R&D: Η ελληνική πρόοδος δεν έκλεισε το χάσμα με την ΕΕ

Ποιες αδυναμίες χαρακτηρίζουν το ελληνικό τοπίο έρευνας και καινοτομίας. Ο ρόλος των επιχειρήσεων και της επιστημονικής κοινότητας. Κι όμως καινοτομούν οι ΜμΕ. Ποιες προτάσεις πολιτικής καταθέτει η Τράπεζα της Ελλάδος.

R&D: Η ελληνική πρόοδος δεν έκλεισε το χάσμα με την ΕΕ

Παρά το γεγονός ότι το ελληνικό οικοσύστημα έρευνας και καινοτομίας έχει σημειώσει πρόοδο τα τελευταία χρόνια, οι αδυναμίες που εξακολουθούν να το χαρακτηρίζουν αποτελούν εμπόδιο στη μετεξέλιξή του σε έναν παράγοντα που θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα, χρειάζεται μια μακροπρόθεσμη στρατηγική, προκειμένου να πλησιάσει περισσότερο το τεχνολογικό σύνορο και να εξασφαλίσει βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό το συμπέρασμα απορρέει από τη μελέτη των Μαρίας Αλμπάνη και Σοφίας Ανυφαντάκη που «φιλοξενείται» στο 46ο Οικονομικό Δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος.

Παραθέτοντας μια σειρά δεδομένων που αφορούν την έρευνα και της καινοτομία, η μελέτη καταδεικνύει τα σταθερά βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στον συγκεκριμένο τομέα, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Δείκτη Καινοτομίας (Global Innovation Index), η χώρα να έχει βελτιώσει τις επιδόσεις της και να κατατάσσεται πλέον στην 44η θέση ανάμεσα σε 127 χώρες, όταν το 2011 βρισκόταν στην 63η θέση.

Πρόκειται για μια σαφή βελτίωση σε παγκόσμιο επίπεδο, ωστόσο μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η Ελλάδα, παρά την αύξηση του δαπανών επί του ΑΕΠ, συγκαταλέγεται στις χώρες με μέτρια καινοτομία και καταλαμβάνει την 22η θέση μεταξύ των 28 κρατών μελών της ΕΕ. Ενδεικτικά, το 2016 η ένταση R&D όπως ορίζεται με βάση τη δαπάνη για R&D ως ποσοστό του ΑΕΠ, ανήλθε στην Ελλάδα στο 0,99% (από 0,67% το 2011), όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος για τα κράτη μέλη της ΕΕ ήταν 2,03% και για τη Σουηδία, που θεωρείται η ηγέτιδα της καινοτομίας, ήταν 3,26%.

Οι βασικές αδυναμίες

Σύμφωνα με τη μελέτη, δύο από τις βασικές αδυναμίες στο ελληνικό σύστημα καινοτομίας είναι οι περιορισμένοι δεσμοί μεταξύ των ενδιαφερόμενων φορέων και η ανεπαρκής υποδομή διάδοσης πληροφοριών και γνώσεων.

Η αλληλεπίδραση μεταξύ των επιχειρήσεων, καθώς και μεταξύ των επιχειρήσεων και της επιστημονικής κοινότητας είναι περιορισμένη, κάτι που αποδεικνύεται άλλωστε και από το μικρό ποσοστό χρηματοδότησης των δαπανών R&D των ΑΕΙ από τον επιχειρηματικό τομέα.

Ειδικότερα, στην Ελλάδα, η χρηματοδότηση που προέρχεται από τον επιχειρηματικό τομέα (ιδιωτικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα) το 2015 αγγίζει το 31%. Ο αντίστοιχος μέσος όρος για την ΕΕ-28 είναι σχεδόν διπλάσιος (55,5%). Η κατάσταση γίνεται ακόμη δυσμενέστερη αφού το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης από τον επιχειρηματικό τομέα διατίθεται για δαπάνες R&D των επιχειρήσεων και μόλις ένα μικρό ποσοστό αφορά χρηματοδότηση R&D προς πανεπιστήμια και ερευνητικούς φορείς.

Ένα ακόμη στοιχείο που επιβεβαιώνει την παραπάνω διαπίστωση είναι ο δείκτης Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας (Global Competitiveness Report 2017-2018) του World Economic Forum, όπου το 2016 η θέση της Ελλάδος επιδεινώθηκε όσον αφορά τη συνεργασία της πανεπιστημιακής κοινότητας με τις επιχειρήσεις σε R&D (129η θέση μεταξύ 138 κρατών), αλλά και όσον αφορά τις δαπάνες για R&D από τον επιχειρηματικό τομέα (87η θέση). Η συνεργασία της αγοράς με τα ακαδημαϊκά ερευνητικά κέντρα για την ανάπτυξη νέων καινοτόμων προϊόντων είναι διεθνής πρακτική και μέσω αυτής, (της συνεργασίας) τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα εξασφαλίζουν σημαντικούς πόρους, καθώς και τεχνολογικό εξοπλισμό.

