Κόστισε στην οικονομία η καθυστέρηση της αξιολόγησης

Η οικονομία δεν θα ανακάμψει αυτόματα, υποστηρίζει στην έκθεσή του. Ζητά βαθιές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές τόσο στη δομή (και ποιότητα) των δαπανών, όσο και στη δομή της φορολογίας.

Κόστισε στην οικονομία η καθυστέρηση της αξιολόγησης

Κόστος για την οικονομία έχει η καθυστέρηση της αξιολόγησης, διαπιστώνει το γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής στην τριμηνιαία έκθεσή του αν και επισημαίνει ότι «τα προβλεπόμενα μέτρα στη φορολογία και στο ασφαλιστικό θα επηρεάσουν υφεσιακά την οικονομία».

Όπως αναφέρει όμως δεν πρέπει να απομονώνεται η επίδραση αυτή για να ασκηθεί κριτική. Η υπό διαμόρφωση συμφωνία με τους θεσμούς πρέπει να κρίνεται συνολικά. «Με τη συμφωνία δημιουργούνται προϋποθέσεις για να αποτραπεί η παγίωση μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από αυξανόμενες επιβαρύνσεις του ιδιωτικού τομέα, μείωση των εισοδημάτων στο δημόσιο τομέα, περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, έξοδο επιχειρήσεων σε γειτονικές χώρες που φαίνεται ότι προσφέρουν καλύτερο πλαίσιο για τη δράση τους, έξοδο εκπαιδευμένων νέων σε αναζήτηση εργασίας και δυσλειτουργικές κρατικές δομές».

«Η οικονομία δεν θα ανακάμψει αυτόματα μετά την πρώτη αξιολόγηση και τις επενδύσεις από το πακέτο Juncker αν δεν εξαλειφθεί η αβεβαιότητα για την κατεύθυνση της πολιτικής στο μέλλον και, ειδικότερα, αν δεν αλλάξουν οι κανόνες διακυβέρνησης της χώρας και δε γίνουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις», σημειώνει.

Η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από το να εφαρμόσει το τρίτο «Μνημόνιο» (με τις κατάλληλες βελτιώσεις όπου αυτές είναι δυνατές). Αυτό άλλωστε έδειξε και η εμπειρία του α΄ εξαμήνου 2015 και του α΄ τριμήνου 2016. Σε ένα περιβάλλον αστάθειας και αβεβαιοτήτων, η Ελλάδα θα πρέπει να αποφύγει ο,τιδήποτε θα μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερη σύγχυση για το δέον γενέσθαι.

Όπως αναφέρεται η παράταση της διαπραγμάτευσης (που έπρεπε να είχε τελειώσει τον Οκτώβριο / Νοέμβριο 2015 σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα) είχε σημαντικό κόστος. Έτεινε επίσης να παγιώσει την απαισιοδοξία, δημιουργώντας συνθήκες που αποτρέπουν τη βελτίωση των πραγμάτων αμέσως μετά την αξιολόγηση».

Οι μεταρρυθμίσεις

Την περίοδο της διαπραγμάτευσης από τον Οκτώβριο 2015 μέχρι σήμερα (Απρίλιος 2016) έγιναν εμφανείς περαιτέρω δυσλειτουργίες στον πεδίο των μεταρρυθμίσεων, γράφει η έκθεση και μιλά για αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις που αλληλοαναιρούνται. Τυπικό παράδειγμα η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που τείνει να εξουδετερωθεί από την εκκρεμότητα των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Συχνά υποτιμάται ότι το τραπεζικό σύστημα υποφέρει από τη χαμηλή ποιότητα των δανείων του («κόκκινα δάνεια») παρά την ανακεφαλαιοποίηση που έγινε τον περασμένο Νοέμβριο. Έτσι δυσκολεύει η χορήγηση πιστώσεων στην οικονομία, σημειώνει η έκθεση

Τέλος, ο κρατικός μηχανισμός δεν έδειξε σε κρίσιμα μεταρρυθμιστικά ζητήματα την απαραίτητη συνοχή. Ορισμένες αποφάσεις του κυβερνητικού πυρήνα για εφαρμογή του Μνημονίου δεν τις «ενστερνίζονται» ισχυρά τμήματα του ευρύτερου μηχανισμού της κυβέρνησης, αναδεικνύοντας διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις, προσδοκίες της κοινωνικής βάσης και παραδόσεις. Αυτές οι διαφοροποιήσεις δεν βοηθούν την κυβέρνηση να εκπέμψει ένα μήνυμα σταθερότητας όσον αφορά στην κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και να άρει τη γενικευμένη δυσπιστία για τις προθέσεις της.

