Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Βαριά σκιά του ΔΝΤ πάνω από το Eurogroup

Σε εκταμίευση δόσης και... κάτι για το χρέος ελπίζει η ελληνική πλευρά στη συνεδρίαση των υπουργών μετά από ένα «δύσκολο» EwG. Υπό το βάρος της έκθεσης του ΔΝΤ η συζήτηση. Τι αποκαλύπτει το Ταμείο για την ελληνική οικονομία, τις ευθύνες των Ευρωπαίων και τις... κυβερνήσεις.

Βαριά σκιά του ΔΝΤ πάνω από το Eurogroup

Οι υπουργοί οικονομικών της ευρωζώνης συνεδριάζουν σήμερα στις Βρυξέλλες και καλούνται να λάβουν δυο ειδών αποφάσεις. Εύκολες και αναγκαίες από τη μία πλευρά, δύσπεπτες πολιτικά αλλά επίσης αναγκαίες για τη ριζική αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος, από την άλλη.

Στο πρώτο επίπεδο, οι ενδείξεις συγκλίνουν ότι σήμερα θα δρομολογηθούν οι διαδικασίες για την εκταμίευση δόσης 11 δισ. ευρώ.

Το ποσό αυτό επιμερίζεται σε 7,2 δισ. ευρώ για την κάλυψη των αναγκών εξυπηρέτησης του χρέους έως και τον Νοέμβριο και 3,8 δισ. ευρώ -ενδεχομένως με σταδιακή εκταμίευση στη βάση πληρωμών- για εξόφληση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου. Το ελληνικό ζήτημα φεύγει επί του παρόντος από το προσκήνιο, αφήνοντας χώρο και χρόνο στην Ευρώπη να διαχειριστεί τα υπόλοιπα πολλά προβλήματά της, τουλάχιστον έως τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο, όταν αναμένεται να αρχίσει η νέα αξιολόγηση.

Εδώ τελειώνουν τα «εύκολα», για τους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης, οι οποίοι νωρίτερα θα έχουν λάβει τα διαπιστευτήρια των θεσμών. 

Στο δεύτερο επίπεδο, τίθενται οι αποφάσεις για το χρέος. Θεωρείται πολύ δύσκολο, παρά τις τεράστιες πιέσεις που ασκεί το ΔΝΤ, να υπάρξει κάτι παραπάνω από πολιτική συμφωνία για άμεση ανάληψη δράσης. Η Γερμανία θέλει το ΔΝΤ μέσα στο παιχνίδι, αλλά δεν θέλει καν να σκέφτεται τις προϋποθέσεις τις οποίες θέτει το Ταμείο για να επιβιβαστεί στο άρμα του τρίτου Μνημονίου.

Οι διαφορές φάνηκαν και στη χθεσινή μαραθώνια συνεδρίαση του EwG, μετά την οποία παράγοντας της ευρωζώνης σημείωνε πως μέχρι στιγμής δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία με το ΔΝΤ, εκφράζοντας παράλληλα την ελπίδα ότι στο Eurogroup θα καταστεί δυνατή. 

Οι προτάσεις του ΔΝΤ, οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν χθες από το Ταμείο με την Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους, δεν θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί ότι ούτε στα πιο τρελά όνειρα της όποιας ελληνικής κυβέρνησης δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν.

Πρακτικά, το ΔΝΤ εισηγείται «κούρεμα» χρέους ίσο με 50% του ΑΕΠ ή περίπου 90 δισ. ευρώ, όχι απευθείας αλλά μέσω διαφόρων τεχνικών που οδηγούν πρακτικά στο ίδιο αποτέλεσμα. Παράταση της λήξης των δανείων έως και κατά 30 χρόνια, περιόδους χάριτος, σταθεροποίηση επιτοκίων στο 1,5%. Κάνοντας ένα βήμα παραπέρα μάλιστα, το ΔΝΤ σημειώνει πως αν οι παραδοχές ανάπτυξης (1,25%) και πρωτογενών πλεονασμάτων (1,5%) δεν επιβεβαιωθούν και υποχωρήσουν στο 1%, τότε θα απαιτούνται μηδενικά επιτόκια!

