Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Κλωστές: Ανεβάζουν τις εξαγωγές τους οι ελληνικές εταιρείες

Συνεχίζεται και φέτος η αύξηση της ευρωπαϊκής ζήτησης για ελληνικά νήματα. Οι περιπέτειες των Τούρκων ανταγωνιστών και οι δυνατότητες ανάκαμψης του πολύπαθου κλάδου. Τι δηλώνουν παράγοντες της αγοράς.

Κλωστές: Ανεβάζουν τις εξαγωγές τους οι ελληνικές εταιρείες

Η αυξημένη ζήτηση που παρατηρείται κατά την τελευταία διετία στο εξωτερικό για τα προϊόντα των εγχώριων κλωστοϋφαντουργικών επιχειρήσεων αφήνει χαραμάδες αισιοδοξίας για το μέλλον του κλάδου στην Ελλάδα, με παράγοντες της αγοράς να υποστηρίζουν πως κάτω από προϋποθέσεις, η κλωστοϋφαντουργία μπορεί να παίξει εκ νέου σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

«Πέρυσι είδαμε τη ζήτηση να αυξάνεται από το εξωτερικό, με την ανοδική τάση να συνεχίζεται και φέτος. Λαμβάνουμε περισσότερες παραγγελίες, από περισσότερους πελάτες, γεγονός που αφήνει κάποια περιθώρια αισιοδοξίας για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και γιατί όχι ανάπτυξη του κλάδου», δηλώνει στο Euro2day.gr γνωστός παράγοντας από τον χώρο της νηματουργίας.

Χαρακτηριστικά επίσης είναι τα όσα μας δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Κλωστοϋφαντουργίας Ναυπάκτου κ. Δημήτρης Πολύχρονος: «Αυτό που διαπιστώνω με χαρά είναι ότι οι Ευρωπαίοι εκτιμούν την ποιότητα των προϊόντων, την αμεσότητα ανταπόκρισης, την εντιμότητα και τη συνέπεια των ελληνικών εταιρειών. Πρόκειται για μια επιτυχία στην οποία συνέβαλαν εδώ και πολλά χρόνια όλες οι εγχώριες κλωστοϋφαντουργίες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, που καταφέρνουμε να πουλάμε σε υψηλότερες τιμές σε σχέση π.χ. με τους Τούρκους ανταγωνιστές μας. Νομίζω πως κάτω από μια σειρά προϋποθέσεων, η ελληνική κλωστοϋφαντουργία μπορεί να επανέλθει σε κερδοφόρο πορεία και να ανακάμψει».

Κατά πόσο όμως μπορούν να αποδειχτούν οι ελληνικές εταιρείες βιώσιμες απέναντι στον ανταγωνισμό των χωρών χαμηλού κόστους;

Απαντώντας στο σχετικό ερώτημα, ιδιοκτήτης ελληνικής εταιρείας αναφέρει: «Αν με ρωτούσατε πριν από κάποια χρόνια, θα σας έλεγα πως δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε τις χώρες αυτές. Σήμερα, ωστόσο, τα πράγματα έχουν αλλάξει ως ένα βαθμό. Πρώτα απ’ όλα, όλες οι κατηγορίες κόστους στις συγκεκριμένες χώρες (π.χ. μισθοί) αυξήθηκαν σημαντικά, ενώ στην Ελλάδα υποχώρησαν. Ακόμη και απέναντι στο υψηλό εγχώριο ενεργειακό κόστος, ορισμένες εταιρείες εκμεταλλεύθηκαν το άνοιγμα του ανταγωνισμού στην αγορά και πέτυχαν κάποιες εκπτώσεις. Άρα η σχετική ψαλίδα στο κόστος μειώθηκε. Επίσης, μας έχει βοηθήσει σημαντικά και η υποχώρηση του ευρώ έναντι του δολαρίου.

Όταν του θέσαμε το θέμα των εξελίξεων στην Τουρκία, που αποτελεί άλλωστε και τον μεγαλύτερο ανταγωνιστή των ελληνικών επιχειρήσεων, ο ίδιος παράγοντας σημείωσε: «Η Τουρκία αποτελεί σήμερα έναν πολύ πιο μεγάλο παίκτη από εμάς, πλην όμως εμείς υπερτερούμε σε ποιότητα, σε αμεσότητα παράδοσης και αξιοπιστία. Από το πραξικόπημα και μετά, οι τουρκικές κλωστοϋφαντουργίες έχουν αναμφίβολα δεχτεί πλήγμα. Η υποτίμηση της τοπικής λίρας έναντι του δολαρίου αύξησε κατά πολύ το κόστος του βάμβακος, ενώ πολλά δάνειά τους είναι με ρήτρα δολαρίου. Αν τώρα αυξηθούν -όπως λέγεται- τα αμερικανικά επιτόκια, τότε θα ανεβεί περαιτέρω και το κόστος χρηματοδότησής τους. Βλέπουμε επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις τους Τούρκους να πουλάνε σε χαμηλές τιμές, προκειμένου να εισπράξουν συνάλλαγμα.

