Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Στουρνάρας: Γιατί δεν λειτούργησαν οι θεσμοί στην Ελλάδα

Για να επιτύχουμε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης πρέπει να προσδώσουμε κύρος στους θεσμούς, τονίζει. Πώς πελατειακές σχέσεις, λαϊκισμός και έλλειψη συναίνεσης υπονόμευσαν το κύρος τους.

Στουρνάρας: Γιατί δεν λειτούργησαν οι θεσμοί στην Ελλάδα

Στη σχέση των θεσμών με την οικονομία εστίασε ο διοικητής της ΤτΕ μιλώντας στο 10ο ετήσιο συνέδριο με θέμα «Γιατί δεν λειτουργούν οι Θεσμοί» που οργανώνει η «Διεθνής Διαφάνεια-Ελλάς».

Σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα με την κρίση αναδείχτηκε η ανάγκη ουσιαστικής στροφής στη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας, στις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές, στη συνεννόηση και τη συναίνεση. «Η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς ήταν, νομίζω, το σοβαρότερο από τα προβλήματα αυτά, καθώς οι πολίτες έμειναν χωρίς πυξίδα και προοπτική, χωρίς σταθερά σημεία αναφοράς. Σήμερα, για να επιτύχουμε υψηλούς αλλά και βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, μαζί με κοινωνική δικαιοσύνη, δεν αρκούν η δημοσιονομική προσαρμογή, οι επενδύσεις και η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Πρέπει, επίσης, να προσδώσουμε κύρος στους θεσμούς, κάτι που είναι συνώνυμο με την εμπιστοσύνη στο μέλλον. Αδύναμοι, κλειστοί θεσμοί παράγουν αβεβαιότητα και απώλεια προσανατολισμού. Ισχυροί, αποδεκτοί, ανοιχτοί και σύγχρονοι θεσμοί λειτουργούν ως ορόσημα στην επιστροφή στην ομαλότητα και την ανάπτυξη».

Ο ρόλος του πολιτικού συστήματος

Τρία, είναι σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ τα στοιχεία του πολιτικού συστήματος που συνέβαλαν περισσότερο στη χαμηλή αποτελεσματικότητα των θεσμών, στη διατήρηση παρωχημένων κανόνων και στην αμφιθυμία των πολιτών απέναντι σ’ αυτούς.

«Το πρώτο είναι ο συγκρουσιακός του χαρακτήρας και η έλλειψη συναίνεσης σε βασικές αρχές. Έτσι, κάθε κυβερνητική αλλαγή εμφανίζεται ως διαμετρικά αντίθετη προς αυτήν που είχε προηγηθεί, δημιουργώντας ασυνέχειες, καθυστερήσεις και ρήγματα.

Στη συγκρουσιακή λογική εντάσσονται πολλές φορές και οι θεσμοί, με αποτέλεσμα αλλαγές μετά από κάθε κυβερνητική μεταβολή, με συνέπεια πολυνομία και σύγχυση. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο δεν σχεδιάζεται με βάση μια κοινή μακροπρόθεσμη προοπτική, αλλά θεωρείται άλλο ένα πεδίο πολιτικής σύγκρουσης. Κάθε κυβέρνηση παρουσιάζει το δικό της σχέδιο εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, το οποίο, πριν προλάβει να εφαρμοστεί, θα έχει ανατραπεί από την επόμενη.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό του πολιτικού συστήματος, που επιδρά στη λειτουργία των θεσμών, είναι η πελατειακή διάσταση. Με τον όρο αυτό δεν αναφέρομαι μόνο στην προσωπική εκδούλευση που παρέχεται με αντάλλαγμα την πολιτική στήριξη του πελάτη, το γνωστό ρουσφέτι. Διευρύνω τον ορισμό για να περιλάβω ρυθμίσεις που γίνονται από το Κράτος και τα πολιτικά κόμματα προς όφελος ολόκληρων ομάδων του πληθυσμού.

Οι σχέσεις αυτού του τύπου επέδρασαν καθοριστικά: α) στο ασφαλιστικό σύστημα (βλέπε πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, «ευγενή» και «φτωχά» ταμεία), β) στις αγορές προϊόντων (βλέπε κλειστά επαγγέλματα), γ) στην αγορά εργασίας (βλέπε μισθολογικές διαφορές), δ) στη δημόσια διοίκηση (βλέπε έλλειψη αξιολόγησης και κινήτρων), ε) στο φορολογικό σύστημα (βλέπε απαλλαγές ομάδων, ειδικά καθεστώτα).

Οι ευνοϊκές ρυθμίσεις αυτών των ομάδων δημιούργησαν «χαμένους» και «κερδισμένους», τροφοδότησαν συγκρούσεις και κυρίως υπονόμευσαν την εμπιστοσύνη και την αποδοχή, τις βασικές δηλαδή προϋποθέσεις για την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών.

Το τρίτο στοιχείο, που αφορά το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς, είναι η ενίσχυση του λαϊκισμού, ο οποίος υποβιβάζει τη σημασία των θεσμών και τους αντικαθιστά δήθεν με τη βούληση του λαού. Βασικό γνώρισμα του λαϊκισμού είναι η μεροληπτική επιλογή του παρόντος έναντι του μέλλοντος, αγνοώντας δηλαδή τις μέλλουσες γενεές. Αυτό σημαίνει ότι λαμβάνονται αποφάσεις με συγκυριακά κριτήρια και ερμηνείες για την, υποτιθέμενη, λαϊκή βούληση, χωρίς δηλαδή τη μακροχρόνια στόχευση και προοπτική που εξασφαλίζουν οι θεσμοί. Ο λαϊκισμός επιτρέπει σε κόμματα, κυβερνήσεις και πολίτες να παραβλέπουν θεσμούς, να παρεμβαίνουν στη λειτουργία τους, να αμφισβητούν τη χρησιμότητά τους, να μην αποδέχονται τις αποφάσεις τους και τις συνέπειες που συνεπάγεται η μη συμμόρφωση».

«Η σύντομη ανάλυση που επιχείρησα» σημείωσε «οδηγεί στις ακόλουθες διαπιστώσεις: η μη ικανοποιητική λειτουργία των θεσμών στην Ελλάδα αποδίδεται κυρίως στο γεγονός ότι δεν εξασφαλίζεται επαρκώς η γενικότερη αποδοχή τους από την κοινωνία. Κι αυτό γιατί δεν έχει εμπεδωθεί η βεβαιότητα ότι οι θεσμοί παράγουν τα ίδια αποτελέσματα για όλους. Αυτό οφείλεται, αφενός, σε ιστορικούς, πολιτιστικούς παράγοντες και, αφετέρου, σε χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος, που δεν ευνοούν τη συναινετική προσέγγιση, απαραίτητο στοιχείο για την ισχύ και λειτουργικότητα των θεσμών».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v