Στη Γερμανία και στους δορυφόρους της, οι προτάσεις του ΔΝΤ μοιάζει δεδομένο ότι προκαλούν πολιτική απέχθεια. Πόσο μάλλον όταν το Ταμείο εισηγείται οι λύσεις αυτές να δοθούν εδώ και τώρα, με τα νέα επιτόκια να διέπουν ακόμα και την εκταμίευση της επικείμενης δόσης. Παρότι σήμερα, ένα επιτόκιο 1,5% θα μπορούσε να θεωρηθεί ανεκτό για τον ESM, σε βάθος χρόνου είναι βέβαιο ότι οι φορολογούμενοι άλλων ευρωπαϊκών κρατών θα πρέπει να επωμιστούν τις ζημίες που θα υποστεί ο ESM.

Πρακτικά, θα πρέπει να πληρώνουν για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας. Πολιτικά αδύνατο να ληφθεί μια τέτοια απόφαση, πολύ περισσότερο τώρα.

Τι θα συμβεί αν δεν εφαρμοστεί η συνταγή του ΔΝΤ; Κατά την άποψη του Ταμείου, το δημόσιο χρέος το 2060 θα φτάσει στο 250% του ΑΕΠ και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα εκτοξευτούν στο 60% του ΑΕΠ. Δηλαδή, με τα σημερινά δεδομένα, η Ελλάδα θα χρειάζεται χοντρικά κοντά στα 110 δισ. ευρώ τον χρόνο μόνο για να εξυπηρετεί το χρέος της...

Πέρα όμως από τις εφιαλτικές προβλέψεις σε περίπτωση απραξίας, τις ενδεδειγμένες κατά το Ταμείο λύσεις και τις προϋποθέσεις συμμετοχής στο τρίτο πρόγραμμα, η χθεσινή Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους (Dept Sustainability Analysis) του ΔΝΤ έχει και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία.

Από έναν έμμεσο απολογισμό του Ταμείου για τις συνθήκες εντός των οποίων δύο φορές είπε ότι το χρέος της Ελλάδας είναι βιώσιμο και τώρα χτυπάει «καμπάνες», έως καρφιά για τις ευθύνες των Ευρωπαίων εταίρων στο ελληνικό δράμα αλλά και ευθείες βολές για τις ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων -της σημερινής περιλαμβανόμενης- για τη σπουδή τους να αυξάνουν φόρους και να κόβουν δαπάνες, χωρίς τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Το αφήγημα

Αρχικά το ΔΝΤ εξηγεί πώς μπήκε στο πρώτο Μνημόνιο το 2010. Το χρέος θεωρήθηκε βιώσιμο, αλλά χωρίς μεγάλες πιθανότητες, όταν υιοθετήθηκε το πρώτο πρόγραμμα τον Μάιο του 2010. Τότε εκτιμήθηκε ότι το δημόσιο χρέος θα φτάσει στο ανώτερο σημείο του στο 150% του ΑΕΠ (από 115%), αξιολογώντας τις επιδράσεις της εσωτερικής υποτίμησης στο ΑΕΠ, των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της απόφασης για αποχή από κούρεμα του χρέους του ιδιωτικού τομέα. Το τελευταίο αντανακλούσε ανησυχίες αναφορικά με συστημικά ρίσκα για την ευρωζώνη, απουσία ενός τείχους προστασίας, μεταξύ άλλων προβληματισμών.