Προτάσεις πολιτικής

1. Με δεδομένο ότι δεν έχει επιτευχθεί ακόμη η στενή διασύνδεση μεταξύ των επιμέρους εμπλεκόμενων τομέων, ώστε τα πλεονεκτήματα του ελληνικού συστήματος παραγωγής έρευνας και καινοτομίας να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά και να ενσωματωθεί η ερευνητική δραστηριότητα στην παραγωγική διαδικασία, σύμφωνα με τη μελέτη, κρίνεται απαραίτητο ότι τα ελληνικά ΑΕΙ, μέσω της αναμόρφωσης των προγραμμάτων τους, θα πρέπει να αναπτύξουν δράσεις σύνδεσης με την αγορά εργασίας, αλλά και συνεργασίες με ερευνητικά κέντρα και επιχειρήσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση, μία καλή πρακτική είναι οι διάφορες πρωτοβουλίες χωρών για την ενίσχυση της R&D στον τομέα των επιχειρήσεων.

Επιπλέον, η ίδια η ερευνητική κοινότητα θα πρέπει από κάτω προς τα πάνω (bottom-up approach) να διαμορφώνει το τοπίο για τη βασική και εφαρμοσμένη έρευνα, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για ποιοτικές, καινοτόμες εφαρμογές με εν δυνάμει μεγάλη προστιθέμενη επιστημονική και εμπορική αξία. Οι προτεραιότητες της επιστημονικής έρευνας θα πρέπει να προκύπτουν από τη διαρκή διαβούλευση όλων των παραγόντων που συμμετέχουν στο οικοσύστημα καινοτομίας (επιχειρήσεις, ΑΕΙ και ερευνητικά κέντρα, υπουργεία, κ.λπ.).

Ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση περιλαμβάνουν τη σύσταση κόμβων για μεταφορά τεχνογνωσίας και κατοχύρωση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, τακτικές συναντήσεις, σεμινάρια με συμμετοχή νέων και καταξιωμένων επιχειρηματιών, την ενίσχυση των διαγωνισμών καινοτομίας και επιχειρηματικότητας εντός των πανεπιστημίων, τη συνεργασία πανεπιστημίων και επιχειρήσεων για τη διοργάνωση εξειδικευμένων μεταπτυχιακών προγραμμάτων και την ενίσχυση του θεσμού της πρακτικής άσκησης, την ενθάρρυνση της εφαρμοσμένης έρευνας στα ελληνικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κ.ά.

Παράλληλα, θα πρέπει να δοθούν κίνητρα στο ερευνητικό δυναμικό ώστε να παραμείνει στη χώρα (retaining) και να ανακοπεί η τάση φυγής του ανθρώπινου κεφαλαίου (brain drain). Η επιστημονική διασπορά μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας, καθώς οι Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού γνωρίζουν και κατανοούν τις καλές διεθνείς πρακτικές και τις περισσότερες φορές διαθέτουν διασυνδέσεις με τη διεθνή επιστημονική κοινότητα.

2. Διάφορες εμπειρικές μελέτες έχουν συνδέσει το αναπτυξιακό πρότυπο με την "έξυπνη ανάπτυξη" τονίζοντας ότι η ανάπτυξη που βασίζεται στην ενίσχυση της καινοτομίας δύναται να είναι βιώσιμη. Η παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να βασιστεί στους κλάδους εκείνους που αξιοποιούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας.

Για την επίτευξη όμως διατηρήσιμης ανάπτυξης, βασική προϋπόθεση είναι και η στροφή παραδοσιακών κλάδων, όπως είναι για παράδειγμα η μεταποίηση και η αγροτική οικονομία, στην πιο συστηματική χρήση καινοτόμων τεχνολογιών και στην αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου. Επιπλέον, η ψηφιακή επιχειρηματικότητα μέσω της υιοθέτησης τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ) από τις επιχειρήσεις διευκολύνει τη διεθνοποίησή τους.

Για παράδειγμα, στον κλάδο των τροφίμων, η αυξανόμενη ζήτηση για ποιοτικά προϊόντα και οι σύγχρονες απαιτήσεις των καταναλωτών για διαφοροποιημένα προϊόντα καταδεικνύει την ανάγκη για αξιοποίηση των νέων καινοτομιών προς όφελος της παραγωγικότητας και των καταναλωτικών αναγκών. Νέες και βελτιωμένες τεχνολογίες συντήρησης, επεξεργασίας και συσκευασίας θα αυξήσουν τις δυνατότητες εξαγωγών παραδοσιακών και τοπικών προϊόντων, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της οικονομίας.