Αν αυτή είναι η μικρή εικόνα, υπάρχει και η μεγαλύτερη. Το κλίμα αστάθειας που έχει δημιουργηθεί κατά τα τελευταία χρόνια στην Τουρκία φαίνεται πως έχει προβληματίσει αρκετούς Ευρωπαίους πελάτες, οι οποίοι πιθανόν να θελήσουν να περιορίσουν την προμηθευτική τους εξάρτηση από εταιρείες της συγκεκριμένης χώρας. Αυτό αναμφίβολα αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία για εμάς, που θα πρέπει να την εκμεταλλευθούμε.

Η τουρκική οικονομία θυμίζει την ελληνική στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, λίγο δηλαδή πριν ξεσπάσει η κρίση. Μισθοί και κατανάλωση που ανεβαίνουν γρήγορα, δημοσιονομικά ελλείμματα που διογκώνονται, διολίσθηση νομίσματος με παράλληλες πληθωριστικές τάσεις, πέρα φυσικά από το γενικότερο κλίμα αβεβαιότητας που υπάρχει για άλλους λόγους στη χώρα».

Το καυτό ερώτημα βέβαια είναι το κατά πόσο οι ελληνικές κλωστοϋφαντουργίες μπορούν σε βάθος χρόνου να καταστούν κερδοφόρες, έτσι ώστε να κερδίσουν μερίδια αγοράς από τους Τούρκους.

«Η απάντηση δεν μπορεί να είναι ένα ναι ή ένα όχι. Για παράδειγμα, ένα σενάριο μεγάλης ανατίμησης του δολαρίου δεν θα μας βόλευε καθόλου. Επίσης, είναι πολύ δύσκολο να αντιδράσουν δυναμικά ελληνικές επιχειρήσεις που όχι μόνο είναι φορτωμένες με υψηλό τραπεζικό δανεισμό λόγω της κρίσης, αλλά και επιβαρύνονται με τόσο μεγάλα επιτόκια. Επίσης, είναι αδιανόητο οι ελληνικές εταιρείες να επιβαρύνονται με υπέρμετρες εργοδοτικές εισφορές ή με ΕΝΦΙΑ και τόσους άλλους φόρους.

Για παράδειγμα, βλέπω επιχείρηση από τη Βόρεια Ελλάδα που δουλεύει κατά διαστήματα, μόνο δηλαδή κατά την περίοδο που διαθέτει ρευστότητα, επειδή οι τράπεζες έχουν σταματήσει τη χρηματοδότηση. Έτσι, δεν μπορούν οι εταιρείες να είναι βιώσιμες.

Από την άλλη πλευρά, βλέπω κάποιες άλλες εταιρείες να προχωρούν σε αναβάθμιση των προσφερόμενων προϊόντων τους, να κάνουν προσπάθειες προκειμένου να αυξήσουν την παραγωγή τους και να έχουν βελτιώσει ως ένα βαθμό την κατάσταση.

Με άλλα λόγια, υπάρχουν και σήμερα κερδοφόρες εταιρείες, ή ακόμη αρκετές εταιρείες θα μπορούσαν να είναι κερδοφόρες, αν οι τράπεζες τους έδιναν την απαιτούμενη ρευστότητα, μειώνοντας δραστικά τα επιτόκια και επιμηκύνοντας τη διάρκεια των δανείων τους.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως Τούρκοι επιχειρηματίες έχουν κατά καιρούς εξετάσει το ενδεχόμενο επένδυσης στην Ελλάδα και επίσης πως ένας από αυτούς συζητά αυτή την περίοδο να λάβει θέση στρατηγικού επενδυτή σε βορειοελλαδίτικη εταιρεία.

Επίσης, μεγάλα οφέλη θα μπορούσαν να προκύψουν μεσομακροπρόθεσμα από τη χρήση αναβαθμισμένων σπόρων βάμβακος και από την πιστοποίηση του ελληνικού λευκού χρυσού.

Δεν θα πρέπει να ξεχνούμε πως η ανάπτυξη της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας θα μπορούσε να προσφέρει αρκετά δισ. ευρώ στο ΑΕΠ της χώρας, δημιουργώντας πλήθος νέων θέσεων εργασίας και ενισχύοντας σημαντικά τις εξαγωγές».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v