα νοικοκυριά για αύξηση (μείωση) της αποταμίευσής τους ή διαφορετικά για αύξηση (μείωση) της μελλοντικής σε σχέση με την παρούσα κατανάλωσή τους.

Η πτώση των επιτοκίων (ονομαστικά μεγέθη) των καταθέσεων είναι πολύ πιθανό να έχει μειώσει τα κίνητρα των νοικοκυριών για αποταμίευση. Ωστόσο, όπως τονίζει η ανάλυση, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι τα νοικοκυριά ενδιαφέρονται για την πραγματική απόδοση των αποταμιεύσεών τους και όχι για την ονομαστική. Δηλαδή, το σημαντικό στοιχείο δεν είναι πόσες επιπλέον νομισματικές μονάδες τους αποδίδει η επιλογή τους να αποταμιεύσουν αλλά πόση επιπρόσθετη αγοραστική δύναμη. Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, από το Μάρτιο 2013 μέχρι και σήμερα το φαινόμενο του αποπληθωρισμού (-0,85% για το 2013 και -1,39% για το 2014) δημιουργεί την τάση για αύξηση των πραγματικών αποδόσεων των καταθέσεων. Συνεπώς, η μείωση των κινήτρων για αποταμίευση λόγω πτώσης των ονομαστικών επιτοκίων αντισταθμίζεται σε ένα βαθμό από την πτώση του γενικού επιπέδου των τιμών, δηλαδή του αποπληθωρισμού.

Τέλος, θα πρέπει σημειωθεί ότι οι καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν αποτελούν τη μοναδική μορφή αποταμίευσης. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η αποταμίευση ορίζεται ως το ποσό του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών το οποίο δεν διοχετεύεται σε καταναλωτικές χρήσεις. Συνεπώς, το συγκεκριμένο ποσό μπορεί να κατανεμηθεί σε διάφορες αποταμιευτικές χρήσεις όπως, καταθέσεις, ομολογίες του δημοσίου (της εγχώριας κυβέρνησης ή και κυβερνήσεων από την αλλοδαπή), ομολογίες ιδιωτικών επιχειρήσεων (εγχωρίων ή από την αλλοδαπή), μετοχές επιχειρήσεων, κεφαλαιουχικά αγαθά (π.χ. κατοικίες) ακόμα και αποθησαυρισμός.

Οι συγκρίσεις

Συγκρίνοντας την Ελλάδα με την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Ισπανία, παρατηρείται σημαντική αρνητική απόκλιση στον ακαθάριστο ρυθμό αποταμίευσης των νοικοκυριών. Αντιθέτως, στον ακαθάριστο ρυθμό επένδυσης των νοικοκυριών παρατηρείται σύγκλιση.

Στην ελληνική οικονομία, από το 2006 μέχρι και το 2010 ο ακαθάριστος ρυθμός αποταμίευσης των νοικοκυριών κυμάνθηκε ανάμεσα στο 1% και 6%. Την ίδια περίοδο, ο αντίστοιχος ακαθάριστος ρυθμός επένδυσης (π.χ. κατοικίες) ήταν μεγαλύτερος του 10%. Στη συνέχεια, από τα τέλη του 2010 μέχρι και τις αρχές του 2013, ο ρυθμός αποταμίευσης κυμάνθηκε ανάμεσα στο 0% και 1% και ο ρυθμός επένδυσης μειώθηκε σε επίπεδα κάτω του 10%. Τέλος, από το 1ο τρίμηνο του 2013 μέχρι και το 3ο τρίμηνο του 2014 ο ακαθάριστος ρυθμός αποταμίευσης πέρασε σε αρνητικά επίπεδα που προσεγγίζουν το -9%. Την ίδια περίοδο, ο ρυθμός επένδυσης σταθεροποιήθηκε σε επίπεδα ελαφρώς υψηλότερα του 5%.

