Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Nέα δεδομένα για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα

Υποχώρηση των αριθμητικών και ποιοτικών δεικτών καταγράφει η ετήσια έρευνα του ΙΟΒΕ. Σε υψηλά ακόμη επίπεδα η επιχειρηματικότητα ανάγκης. Αυτοαπασχολούμενοι το 33% των νέων επιχειρηματιών. Μικρή πρόοδος στην εξωστρέφεια.

Nέα δεδομένα για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα

Κάμψη στην επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων καταγράφει η ετήσια έρευνα του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) η οποία παρουσιάστηκε απόψε σε ειδική εκδήλωση.

Πέραν των αριθμητικών στοιχείων και τα οποία καταδεικνύουν την υποχώρηση του ποσοστού των ατόμων που βρίσκονταν στα αρχικά στάδια έναρξης μιας νέας επιχείρησης, απαισιόδοξα, αρνητικά είναι και τα ποιοτικά στοιχεία της νέας επιχειρηματικότητας, καθώς περιορίζεται η καινοτομία, διατηρείται σε υψηλά επίπεδα η επιχειρηματικότητα ανάγκης, διευρύνονται τα εγχειρήματα στον τομέα της λιανικής, ενώ δεν φαίνεται να κινητοποιούνται ακόμα επαρκώς στην επιχειρηματικότητα άτομα από δεξαμενές υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου.

Στην φετινή έκθεση, καταγράφεται μια σημαντική υποχώρηση της γυναικείας επιχειρηματικότητας, στο 4,8% από 6% το 2015, όταν η αντίστοιχη πτώση στους άνδρες, είναι της τάξεως του 0,9% (από 7,5% σε 6,6%).

Από την άλλη πλευρά, στις θετικές εξελίξεις που αποτυπώνονται στην έρευνα, περιλαμβάνονται η εντονότερη αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας ευκαιρίας, καθώς και ενίσχυση της εξωστρέφειας, αν και αυτή φαίνεται να σχετίζεται περισσότερο με τον σχετικά υψηλό αριθμό εγχειρημάτων υπηρεσιών στον κλάδο του τουρισμού, που εκ φύσεως έχουν έναν εξωστρεφή χαρακτήρα.

Όπως προκύπτει από την έρευνα, στην Ελλάδα, το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών που βρισκόταν το 2016 σε αρχικά στάδια επιχειρηματικής ενεργοποίησης (συμπεριλαμβανομένης της αυτοαπασχόλησης) υποχωρεί στο 5,7% (περίπου 380 χιλιάδες άτομα) από 6,7% (περίπου 450 χιλιάδες) το 2015.

Η επίδοση αυτή είναι μία από τις χαμηλότερες διαχρονικά επιδόσεις της χώρας (2003-2016: 6,9%), ενώ κινείται χαμηλότερα και από το μέσο όρο των χωρών καινοτομίας (2016: 9,1%), δηλαδή των περισσότερων αναπτυγμένων χωρών του κόσμου, στις οποίες ανήκει και η Ελλάδα. Φαίνεται επομένως ότι παρά τη σταθεροποίηση της οικονομίας, οι έντονες αβεβαιότητες παρέμειναν ισχυρές και επηρέασαν την επιχειρηματική δραστηριοποίηση την προηγούμενη χρονιά.

Αντίθετα, ωστόσο, αυξητικά κινείται το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει πως έχει διακόψει ή αναστείλει την επιχειρηματική του δραστηριότητα το 2016 ανέρχεται στο 3,8% του πληθυσμού (περίπου 260 χιλιάδες άτομα), υψηλότερα από το αντίστοιχο ποσοστό του 2015 (3,0%) και σε μεγάλη απόσταση από το μέσο όρο των χωρών καινοτομίας (1,9%). Επτά στους δέκα δηλώνουν ως βασικότερο λόγο διακοπής ή αναστολής λειτουργίας της επιχείρησης την έλλειψη κερδοφορίας.