Μόνο στη βάση υποθέσεων για φιλόδοξους στόχους ανάπτυξης και πρωτογενών πλεονασμάτων και στη συνέχεια, εσόδων από αποκρατικοποιήσεις, η ανάλυση χρέους θεωρούσε ότι το δημόσιο χρέος θα μπορούσε να γίνει βιώσιμο, υποστηρίζει το Ταμείο. Το ΔΝΤ δεν θεωρούσε αυτό το ενδεχόμενο αρκετά πιθανό να συμβεί και το Διοικητικό Συμβούλιο έδωσε την έγκρισή του μετά από αλλαγές στον κανονισμό κατ' εξαίρεση χρηματοδότησης, υπό τον κίνδυνο συστημικών επιπτώσεων, παρότι το χρέος δεν θεωρούνταν βιώσιμο. Κοινώς, έβλεπαν ότι το χρέος δεν ήταν βιώσιμο, αλλά το «αμπαλάρισαν» ως βιώσιμο υπό την απειλή διάχυσης των κινδύνων στην παγκόσμια οικονομία.

Το 2012 πάλι το ΔΝΤ κατέληξε ότι, υπό προϋποθέσεις, το χρέος ήταν βιώσιμο. Στο χθεσινό αφήγημα αφήνεται να εννοηθεί ότι αυτή τη φορά το «πλάνεψαν» οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι δεν έδωσαν την πρόσθετη ελάφρυνση χρέους η οποία χρειαζόταν, ενώ ήρθαν και τα προβλήματα πολιτικού βηματισμού να επιδεινώσουν την κατάσταση.

«Η πολύ βαθύτερη έναντι της αναμενόμενης ύφεση υπέδειξε την ανάγκη ελάφρυνσης χρέους την περίοδο 2011-12, προκειμένου να αποκατασταθεί η βιωσιμότητά του. Οι ιδιώτες επενδυτές αποδέχθηκαν μεγάλο κούρεμα, οι Ευρωπαίοι εταίροι έδωσαν επέκταση των ωριμάνσεων μειώνοντας τις πληρωμές τόκων ενώ και το ΔΝΤ δέχθηκε επέκταση των ωριμάνσεων». Η ελληνική κυβέρνηση -με την υποστήριξη των Ευρωπαίων- τότε επέμενε στους φιλόδοξους στόχους για ανάπτυξη, πλεονάσματα και έσοδα αποκρατικοποιήσεων, υποστηρίζοντας ότι υπήρχε ευρεία πολιτική στήριξη για την υλοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών. Παρά τη σημαντική ελάφρυνση χρέους και τις πολύ φιλόδοξες παραδοχές, η Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους ήταν χειρότερη σε σχέση με αυτή του 2010. Σε αυτό το πλαίσιο και λαμβάνοντας υπόψη τις νέες δεσμεύσεις από τους Ευρωπαίους εταίρους να παράσχουν πρόσθετη ελάφρυνση χρέους, εάν χρειαζόταν, το ΔΝΤ διατήρησε την εκτίμηση ότι το χρέος ήταν βιώσιμο, αν και όχι με μεγάλες πιθανότητες.

Σημαντικά προβλήματα στην εφαρμογή του προγράμματος προκάλεσαν μια απότομη επιδείνωση στις προοπτικές βιωσιμότητας, εγείροντας νέες αμφιβολίες αναφορικά με το κατά πόσο ρεαλιστικές ήταν οι πολιτικές παραδοχές, ιδίως από τα μέσα του 2014. Οι Αρχές ήλπιζαν σε ευρεία πολιτική στήριξη στο πρόγραμμα, οι ελπίδες όμως δεν επιβεβαιώθηκαν και τα προβλήματα εφαρμογής έγιναν αισθητά αμέσως μετά την έγκριση από το EFF (Extended Fund Facility), προκαλώντας μεγάλες καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των αξιολογήσεων.

Μόλις πέντε από τις 16 αξιολογήσεις οι οποίες είχαν προγραμματιστεί ολοκληρώθηκαν τελικά.

Τα προβλήματα συσσωρεύτηκαν από τα μέσα του 2014, με αναθεωρήσεις από την πλευρά του Ταμείου μετά την αλλαγή της κυβέρνησης στις αρχές του 2015. Το ΔΝΤ αναθεώρησε τις προβλέψεις για την Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους -τον Ιούνιο του 2015-, υποστηρίζοντας ότι οι συμφωνημένοι στόχοι για το 2020-22 θα «χάνονταν» κατά περισσότερο από 30 μονάδες του ΑΕΠ.