Είναι φανερό ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 μέχρι και σήμερα η αποταμιευτική συμπεριφορά των ελληνικών νοικοκυριών μεταβλήθηκε. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), κατά μέσο όρο κάθε χρόνο μειωνόταν το ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματός των νοικοκυριών που οδηγούταν σε αποταμιευτικές χρήσεις. Επιπρόσθετα, στο δεύτερο μισό της ελληνικής μεγάλης οικονομικής ύφεσης, δηλαδή 2010-2013, τα ελληνικά νοικοκυριά φαίνεται ότι πραγματοποίησαν δαπάνες καταναλωτικών αγαθών οι οποίες ήταν υψηλότερες από το διαθέσιμο εισόδημά τους. Το αρνητικό ποσοστό αποταμίευσης αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτήν την παρατήρηση.

Εκτός από το επίπεδο αποταμίευσης εξίσου σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και οι προτιμήσεις των νοικοκυριών.

Για παράδειγμα, νοικοκυριά που δίνουν πολύ μεγάλη βαρύτητα στην παρούσα κατανάλωση σε σχέση με την μελλοντική θα έχουν την τάση για δεδομένο επίπεδο επιτοκίου να αποταμιεύουν μικρό ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματός τους.
Επιπρόσθετα, όταν τα νοικοκυριά «συνηθίζουν» σε πολύ υψηλά επίπεδα κατανάλωσης για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε, σε περίπτωση μείωσης του εισοδήματός τους είναι λιγότερο πρόθυμα στο να μειώσουν κατά το ίδιο ποσό και την κατανάλωσή τους. Τουναντίον, προτιμούν να μειώσουν σε μεγάλο βαθμό τις επενδυτικές τους δαπάνες ή ακόμα και να δανειστούν για να μπορέσουν να διατηρήσουν μια ομαλή πορεία των καταναλωτικών τους δαπανών.

Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, εκτός από την πλευρά των δυνατοτήτων, δηλαδή της πραγματικής απόδοσης των αποταμιευτικών πόρων, ο ρόλος των προτιμήσεων μπορεί να αποτελεί άλλον έναν ερμηνευτικό παράγοντα της πτωτικής πορείας του ακαθάριστου ρυθμού των αποταμιεύσεων που παρατηρούμε στα στοιχεία.

Η ελληνική οικονομία παρουσίασε αρνητικό ακαθάριστο ποσοστό αποταμίευσης (νοικοκυριά) για το 2013 (-5,97%) ενώ τα αντίστοιχα μεγέθη για τις οικονομίες της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας ήταν της τάξης του 10,44%, 10,14% και 12,69% αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, ενώ από το 2006 μέχρι και σήμερα υπήρξε σύγκλιση ανάμεσα στους ακαθάριστους ρυθμούς επένδυσης (νοικοκυριών) των επί μέρους οικονομιών, δεν παρατηρήθηκε το ανάλογο φαινόμενο και στις αποταμιεύσεις. Το ποσοστό ακαθάριστης αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών διαρκώς μειωνόταν σε σχέση με τα αντίστοιχα των άλλων τριών οικονομιών. Αξίζει να αναφέρουμε πως τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2014 ο μέσος όρος του ρυθμού αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών αγγίζει το -9,42%.

Αυτό ισοδυναμεί με καταναλωτικές δαπάνες της τάξης του 109,42% του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Συνεπώς, τονίζει η Eurobank, τίθεται το εξής ερώτημα: Εφόσον το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών δεν επαρκεί για την πλήρη κάλυψη των καταναλωτικών τους δαπανών, από ποίες πηγές προέρχεται αυτή η επιπρόσθετη χρηματοδότηση; Ο πλούτος που συσσώρευσαν τα ελληνικά νοικοκυριά τα προηγούμενα χρόνια δύναται να αποτελέσει έναν ερμηνευτικό παράγοντα του προαναφερθέντος φαινομένου. Δηλαδή, επιλέγουμε να μειώσουμε τον πλούτο μας (π.χ. καταθέσεις, μετοχές, κατοικίες, ομολογίες κτλ.) έτσι ώστε να διασφαλίσουμε ένα ομαλό μονοπάτι για την καταναλωτική μας δαπάνη.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v