Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Ουραγός στην καινοτομία παραμένει η Ελλάδα

Χαμηλό σε κάθε περίπτωση το ύψος των συνολικών δαπανών, αλλά υψηλό το ποσοστό συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στη χρηματοδότηση της ερευνητικής δραστηριότητας των ΑΕΙ. Μία στις δέκα καινοτόμες επιχειρήσεις, έχουν συνάψει σύμβαση με πανεπιστήμιο ή ερευνητικό κέντρο.

Ουραγός στην καινοτομία παραμένει η Ελλάδα

Σε υψηλό ποσοστό, σε σχέση με το μέσο όρο των κρατών μελών της ΕΕ, κυμαίνεται η χρηματοδότηση των ερευνητικών δραστηριοτήτων των ΑΕΙ της Ελλάδας από την επιχειρηματική κοινότητα.

Αν και τα συνολικά κονδύλια, παραμένουν μικρά σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, φαίνεται ότι το χρηματοδοτικό κενό για Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D) των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων λόγω της μείωσης των εθνικών πόρων (απόρροια της οικονομικής κρίσης), καλύπτεται σε ένα βαθμό από τη συνεισφορά των επιχειρήσεων.

Ωστόσο, παρότι οι ελληνικές επιχειρήσεις μετέχουν αναλογικά σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ, σε μεγαλύτερο βαθμό στην παραγωγή R&D από τα ΑΕΙ, βρίσκονται στον αντίποδα ως προς την αξιοποίησή της. Αυτό το συμπέρασμα εξάγεται από την έκθεση «Εκπαίδευση, Έρευνα, Καινοτομία - Διαστάσεις του Τριγώνου της Γνώσης στην Ελλάδα) που εκπόνησε το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ).

Σύμφωνα με ορισμένα σημεία της έκθεσης και σε συνδυασμό με πλήθος άλλων στοιχείων (ποσοτικών και ποιοτικών) που έχουν συλλεχθεί ώστε να αναδειχθεί η πληρέστερη εικόνα διασύνδεσης των ακμών του τριγώνου της γνώσης στη χώρα, προκύπτουν τα εξής:

- Παρά τη μείωση πολλών μακροοικονομικών δεικτών τα τελευταία έτη, οι εθνικές δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη (R&D) αυξήθηκαν, με την αξιοποίηση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ 2007-2013 - παρότι η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται χαμηλά μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ,

- Με βάση τα πιο πρόσφατα στατιστικά στοιχεία R&D (2015) ο δείκτης της έντασης δαπανών R&D (ποσοστό (%) δαπανών R&D ως προς το ΑΕΠ της χώρας), διαμορφώνεται στο 0,96% του ΑΕΠ όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 2,03%, ενώ κάποιες χώρες της Βόρειας Ευρώπης έχουν ήδη υπερβεί το 3%. Αυτό κατατάσσει την Ελλάδα στην έβδομη από το τέλος θέση μεταξύ των 28 κρατών μελών της ΕΕ.

- Η συμβολή του τομέα των επιχειρήσεων στις συνολικές εθνικές δαπάνες R&D υστερεί σε σύγκριση με άλλες χώρες, υποδηλώνοντας τη μη αποδοτική εκμετάλλευση των ερευνητικών αποτελεσμάτων από την πραγματική οικονομία και την παραγωγή. Ενδεικτικά, για το 2014 οι δαπάνες των ελληνικών επιχειρήσεων κυμάνθηκαν στο 0,28% του ΑΕΠ με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να είναι στο 1,3% του ΑΕΠ

- Ο αριθμός του ανθρώπινου δυναμικού που απασχολείται σε αυτές τις δραστηριότητες υπερβαίνει τις 82.000, με τη μεγάλη πλειονότητα αυτών να απασχολείται στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

- Σημαντική ερευνητική δραστηριότητα έχουν τα ελληνικά πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα και τα ΤΕΙ, που διεξάγεται κυρίως με δημόσια χρηματοδότηση, τακτική και κονδύλια ΕΣΠΑ, ενώ πρόσθετοι πόροι προέρχονται από τα ανταγωνιστικά προγράμματα της ΕΕ,

- Τα ερευνητικά αποτελέσματα που παράγονται στη χώρα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως υψηλού επιπέδου, όταν αξιολογηθούν με ακαδημαϊκούς όρους.

- Η συμμετοχή Ελλήνων ερευνητών σε ανταγωνιστικά προγράμματα R&D της ΕΕ, π.χ. από το Πρόγραμμα Πλαίσιο (2007-2013), είναι επίσης υψηλή, δεδομένου ότι η χώρα έχει λάβει κεφάλαια που ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο 2,2% της συνολικής κοινοτικής χρηματοδότησης,

- Το 10,5% των επιχειρήσεων που καινοτομούν σε προϊόντα και διαδικασίες έχουν συνάψει συνεργασία με κάποιο πανεπιστήμιο ή ερευνητικό ίδρυμα.