Ως ένα βαθμό, το εύρημα αυτό συνδέεται με το υψηλό επίπεδο επιχειρηματικότητας, καθώς σε χώρες με πολλά νέα εγχειρήματα, καταγράφονται αντίστοιχα και πολλές αποτυχίες. Συνεπώς, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ο σχεδιασμός των πολιτικών για την τόνωση της επιχειρηματικότητας δεν αρκεί να εστιάζει απλώς στην ποσοτική ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, καθώς οι υψηλές επιδόσεις σε νεοφυείς επιχειρήσεις δεν εξασφαλίζουν απαραίτητα και βιώσιμη επιχειρηματικότητα. Αντίθετα, μπορεί να δημιουργούνται λιγότερες επιχειρήσεις σε μια οικονομία, αλλά με ποιοτικότερα χαρακτηριστικά και μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην οικονομία.

Σε υψηλό επίπεδο, παραμένει ακόμη η επιχειρηματικότητα ανάγκης, αν και υπάρχουν ενδείξεις … αποκλιμάκωσης. Συγκεκριμένα, το 41% των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων (περίπου 160 χιλιάδες άτομα) ξεκίνησαν ένα επιχειρηματικό εγχείρημα από ανάγκη, ενώ το 36,1% (περίπου 140 χιλιάδες άτομα) διέκριναν κάποια επιχειρηματική ευκαιρία.

Σε σχέση με μέσο όρο των χωρών καινοτομίας, η επιχειρηματικότητα ευκαιρίας κινείται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα (55,8%), ενώ η επιχειρηματικότητα ανάγκης βρίσκεται σε υψηλότερα επίπεδα (22,8%). Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι το 2016 σημειώνεται ενίσχυση του ποσοστού των ατόμων που δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά από ευκαιρία, σημειώνοντας για 3η συνεχόμενη χρονιά μικρή άνοδο, εξέλιξη που ενδεχομένως συνδέεται και με τη μικρή αποκλιμάκωση της ανεργίας.

Αναφορικά με την ηλικία, σχεδόν τρεις στους τέσσερις επιχειρηματίες αρχικών σταδίων που εντόπισε η έρευνα κατά το 2016 είναι άνω των 35 ετών. Το 36,5% είναι 45-54 ετών, σχεδόν 10% του αντίστοιχου πληθυσμού, όσο περίπου και στις χώρες καινοτομίας (9%). Γενικά πάντως είναι χαμηλότερη η συμμετοχή στην επιχειρηματικότητα των ηλικιών μέχρι 34 ετών, σε σύγκριση με τις χώρες καινοτομίας.

Όπως προαναφέρθηκε, η γυναικεία επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων μειώθηκε σε 4,8% (περίπου 168 χιλιάδες γυναίκες) από 6% το 2015, ενώ στους άνδρες μειώθηκε σε 6,6% (περίπου 200 χιλιάδες άνδρες) από 7,5% το 2015. Παρά την υποχώρηση στη γυναικεία επιχειρηματικότητα μετά από τρεις χρονιές ανόδου, το ποσοστό των γυναικών στην επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων παραμένει σε υψηλά επίπεδα (42%), εύρημα που θα πρέπει να αποδοθεί και στην υψηλότερη ανεργία στις γυναίκες ή/και στην ανάγκη για εισόδημα σε νοικοκυριά όπου ενδεχομένως χάνουν την απασχόληση οι άνδρες. Άλλωστε η επιχειρηματικότητα ανάγκης στις γυναίκες είναι πράγματι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των ανδρών.