3. Oι δυσκαμψίες στο επιχειρηματικό περιβάλλον δεν ευνοούν την ανάπτυξη της επιχειρηματικής καινοτομίας. Οι διεθνείς αξιολογήσεις καταδεικνύουν ότι διάφορα θεσμικά εμπόδια επηρεάζουν την οικονομική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης και της καινοτομικής πρωτοβουλίας. Ένα σαφές και ξεκάθαρο νομικό και ρυθμιστικό πλαίσιο μπορεί να εξοικονομήσει σημαντικό χρόνο και πόρους σε μια νέα επιχείρηση. Η δημιουργία ενός προβλέψιμου οικονομικού περιβάλλοντος θα αυξήσει την εμπιστοσύνη και τις αναμενόμενες αποδόσεις των επενδύσεων. Επομένως, απαιτείται μια σειρά από πολιτικές στήριξης της υπάρχουσας επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά και ενθάρρυνσης της νέας επιχειρηματικότητας.

Τέτοιες πολιτικές περιλαμβάνουν την ενίσχυση των προγραμμάτων επιχορήγησης της νεανικής επιχειρηματικότητας, ώστε να μειωθεί το κόστος ίδρυσης μιας νέας επιχείρησης, και τη στήριξη των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν σύγχρονες τεχνολογίες, παράλληλα με τη διαμόρφωση του κατάλληλου φορολογικού πλαισίου κ.ά.

Σημαντικοί παράγοντες για την ανάπτυξη νεοφυών επιχειρήσεων (startups) είναι η αύξηση των δομών υποστήριξης νέων επιχειρήσεων, όπως είναι οι θερμοκοιτίδες (incubators) και οι επιταχυντές (accelerators), καθώς και η αύξηση των επενδυτικών κεφαλαίων και η ευκολότερη πρόσβαση των καινοτόμων νεοφυών επιχειρήσεων σε αυτά, π.χ. χρηματοδότηση από το κοινό (crowdfunding), επιχειρηματικοί άγγελοι (business angels), κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου (venture capital) κ.ά.

Παράλληλα, η υποστήριξη της καινοτομίας περιλαμβάνει τη δημιουργία κέντρων όπως είναι τα επιστημονικά και τεχνολογικά πάρκα (science and technology parks). Πρόκειται για οργανισμούς που στεγάζουν καινοτόμες νεοφυείς επιχειρήσεις, εντοπίζονται συνήθως κοντά σε πανεπιστημιακά ιδρύματα και αποτελούν πηγή νέων επιχειρηματικών ιδεών και προϊόντων. Τα τεχνολογικά πάρκα είναι άκρως συνδεδεμένα με την έννοια της καινοτομίας και οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται σε αυτά αφορούν κατά βάση αγαθά και υπηρεσίες υψηλής τεχνολογίας.

Συμπερασματικά, οι πολιτικές για την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα δεν αποτελούν ανεξάρτητες πρωτοβουλίες, αλλά είναι μέρος της συνολικής στρατηγικής για την οικονομική ανάπτυξη.

Λαμβάνοντας υπόψη το μεγάλο αριθμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και αυτοαπασχολουμένων στην Ελλάδα, η σχεδιαζόμενη αναπτυξιακή πολιτική θα πρέπει να δώσει έμφαση στη στήριξη της επιχειρηματικότητας με την εξάλειψη της γραφειοκρατίας και την άρση των εμποδίων που αντιμετωπίζει.

Ο ρόλος των ΜμΕ

Όπως αναφέρεται στη μελέτη, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις μπορούν να διαδραματίσουν κομβικό ρόλο στην οικονομία ως πηγή επιχειρηματικών δεξιοτήτων και καινοτομίας. Σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό πίνακα αποτελεσμάτων για την καινοτομία (European Innovation Scoreboard), το 2016 το ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που ανέπτυξε καινοτομίες προϊόντος ή διαδικασίας στην Ελλάδα ήταν 34,6%, έναντι 30,9% που ήταν ο μέσος όρος στην ΕΕ- 28, ενώ το ποσοστό εκείνων που επιδόθηκαν σε οργανωσιακή καινοτομία ή καινοτομία μάρκετινγκ ήταν 40,1%, έναντι 34,9% στην ΕΕ-28.

Με βάση τα παραπάνω, είναι εμφανές ότι οι εξελίξεις και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας συνδέονται άρρηκτα με την πορεία της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και τη δυνατότητά της να επιτύχει διατηρήσιμη αύξηση του προϊόντος και να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη μετεξέλιξη της δομής της μικρής, οικογενειακού χαρακτήρα, επιχείρησης σε επιχειρηματικότητα υψηλής προστιθέμενης αξίας που θα χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό καινοτομίας, εξωστρέφειας και αναπτυξιακής δυναμικής.

Κατά γενική ομολογία, οι ΜμΕ έχουν πολύ διαφορετικές ανάγκες και αντιμετωπίζουν πολύ διαφορετικές προκλήσεις και δυσκολίες στη χρηματοδότησή τους σε σχέση με τις μεγάλες επιχειρήσεις. Επομένως, εξαρτώνται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από άλλες πηγές χρηματοδότησης, όπως η τραπεζική χρηματοδότηση και άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v