Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Αγορά σε αναμονή για... κυβερνητικό σήμα

Σε κατάσταση «ακινησίας» οι επιχειρήσεις στην αρχή μιας κομβικής χρονιάς. Οι προϋποθέσεις ανάκαμψης και τα ερωτήματα για το διεθνές περιβάλλον. Η απαίτηση να λυθούν οι εκκρεμότητες και να προχωρήσει η ενεργητική διαχείριση των δανείων. Η στάση των εταιρειών.

Αγορά σε αναμονή για... κυβερνητικό σήμα

H προσδοκία για έγκαιρη ολοκλήρωση του νέου διαπραγματευτικού κύκλου με τους θεσμούς, ώθησε το Χρηματιστήριο στα προ Brexit επίπεδά του, ενώ και στην ευρύτερη αγορά το σενάριο της ανάπτυξης (έστω και με... χίλια προβλήματα) κέρδιζε έδαφος.

Όμως, πλέον η εικόνα έχει αλλάξει: η διαπραγμάτευση σέρνεται, οι δηλώσεις Σόιμπλε έχουν βάλει φωτιά στη διαπραγμάτευση, το πολιτικό σκηνικό μοιάζει ασταθές. Και ενώ για το Χ.Α. αυτό μεταφράστηκε σε «παρκάρισμα» του Γενικού Δείκτη στα επίπεδα των 650 μονάδων, η ευρύτερη αγορά φοβάται μήπως το 2017 εξελιχθεί σε ακόμα μία χαμένη χρονιά...

«Είναι προφανές ότι η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά βρίσκεται σε φάση αναζήτησης τάσης, με τους ξένους θεσμικούς (οι οποίοι άλλωστε είναι απόλυτοι κυρίαρχοι της κατάστασης, καθώς οι τοποθετήσεις των Ελλήνων θεσμικών στο Χ.Α. είναι μικρότερες του 1 δισ. ευρώ) να μην έχουν κατασταλάξει ακόμη για το αν θα πρέπει “να αγοράσουν ή να πουλήσουν” Ελλάδα».

Αν κάποιος θέλει να επιχειρηματολογήσει υπέρ των μη τραπεζικών μετοχών της Ελλάδας για το 2017, έχει αρκετά επιχειρήματα για να το πράξει, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται:

1. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος έχει βελτιωθεί κατά τους τελευταίους μήνες και σε επίπεδο ευρωζώνης, αλλά και στην Ελλάδα. Ενδεικτικό είναι πως η τιμή του συγκεκριμένου δείκτη για τον μέσο όρο της ευρωζώνης από τις 104,5 μονάδες του Ιουλίου του 2016 σκαρφάλωσε στις 107,8 μονάδες τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους (υποχώρηση είχαμε μόνο στην Ιταλία), ενώ για τη χώρα μας ανέβηκε στο ίδιο χρονικό διάστημα από τις 90,9 στις 94,6 μονάδες. Τι προκύπτει από αυτό; Ότι επί του παρόντος τουλάχιστον, τα στελέχη των επιχειρήσεων δεν θεωρούν ως βασικό σενάριο το ξέσπασμα χειρότερων επιδόσεων λόγω μιας σειράς παραγόντων όπως η εκλογή του Ντόναλντ Τράμπ στις ΗΠΑ, του Brexit, της ιταλικής πολιτικής αστάθειας, της τρομοκρατίας και των εκλογικών αναμετρήσεων στη Γηραιά ήπειρο το 2017.

2. Όσο κι αν ο επίσημος στόχος για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 2,7% το 2017 θεωρείται έως και ανέφικτος, η γενικότερη εκτίμηση αναφέρεται στην επίτευξη επίδοσης με θετικό πρόσημο που θα μπορούσε να ξεκινάει από το 0,8% και να φτάνει έως και το 2%. Μοχλοί και πάλι της ανάκαμψης προβλέπεται να είναι ο τουρισμός με τις εξαγωγές, οι οποίοι με τη σειρά τους σηκώνουν την εγχώρια βιομηχανική παραγωγή (με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ +2,3% στο ενδεκάμηνο του 2016) αλλά και οι επενδύσεις.

3. Ακόμη κι αν δεχτούμε πως οι διανομές μετρητών (μερίσματα και επιστροφές κεφαλαίου) από τις εισηγμένες προς τους μετόχους τους δεν θα φτάσουν το 1 δισ. ευρώ του 2016, όλα δείχνουν πως θα υπάρξουν δεκάδες εταιρείες που θα μοιράσουν χρήματα, τα οποία θα οδηγούν σε μερισματικές αποδόσεις σαφώς ανώτερες από το 0,5%-0,7% που προσφέρουν σήμερα οι προθεσμιακές καταθέσεις στις τράπεζες.