«Εκτιμούμε γενικότερα ότι το ζήτημα της ανάπτυξης δεν έχει ως τώρα την αναγκαία προτεραιότητα στην κυβερνητική πολιτική. Ας το διατυπώσουμε απλά: Η ανάπτυξη προϋποθέτει νέες επενδύσεις. Αυτές θα προέλθουν κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα, αφού ο δημόσιος έχει πλέον σαφή όρια. Οι ξένες επενδύσεις θα παίξουν κρίσιμο ρόλο. Αλλά τις επενδύσεις θα αποτρέπουν:

* όσον αφορά στην ελληνική πλευρά, η αβεβαιότητα για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής καθώς και η παράλειψη σοβαρών τομών σε δικαιοσύνη, γραφειοκρατία, φορολογικές υπηρεσίες ειδικότερα, τήρηση του νόμου, τράπεζες (μη εξυπηρετούμενα δάνεια κ.α.), ασφαλιστικό, ενέργεια και ιδιωτικοποιήσεις

* και όσον αφορά στους εταίρους, η εκκρεμότητα για τη ρύθμιση του δημοσίου χρέους».

Το «μείγμα πολιτικής»

Αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες πολιτικών επιλογών στη σημερινή κατάσταση, θέτουμε τέλος το ερώτημα αν το «μείγμα πολιτικής» του Μνημονίου, όπως συνήθως ορίζεται με βάση τη σχέση φορολογικών εσόδων και κρατικών δαπανών, θα αποτρέψει ή αναβάλει την επιστροφή στην ανάπτυξη. Το μείγμα σήμερα χαρακτηρίζεται από αύξηση των φόρων (βλ. πιο κάτω), αλλά σταθερότητα των κρατικών δαπανών.

Η αναμενόμενη αύξηση των φόρων (ΕΝΦΙΑ, φόρων εισοδήματος, καταναλωτικών φόρων) και ενδεχομένως ασφαλιστικών εισφορών λειτουργεί αντιπαραγωγικά στην πλευρά της προσφοράς και μειώνει τη ζήτηση. Για τον λόγο αυτό προτείνεται από διάφορες πλευρές (π.χ. ΕΚΤ) το βάρος να μετατεθεί στις δαπάνες. Αλλά και η μείωση των δαπανών θα έθιγε τη ζήτηση. Κατά τη γνώμη μας τα διλήμματα δεν μπορούν να λυθούν ικανοποιητικά σε ένα τόσο γενικό επίπεδο, αλλά θα πρέπει να εξετασθούν σοβαρά στο πλαίσιο αλλαγών τόσο στη δομή (και ποιότητα) των δαπανών, όσο και στη δομή της φορολογίας.

Ως προς τη δομή της φορολογίας, προεξέχουσα θέση κατέχει η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, που έχει τη μορφή μιας fata morgana, αφού διάφορα μέτρα που έχουν κατά καιρούς συζητηθεί (ηλεκτρονικές συναλλαγές κ.α.) παραμένουν μετέωρα. Το ίδιο ισχύει και για την αναδιάρθρωση των φορολογικών υπηρεσιών. Στον τομέα αυτόν σημειώνονται συνεχείς εμπλοκές. Και ο κίνδυνος είναι εμφανής τα νέα φορολογικά μέτρα που επιβαρύνουν τους πολίτες που ήδη φορολογούνται να επιδεινώσουν το οικονομικό κλίμα και να λειτουργήσουν ανασταλτικά για την ανάπτυξη μειώνοντας τις θετικές επιπτώσεις της αξιολόγησης, της εκταμίευσης των δόσεων κλπ.

Από την πλευρά της δομής των δαπανών, διαπιστώνουμε ακαμψίες, ακόμα και για θέματα που έχουν συμφωνηθεί με το Μνημόνιο, όπως η περικοπή των αμυντικών δαπανών. Διαπιστώνουμε, επίσης, ότι το κράτος προχωρεί σε εξοικονομήσεις στα λάθος σημεία: αναστέλλοντας την αποπληρωμή των προμηθευτών του και τις επιστροφές φόρων και συγκρατώντας ή περιορίζοντας τις επενδυτικές του δαπάνες. Με τον τρόπο αυτό υποσκάπτει την παραγωγική οικονομία.

Η εξοικονόμηση σε υγιείς βάσεις μπορεί να γίνει μόνο με σοβαρές μεταρρυθμίσεις π.χ. στη δημόσια διοίκηση, στην αιμορραγία των κρατικών επιχορηγήσεων, ακόμα και στην κοινωνική πολιτική (ώστε να φθάνει τους πραγματικά έχοντες ανάγκη), στο συνταξιοδοτικό ώστε να μειωθούν οικονομικά αδικαιολόγητες ρυθμίσεις για συντάξεις και έτσι να μειωθούν οι επιχορηγήσεις των ασφαλιστικών ταμείων από τον προϋπολογισμό κλπ.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v