Η επιδείνωση αυτή αντανακλούσε σε μεγάλο βαθμό την αύξηση των χρηματοδοτικών αναγκών, καθώς υπήρχαν μόνο μικρές προς τα κάτω αναθεωρήσεις στους στόχους του DSA, δεδομένου ότι η νέα κυβέρνηση επέμενε -όπως και οι προκάτοχοί της- ότι θα κατάφερνε να συγκεντρώσει την πολιτική στήριξη για τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.

Το προσωπικό του Ταμείου επέμενε ότι παρέμεναν πολύ φιλόδοξοι οι στόχοι για τον ρυθμό ανάπτυξης και τα πρωτογενή πλεονάσματα και υπήρχαν σοβαροί κίνδυνοι, δεδομένων των εμφανών προβλημάτων εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων. Επέμενε παράλληλα ότι οι στόχοι-κλειδιά θα έπρεπε να μειωθούν σε ένα πρόγραμμα το οποίο το ΔΝΤ θα μπορούσε να υποστηρίξει, εκτός εάν υπήρχε εμπροσθοβαρής πολιτική στήριξη για τις φιλόδοξες πολιτικές πρωτοβουλίες».

Το καλοκαίρι του 2015

Ο κόμπος φαίνεται να έφτασε στο χτένι το καλοκαίρι του 2015, όταν πλέον το ΔΝΤ φαίνεται να ξεκαθάρισε ότι δεν θα μπει στο νέο πρόγραμμα για την Ελλάδα, παρά μόνο εφόσον το χρέος είναι πραγματικά βιώσιμο.

Οι εξελίξεις από το περασμένο καλοκαίρι και μετά έδειξαν ότι οι ανακατατάξεις σε καθοριστικές πολιτικές και οι παραδοχές της Ανάλυσης Βιωσιμότητας Χρέους δεν μπορούσαν άλλο να αναβληθούν, προκειμένου η Ανάλυση να παραμείνει αξιόπιστη.

Παρότι υπάρχει πρόοδος σε ορισμένα πεδία του νέου προγράμματος το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή τον Αύγουστο του 2015 με τη στήριξη του ESM και τα αποτελέσματα σε όρους ΑΕΠ και πρωτογενούς πλεονάσματος ήταν πέρυσι καλύτερα από ό,τι αναμενόταν, η κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει να κινητοποιήσει την απαραίτητη πολιτική στήριξη για τις μεταρρυθμίσεις οι οποίες είναι απαραίτητες για να διατηρηθούν οι φιλόδοξες παραδοχές της Ανάλυσης Βιωσιμότητας Χρέους του Ιουνίου 2015 για δραματική, ταχεία και διατηρήσιμη βελτίωση της παραγωγικότητας και των δημοσιονομικών επιδόσεων.

Απαιτείται αλλαγή στόχων - ευθύνες στην κυβέρνηση

Σε όλους τους κρίσιμους τομείς -δημοσιονομικό, σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, εργασιακό, αγορά προϊόντων και υπηρεσιών- οι τρέχουσες πολιτικές της κυβέρνησης είναι πολύ μακριά από αυτά που απαιτούνται για να επιτευχθούν οι φιλόδοξοι στόχοι για ανάπτυξη και πρωτογενή πλεονάσματα. Κατά συνέπεια, το προσωπικό του ΔΝΤ πιστεύει ότι η ανακατάταξη των παραδοχών με βάση τα πειστήρια πολιτικών και κοινωνικών περιορισμών στον ρυθμό και στην έκταση της προσαρμογής που απαιτείται θα πρέπει να αλλάζει τις παραδοχές στο DSA για το πρωτογενές πλεόνασμα και τον ρυθμό ανάπτυξης ως εξής:

1. Πρωτογενή πλεονάσματα. Η δημοσιονομική χαλάρωση η οποία καταγράφηκε από τα μέσα του 2014 αντανακλά σε μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι η προσαρμογή τα προηγούμενα χρόνια βασίστηκε κυρίως στη διεύρυνση ήδη υψηλών φορολογικών συντελεστών, οι οποίοι επιβάλλονται σε μια ρηχή φορολογική βάση και σε περικοπές δαπανών οι οποίες δεν συνοδεύτηκαν από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Με τα ποσοστά φορολογικής συμμόρφωσης να υποχωρούν και τις δαπάνες να έχουν ήδη συμπιεστεί, το προσωπικό πιστεύει ότι η πρόσθετη προσαρμογή την οποία χρειάζεται η Ελλάδα προκειμένου να επιτύχει διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα μπορούν να επιτευχθούν μόνο με μέτρα διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και μείωσης δαπανών για μισθούς και συντάξεις, οι οποίες σήμερα αντιπροσωπεύουν το 75% των δημόσιων πρωτογενών δαπανών.

Οι πρόσφατες συζητήσεις επιβεβαίωσαν ότι υπάρχει ελάχιστο περιθώριο πολιτικής στήριξης για τέτοιου είδους μέτρα ενώ ο προτεινόμενος αυτόματος μηχανισμός περικοπής δαπανών δεν είναι ένα αποτελεσματικό υποκατάστατο για μεταρρυθμίσεις διαρκείας. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι μη ρεαλιστικό να υποθέσουμε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να προωθήσει πρόσθετη προσαρμογή της τάξεως του 4,5% του ΑΕΠ, η οποία απαιτείται στη βάση της Ανάλυσης Βιωσιμότητας Χρέους για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ.

Παρότι η Ελλάδα, με μια ηρωική προσπάθεια, θα μπορούσε να επιτύχει προσωρινά πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, μόνο λίγες χώρες έχουν καταφέρει να επιτύχουν και να διατηρήσουν τόσο υψηλά επίπεδα πρωτογενούς πλεονάσματος για μια δεκαετία ή περισσότερο. Είναι εξαιρετικά απίθανο η Ελλάδα να το επιτύχει, δεδομένου ότι οι θεσμοί της είναι ακόμα αδύναμοι στην εφαρμογή πολιτικών και λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανεργία θα παραμείνει σε διψήφια ποσοστά για αρκετές δεκαετίες...

Σε αυτό το πλαίσιο, το προσωπικό του ΔΝΤ σημειώνει το γεγονός ότι το μικρό πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο επιτεύχθηκε το 2013 αποδείχθηκε βραχύβιο, καθώς δύο συνεχόμενες κυβερνήσεις σύντομα υπέκυψαν στον... πειρασμό να το μοιράσουν.

Το προσωπικό του ΔΝΤ θεωρεί ότι το DSA θα πρέπει να βασιστεί σε πρωτογενές πλεόνασμα όχι μεγαλύτερο από 1,5% του ΑΕΠ. Αυτός ο στόχος, κατά την άποψη του προσωπικού του ΔΝΤ, θα ήταν εφικτός παρότι θα πρέπει να υποστηριχθεί από πολύ ισχυρότερες μεταρρυθμίσεις και πολύ ισχυρότερη ανάμειξη των θεσμών που λαμβάνουν αποφάσεις, σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, σε σχέση με όσα συμβαίνουν έως τώρα.

2. Ανάπτυξη. Το προσωπικό πιστεύει ότι η δεδομένη συνεχιζόμενη απουσία πολιτικής στήριξης για ισχυρή και ευρεία επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων υποδεικνύει πως δεν μπορεί πλέον το DSA να βασιστεί σε παραδοχές ότι η Ελλάδα γρήγορα θα μπορέσει να μετεξελιχθεί σε μία χώρα με τα μεγαλύτερα ποσοστά παραγωγικότητας της ευρωζώνης, όταν σήμερα παραμένει μια χώρα με τα μικρότερα ποσοστά παραγωγικότητας. Υπάρχουν δύο προβληματισμοί σε αυτό το επίπεδο:

• Σε σχέση με τον χρηματοπιστωτικό τομέα, η ανακεφαλαιοποίηση η οποία ολοκληρώθηκε το 2015 δεν συνοδεύτηκε από μια εμπροσθοβαρή αναδιάρθρωση διακυβέρνησης για να ξεπεραστούν τα ριζωμένα προβλήματα τα οποία περιλαμβάνουν πολιτική εμπλοκή στη διοίκηση των τραπεζών. Επιπλέον το προσωπικό του Ταμείου πιστεύει ότι, υπό την απουσία αποφασιστικής δράσης από τους ρυθμιστές και δεδομένης της μεγάλης έκτασης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι τράπεζες θα επιβαρύνονται από αδύναμους ισολογισμούς τα επόμενα χρόνια και επομένως δεν θα είναι ικανές να χρηματοδοτήσουν την οικονομία, στον βαθμό που απαιτείται για να επιτευχθούν οι φιλόδοξοι στόχοι ανάπτυξης.

• Σε σχέση με τη διεύρυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η διαρκής αναβολή των μεταρρυθμίσεων για τις ομαδικές απολύσεις και τον συνδικαλιστικό νόμο για το φθινόπωρο του 2016 -από το 2014- και οι πολύ αργοί ρυθμοί για την άρση των περιορισμών στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών επίσης δεν είναι συμβατές με τους φιλόδοξους στόχους ανάπτυξης.

Σε αυτό το φόντο, το προσωπικό του Ταμείου χαμήλωσε τις προβλέψεις ανάπτυξης στο 1,25%, παρότι σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να επανέλθει δυναμικά καθώς θα κλείνει το παραγωγικό κενό.

3. Άλλες παραδοχές. Οι προβλέψεις για τα έσοδα αποκρατικοποιήσεων παραμένουν σχετικά αμετάβλητες σε σχέση με αυτές του DSA του περασμένου Ιουνίου, αντανακλώντας τις πενιχρές επιδόσεις έως σήμερα. Επιπλέον, δεδομένου ότι στον χρηματοπιστωτικό τομέα οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τη διακυβέρνηση και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν «άλυτες», το προσωπικό του Ταμείου θεωρεί ότι δεν θα υπάρχουν σημαντικά έσοδα για το δημόσιο από τη συμμετοχή του δημοσίου στις τράπεζες (δεδομένου μάλιστα ότι αυτή υποχώρησε σημαντικά με την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση) και προβλέπουν ενδεχόμενες νέες υποχρεώσεις για τον τραπεζικό τομέα στο μέλλον, οι οποίες στο DSA εκτιμώνται στα 10 δισ. ευρώ. Τέλος, τα επιτόκια της αγοράς θεωρείται ότι θα παραμείνουν αυξημένα μετά την περίοδο του προγράμματος, συμβάλλοντας ενδογενώς στη δυναμική του χρέους, όπως υποδεικνύει η βιβλιογραφία.

4. Παραμένουν φιλόδοξοι οι στόχοι. Το προσωπικό του Ταμείου πιστεύει ότι και οι αναθεωρημένοι στόχοι του προγράμματος παραμένουν αρκούντως φιλόδοξοι, για να εγγυηθούν τη συνέχιση της στήριξης των Ευρωπαίων εταίρων. Παράλληλα, είναι καθοριστικό το γεγονός ότι η χρηματοδότηση συνδέεται με αξιόπιστες πολιτικές δεσμεύσεις. Το Ταμείο απαιτεί ισχυρές προοπτικές επιτυχίας του προγράμματος, περιλαμβανομένης της επαρκούς θεσμικής και πολιτικής ικανότητας ολοκλήρωσης της απαιτούμενης προσαρμογής. Με τους προτεινόμενους αναθεωρημένους στόχους ανάπτυξης και πρωτογενών πλεονασμάτων, το προσωπικό του Ταμείου θεωρεί ότι αυτό το κριτήριο μπορεί να ικανοποιηθεί.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v