Λαμβάνοντας υπόψη το τελευταίο εύρημα, φαίνεται ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δείχνουν να αντιλαμβάνονται τη σημασία της εκμετάλλευσης της παραγόμενης γνώσης για την απόκτηση ή και τη διατήρηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Η διαπίστωση ότι το 10,5% των επιχειρήσεων που καινοτομούν σε προϊόντα και διαδικασίες έχουν συνάψει συνεργασία με κάποιο πανεπιστήμιο ή και ερευνητικό ίδρυμα, κάθε άλλο, παρά ως αμελητέα μπορεί να εκληφθεί.

Ωστόσο, τα αποτελέσματα των δεσμών και συνεργασιών μεταξύ των φορέων που παράγουν γνώση και των φορέων που την εφαρμόζουν ή την ενσωματώνουν κατά κύριο λόγο σε προϊόντα και υπηρεσίες (δηλ. μεταξύ της ερευνητικής - πανεπιστημιακής και της επιχειρηματικής κοινότητας) δεν είναι εμφανή στη συνολική οικονομία. Παρότι αυτή η ασυνέχεια μεταξύ των ερευνητικών αποτελεσμάτων υψηλού επιπέδου και της αδυναμίας εμπορικής εκμετάλλευσής τους είναι ένα πανευρωπαϊκό φαινόμενο, το λεγόμενο "ευρωπαϊκό παράδοξο", στη χώρα μας φαίνεται να ισχύει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η προσπάθεια (έστω και μερικής) επίλυσης αυτής της ασυνέχειας αποτελεί ουσιαστικό εργαλείο οικονομικής ανασυγκρότησης σε διεθνές επίπεδο.

Στην κορυφή τα ΑΕΙ

Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, τα ΑΕΙ είναι ο βασικότερος παραγωγός έρευνας, με ποσοστό που ξεπερνά το 35% του συνόλου της δραστηριότητας R&D, μερίδιο από τα υψηλότερα μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα κατατάσσεται στην έκτη θέση μετά από την Κύπρο, τη Λιθουανία, τη Λετονία την Εσθονία και την Πορτογαλία.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για την ενίσχυση των δικτυώσεων μεταξύ των ΑΕΙ και των επιχειρήσεων έχουν αναληφθεί διάφορες πρωτοβουλίες, χωρίς πάντα ιδιαίτερη επιτυχία, ενώ βασικό εμπόδιο για την επιτυχία δράσεων, ήταν η αντιμετώπισή τους ως “χρηματοδοτούμενα έργα”. Η αποσπασματικότητα που χαρακτηρίζει αυτού του είδους τη χρηματοδότηση έχει ως συνέπεια τη διακοπή της λειτουργίας τους μετά την εξάντληση της δημόσιας χρηματοδότησης.

Μια πρόσφατη πρωτοβουλία ήταν η δημιουργία Μονάδων Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας (MOKE) σε όλα τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με επιδίωξη την αποδοτικότερη «ενοποίηση» της έρευνας, της εκπαίδευσης και της καινοτομίας, μέσω διεξαγωγής σεμιναρίων, παρουσιάσεων, δράσεων καθοδήγησης (mentoring) κ.λπ. Και αυτή η δράση αντιμετωπίζει σήμερα παρεμφερείς δυσκολίες.

Παρόλα αυτά, το μερίδιο της ερευνητικής δραστηριότητας των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης που χρηματοδοτείται από τις επιχειρήσεις, βρίσκεται κοντά στον αντίστοιχο κοινοτικό μέσο όρο και συγκεκριμένα στο 5,97% έναντι του μ.ο. 6,35%. Εάν δε αυτό αναχθεί ως ποσοστό στη συνολική χρηματοδότηση που προέρχεται από τις επιχειρήσεις, είναι σχεδόν τριπλάσιο του κοινοτικού μέσου όρου. Συγκεκριμένα, ανέρχεται στο 7,43%, έναντι του 2,69% που είναι ο μέσος όρος.

Ωστόσο, για την ερμηνεία των στοιχείων αυτών, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν τόσο τα απόλυτα μεγέθη των δαπανών R&D στην Ελλάδα, τα οποία είναι χαμηλά σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες της ΕΕ, όσο η διάρθρωση του ελληνικού συστήματος έρευνας, όπου τα ΑΕΙ αποτελούν τους κύριους φορείς R&D, σε αντίθεση με τη διεθνή πρακτική, όπου ο τομέας των επιχειρήσεων κυριαρχεί σε όρους διενέργειας και χρηματοδότησης της R&D.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v