Τα μέτωπα και οι ενστάσεις

Απέναντι λοιπόν στο βασικό σενάριο που θα μπορούσε να οδηγήσει προς τα πάνω τις τιμές των ελληνικών μετοχών, εγείρονται σημαντικές και πολυμέτωπες ενστάσεις, ακόμη και αν αγνοήσουμε τις ελληνικές αβεβαιότητες.

Για παράδειγμα, είναι πολύ πιθανόν να δούμε κάποια αρνητική εξέλιξη στην πορεία των ξένων οικονομιών, είτε γιατί ο Τραμπ επιμείνει σε αδιέξοδες πολιτικές, είτε γιατί ο πολιτικός κίνδυνος στην Ευρώπη να επηρεάσει την οικονομία της μέσα στο 2017, σε αντίθεση με τα όσα συνέβησαν πέρυσι. Έτσι, σε περίπτωση υποχώρησης των ξένων χρηματιστηρίων θεωρείται πολύ μικρό το ενδεχόμενο, η δική μας αγορά να μείνει αλώβητη.

Επίσης, πολλές από τις μετοχές-στυλοβάτες του Χ.Α. (λ.χ. Jumbo, Μυτιληναίος, ΟΠΑΠ, Coca Cola, Τιτάν, Motor Oil, Πλαστικά Θράκης, Folli-Follie) έχουν καταγράψει σημαντικά κέρδη κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο με αποτέλεσμα οι αποτιμήσεις τους να έχουν γίνει περισσότερο απαιτητικές σε σύγκριση με το παρελθόν.

Όμως, το πλέον ανοιχτό μέτωπο για την ελληνική οικονομία και το Χ.Α. έγκειται στα εξής:

- Πόσο σύντομα θα προχωρήσει η περιβόητη δεύτερη αξιολόγηση με αποτέλεσμα την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και την περαιτέρω βελτίωση του οικονομικού κλίματος.

- Αν θα μπορέσει η χώρα να προσελκύσει σύντομα ξένες επενδύσεις (οι οποίες μάλιστα θα χρηματοδοτηθούν και με κεφάλαια από το εξωτερικό, καθώς οι εγχώριες τράπεζες δεν έχουν τη σχετική δυνατότητα), συμπεριλαμβανομένων και των ιδιωτικοποιήσεων.

- Αν οι τράπεζες θα προχωρήσουν με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Και επειδή οι δύο τελευταίοι παράγοντες επηρεάζονται από τον πρώτο και αφού ο πρώτος σχετίζεται και την πολιτική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα, το όλο ζήτημα περιπλέκεται περισσότερο και στρέφεται γύρω από το κατά πόσο η κυβέρνηση να εφαρμόσει μέχρι τέλους το πρόγραμμα αψηφώντας το προσωρινό πολιτικό κόστος.

Η στάση των εταιρειών

Σ’ αυτό το περιβάλλον, τα στελέχη των ελληνικών επιχειρήσεων τηρούν στάση αναμονής, μήπως και κατά τους επόμενους μήνες μπορέσουν να εκτιμήσουν την κατεύθυνση την οποία τελικά θα πάρουν τα πράγματα.

Ενδεικτική για το ασαφές περιβάλλον στην οικονομία είναι η δήλωση στελέχους της αγοράς πληροφορικής για τα έργα του νέου ΕΣΠΑ: «Πέρσι, υποστήριζαν πολλοί παράγοντες του κλάδου ότι το 2016 θα αποτελούσε ένα έτος-γέφυρα μεταξύ των δύο κοινοτικών προγραμμάτων. Σήμερα φοβάμαι μήπως το ίδιο πούμε τόσο για το 2017 όσο και για το 2018. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει βάσιμα το αν, πότε και πόσα έργα θα προκηρυχθούν».

Ανάλογη είναι και η θέση παραγόντων αρκετών άλλων κλάδων: «Το μόνο βέβαιο είναι πως μέσα στους επόμενους λίγους μήνες οι μεγάλοι αυτοχρηματοδοτούμενοι οδικοί άξονες θα έχουν ολοκληρωθεί. Υπάρχει μεν προοπτική για την εκκίνηση άλλων σημαντικών επενδύσεων που θα μπορούσαν να τονώσουν την οικονομία, αλλά φοβόμαστε μήπως αυτή καθυστερήσει και έτσι μεσολαβήσει ένα σημαντικό χρονικό διάστημα περαιτέρω ύφεσης», αναφέρθηκε χαρακτηριστικά.