Ένα ακόμη αρνητικό εύρημα, είναι το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, όσων «επιχειρούν» καθώς μόλις το 36% διαθέτει τουλάχιστον ένα πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με το 7,8% μάλιστα να διαθέτει κάποιου είδους μεταπτυχιακή ειδίκευση. Σχεδόν το 42,7% όμως είναι απλώς Απόφοιτοι Λυκείου, ποσοστό μάλιστα που έχει ενισχυθεί σε σχέση με το 2015. Η εικόνα αυτή εντοπίζεται διαχρονικά στις έρευνες του GEM, και πιθανόν να αποτελεί ανησυχητικό στοιχείο για την εγχώρια επιχειρηματικότητα, καθώς δεν φαίνεται να κινητοποιούνται επαρκώς στην επιχειρηματικότητα άτομα από δεξαμενές υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου.

Από την έρευνα, επίσης προκύπτει ότι τo 2,9% των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών (περίπου 212 χιλιάδες άτομα) δήλωσαν πως διαδραμάτισαν ρόλο άτυπου επενδυτή για τη χρηματοδοτική υποστήριξη μιας επιχειρηματικής πρωτοβουλίας άλλων, ποσοστό ελαφρώς χαμηλότερο από το 2015, αλλά και από το μέσο όρο των χωρών καινοτομίας (3,4%).

Ένα ποσοστό της τάξης του 84% των άτυπων επενδυτών αποτελούν μέλη του στενότερου ή ευρύτερου οικογενειακού κύκλου. Ο ρόλος των άτυπων επενδυτών για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας θα μπορούσε να θεωρηθεί σημαντικός σε μια χώρα όπου υπάρχει ένδεια σε χρηματοδοτικά εργαλεία. Από την άλλη πλευρά όμως, όταν οι άτυποι επενδυτές προέρχονται από το στενό οικογενειακό περιβάλλον, σημαίνει ότι η αξιολόγηση της βιωσιμότητας μιας επιχειρηματικής ιδέας ενδεχομένως να μην γίνεται αντικειμενικά, αλλά περισσότερο με συναισθηματικά κριτήρια, με ότι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα και τελικά τις πιθανότητες βιωσιμότητας και ανάπτυξης των επιχειρηματικών εγχειρημάτων.

Σε κλαδικό επίπεδο, για μια ακόμη φορά διατηρείται υψηλό το ποσοστό των εγχειρημάτων στον πρωτογενή τομέα (7,7% το 2016) που είναι μια από τις υψηλότερες σχετικές επιδόσεις διαχρονικά. Tα νέα εγχειρήματα στον κλάδο της μεταποίησης φαίνεται να μειώνονται, ενώ σημαντική άνοδος σημειώνεται στο ποσοστό των νέων εγχειρημάτων που εντάσσονται στις υπηρεσίες προς τους καταναλωτές. Συνεπώς, η σταθεροποίηση της οικονομίας το 2016 και η μικρή ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης φαίνεται να ενισχύει και πάλι το ενδιαφέρον για εγχειρήματα λιανικής, εξέλιξη που επαναφέρει χαρακτηριστικά ενός προτύπου ανάπτυξης που χαρακτήρισε την εποχή προς της κρίσης.

Η καινοτομία και η απασχόληση

Σύμφωνα με την έρευνα, τρεις στους πέντε επιχειρηματίες δηλώνουν ότι κανένας, δυνητικός, πελάτης δε θα θεωρήσει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους νέα και πρωτοποριακά, ενώ και ένα 15,6% δηλώνει ότι όλοι θα θεωρήσουν τα προϊόντα τους ως καινοτομικά. Το εύρημα αυτό πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός ότι τα νέα εγχειρήματα αφορούν κυρίως στους τομείς υπηρεσιών προς τον καταναλωτή.

Υψηλό είναι και το επίπεδο της αυτοαπασχόλησης αφού σχεδόν ένας στους τρεις επιχειρηματίες αρχικών σταδίων το 2016 φαίνεται να μην απασχολεί κανέναν άλλον στο νέο του εγχείρημα, ενώ τρεις στους 5 απασχολούν έως 5 άτομα κατά την έναρξη. Τα νέα εγχειρήματα φαίνεται τελικά να είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις, κάτι πάντως που συμβαίνει πάντως σε αρκετές χώρες. Κατά βάση δηλαδή τα νέα εγχειρήματα προσφέρουν απασχόληση στους ιδρυτές τους.