Διάχυτη τέλος είναι η αγωνία σε χιλιάδες επιχειρήσεις που αναμένουν τις συμφωνίες αναχρηματοδότησης με τις τράπεζες για να έχουν μια «δεύτερη ευκαιρία» επιβίωσης και ανάπτυξης. Όσο όμως αυτές οι συμφωνίες καθυστερούν, τόσο οι εταιρείες αυτές αποδυναμώνονται και τόσο περισσότερο οι πιθανότητες επιβίωσης μειώνονται σημαντικά.

Το μέτωπο των τραπεζών

Οι τραπεζικές μετοχές χαρακτηρίζονται για τον επιθετικό τους χαρακτήρα, καθώς από τη μια πλευρά εμπεριέχουν υψηλό κίνδυνο (σενάριο για μια ακόμη επανακεφαλαιοποίησή τους μέσα στο 2018), από την άλλη πλευρά όμως έχουν πολύ υψηλές προσδοκώμενες αποδόσεις.

Φυσικά, σε ένα τόσο ευμετάβλητο σενάριο κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το παραμικρό (εξ ου και οι προειδοποιήσεις του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, κ. Γιάννη Στουρνάρα, για άμεση θεσμοθέτηση των απαιτούμενων μέτρων), ωστόσο σύμφωνα με ένα μάλλον αισιόδοξο σενάριο (που θα μπορούσε να αποφέρει κέρδη στους τολμηρούς επενδυτές), μέσα στο 2017 οι ελληνικές τράπεζες:

- Θα βελτιώσουν ακόμη περισσότερο το ύψος των λειτουργικών τους κερδών (μείωση επιτοκίων, περιορισμός καταστημάτων, πωλήσεις θυγατρικών, προγράμματα εθελουσίας εξόδου προσωπικού) για να αντιμετωπίσουν από κάπως καλύτερη θέση το πρόβλημα των κόκκινων δανείων.

- Θα διευκολύνουν πολλές εταιρείες στη μείωση των δανείων τους «αγοράζοντας» ακίνητά τους που θα μπορούσαν να έχουν κάποια αξία μεταπώλησης.

- Θα προχωρήσουν σε μεγάλες επιμηκύνσεις λήξεων (και ενδεχομένως επιπρόσθετων διευκολύνσεων) αρκεί να εξασφαλίσουν ότι κάποιο ποσό θα αρχίσει να εκταμιεύεται από τις εταιρείες και να μπαίνει στα ταμεία τους.

- Θα εντείνουν τις προσπάθειές τους για πωλήσεις υπερχρεωμένων εταιρειών, δεχόμενες και ένα -άμεσο ή έμμεσο- αξιοσημείωτο κούρεμα. «Οι τραπεζίτες αυτήν την περίοδο βρίσκονται ήδη σε αναζήτηση αγοραστών για τις υπερχρεωμένες εταιρείες, πράγμα που σε πολλές περιπτώσεις δεν γνωρίζουν ούτε οι διοικήσεις των προβληματικών αυτών εταιρειών. Στον βαθμό που θα βρίσκονται αξιόλογοι ενδιαφερόμενοι τότε θα δέχονται κουρέματα, υπό την προϋπόθεση πως μέρος των απαιτήσεών τους θα το εισπράξουν άμεσα».

Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, «Η διαχείριση των κόκκινων δανείων δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση και θα απαιτήσει πολλά χρόνια και μάλιστα υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομία θα αρχίσει να τρέχει. Όλοι καταλαβαίνουν πως η διαχείριση θα είναι σταδιακή και το κυριότερο είναι να διαπιστωθεί πως το ύψος των NPE’s θα αρχίσει να ακολουθεί πτωτική πορεία, η οποία να γίνει πιστευτή από την αγορά. Άρα λοιπόν, η αγορά θα μπορούσε να εκτιμήσει με θετικό τρόπο στο Χ.Α. ακόμη και μια περιορισμένη βελτίωση της κατάστασης, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η οικονομία θα μπει σε θετική τροχιά και θα έχουν δρομολογηθεί οι διαδικασίες και οι προϋποθέσεις ώστε η βελτίωση αυτή να φαίνεται διατηρήσιμη στο μέλλον».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v