Την ίδια στιγμή, ένας στους τρεις επιχειρηματίες δηλώνει ότι απευθύνεται αποκλειστικά στην εγχώρια αγορά, ενώ ίδιο και το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνει ότι πάνω από το ¼ του τζίρου τους προέρχεται από πελάτες εξωτερικού, επίδοση ελαφρώς χαμηλότερη από τον μέσο όρο των χωρών καινοτομίας (35%). Πάντως για πρώτη φορά φαίνεται να ενισχύεται εκτός από την έκταση των εξαγωγών και η έντασή τους, καθώς το ποσοστό όσων εξάγουν πάνω από το 25% του κύκλου εργασιών τους για πρώτη φορά ξεπερνά το 70%.

Τέλος, παρόλο που το 64% των πολιτών της χώρας δηλώνουν ότι η επιχειρηματικότητα αποτελεί μια καλή επαγγελματική σταδιοδρομία και ένα 66% δηλώνει ότι οι επιτυχημένοι επιχειρηματίες αντιμετωπίζονται με σεβασμό και καταξίωση, το ποσοστό του πληθυσμού που διαβλέπει επιχειρηματικές ευκαιρίες το επόμενο 6μήνο στη χώρα είναι το χαμηλότερο παγκοσμίως καθώς είναι μόλις 13%. Από την άλλη πλευρά, αν και το 71% των νέων επιχειρηματιών δηλώνει ότι διαθέτει τις ικανότητες και τις γνώσεις για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, η Ελλάδα διατηρεί διαχρονικά μία από τις υψηλότερες επιδόσεις στον κόσμο (περίπου 70%) στο φόβο της αποτυχίας.

Τα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας του 2016, το επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα παραμένει δυσμενέστερο σε σύγκριση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες καινοτομίας. Η χαμηλή δυναμική της ελληνικής επιχειρηματικότητας ερμηνεύεται σε ένα βαθμό από τις επιπτώσεις της κρίσης, κυρίως όμως οφείλεται σε δομικές και διαρθρωτικές αδυναμίες της χώρας που σχετίζονται με τη γραφειοκρατία, το ασταθές φορολογικό πλαίσιο, αλλά και τη μη διαθεσιμότητα ή μη αποτελεσματική λειτουργία μηχανισμών προώθησης και υποστήριξης της επιχειρηματικότητας.

Τα βασικά εμπόδια επιχειρηματικής δραστηριοποίησης στην Ελλάδα σε σημαντικό βαθμό εκπορεύονται από την έλλειψη ενός γενικότερου πλαισίου εθνικών πολιτικών για την επιχειρηματικότητα, αλλά και την αναποτελεσματικότητα των πολιτικών σε ότι αφορά στη φορολογία των νέων επιχειρήσεων, στη γραφειοκρατία, αλλά και σε άλλους παράγοντες όπως π.χ. στη μη αποτελεσματική λειτουργία των δημόσιων φορέων που εποπτεύουν την ίδρυση των νέων επιχειρήσεων. Σημαντικά προσκόμματα στην επιχειρηματικότητα τίθενται ακόμα από τη δυσκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση, τα υψηλά εμπόδια εισόδου στην αγορά, αλλά και τη λειτουργία του ευρύτερου πολιτικού και κοινωνικού περιβάλλοντος.

Από την άλλη όμως, βασικά κίνητρα προώθησης της επιχειρηματικότητας, σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες μπορούν να αποτελέσουν η αναβάθμιση του επιπέδου εκπαίδευσης, εστιάζοντας κυρίως στην ανάπτυξη του επιχειρείν και η υλοποίηση δράσεων που ενθαρρύνουν την επιχειρηματικότητα και παρέχουν κίνητρα για την έναρξη εγχειρημάτων.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v