Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Κατώτατος μισθός: Τεράστια απόκλιση στις εισηγήσεις των φορέων για την αύξηση

Ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις μακροχρόνιες προβλέψεις όσον αφορά τις πραγματικές αυξήσεις μισθών. Γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη ψαλίδα (3,5%-16,4%) στις προτάσεις για τη φετινή αύξηση του κατώτατου μισθού.

Κατώτατος μισθός: Τεράστια απόκλιση στις εισηγήσεις των φορέων για την αύξηση

Αυξήσεις από 3,5% έως και 16,4% περιλαμβάνουν οι εισηγήσεις των φορέων και των επιστημονικών ινστιτούτων της χώρας που συμμετέχουν στη διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού, με τους επιστήμονες να λαμβάνουν υπόψη στα πορίσματά τους, εκτός από τον πληθωρισμό και τον ρυθμό ανάπτυξης, τον πληθωρισμό των τροφίμων που παραμένει σε υψηλά επίπεδα, τη χαμηλή κάλυψη των μισθωτών από κλαδικές ή επιχειρησιακές συμβάσεις, τη μείωση της ανεργίας, την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδα, την προοπτική μείωσης των επιτοκίων αλλά και τις ελλείψεις σε προσωπικό.

Πρόκειται για ένα μείγμα δημοσιονομικών και δομικών θεμάτων της ελληνικής οικονομίας που θα ληφθεί εκ των πραγμάτων υπόψη και από την αρμόδια υπουργό Εργασίας Δόμνα Μιχαηλίδου, η οποία άλλωστε έχει και τον τελικό λόγο, καθώς στις 22 Μαρτίου θα πρέπει να έχει καταλήξει στην τελική της πρόταση προς το υπουργικό συμβούλιο. Όπως βέβαια και θα καθορίσει εν πολλοίς την πορεία των αυξήσεων έως το 2027, προκειμένου να επιτευχθεί η κυβερνητική εξαγγελία για κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ και μέσο μισθό στα 1.500 ευρώ, έως το 2027.

Κι αν αυτό, στα μαθηματικά φαίνεται εύκολο, με περίπου 5% αυξήσεις στον κατώτατο κατά μέσο όρο, κάθε ένα από τα 4 χρόνια, στην πράξη δεν είναι και τόσο. Υπάρχουν άλλωστε επιστήμονες που επισημαίνουν τη δυσκολία του εγχειρήματος επίτευξης του κυβερνητικού στόχου και κυρίως τη δυσκολία αύξησης των πραγματικών και όχι των ονομαστικών εισοδημάτων.

Προς επίτευξη του άμεσου στόχου

Όλες οι ενδείξεις συντείνουν στο ότι η νέα αύξηση για το 2024 δεν θα είναι κάτω από το 5%, ώστε ο νέος κατώτατος μισθός από 780 ευρώ σήμερα να αυξηθεί τουλάχιστον στα 820 ευρώ, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί και μεγαλύτερη αύξηση. Για να επιτευχθεί, δε, ο στόχος των 950 ευρώ μεικτά, έως και το 2027, θα πρέπει να έχουμε αυξήσεις κατά 5,2% κάθε χρόνο, ώστε από 780 να ανέλθει ο κατώτατος μισθός στα 821 ευρώ τον Απρίλιο του 2024, στα 863 ευρώ το 2025, τα 908 ευρώ το 2026, για να καταλήξει στα 955 ευρώ το 2027.

Βέβαια, η ΓΣΕΕ ζητεί από το 2024 την αύξηση που στο παραπάνω παράδειγμα φαίνεται ως πιθανή να εφαρμοστεί το 2026. Αναλυτικά, στο υπόμνημά της ζητεί αύξηση του κατώτατου μισθού στα 908 ευρώ, από 780 ευρώ που είναι σήμερα, θέτοντας σε νέα βάση τις βασικές αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα, καθώς πρόκειται για αύξηση της τάξης του 16,4% ή 128 ευρώ (μεικτές αποδοχές).

Στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση φαίνεται πως βρίσκεται η πρόταση της ΕΣΕΕ, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες δεν κινείται πάνω από τον πληθωρισμό του 2023. Οι εκπρόσωποι του λιανικού εμπορίου φαίνεται πως στηρίζουν την πρότασή τους για αυξήσεις πέριξ του 3,5% στο γεγονός ότι το εισόδημα προς κατανάλωση έχει μειωθεί δραστικά καθώς η ακρίβεια για τα τρόφιμα απορροφά το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού των νοικοκυριών. Μάλιστα, φέτος, θέτουν ένα ακόμη επιχείρημα στη λογική συγκράτησης των αυξήσεων, που αφορά τις αλλαγές στη φορολογία, επισημαίνοντας ότι πλέον, η αύξηση των μισθών συνδέεται με την τεκμαρτή φορολόγηση των επιχειρήσεων. Για τον λόγο αυτό άλλωστε, ζητούν επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών και κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος.

Συγκρατημένες αυξήσεις, όχι πολύ πάνω από τον πληθωρισμό, στο 4% προτείνει, σύμφωνα με πληροφορίες, η Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ ο ΣΕΤΕ ζητεί αυξήσεις της τάξης του 5%, όσο δηλαδή και οι αυξήσεις που προβλέπει για φέτος η κλαδική ΣΣΕ στον τουρισμό, ενώ η ΓΣΕΒΕΕ θεωρεί πως μια αύξηση της τάξης του 5,5% θα αυξήσει τα εισοδήματα των μισθωτών, τα οποία και θα γυρίσουν στις επιχειρήσεις αφού θα αυξηθεί η κατανάλωση.

Δυσκολότερος ο στόχος του 2027 για πραγματικές αυξήσεις

Τα πρόσφατα στοιχεία του συστήματος Εργάνη έδειξαν ότι το 2023, η ονομαστική αύξηση των μισθών μετατόπισε προς τα πάνω το σύνολο των μισθωτών, χωρίς αυτό να συνεπάγεται και πραγματική αύξηση των αποδοχών, στα 1.500 ευρώ, εντός της 4ετίας. Αφενός, γιατί ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος οι προβλέψεις για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό να είναι διαφορετικές από αυτές πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η κυβερνητική εξαγγελία, αφετέρου μια πιο ποιοτική ανάλυση των δεδομένων, δείχνει πως τα μεγαλύτερα ποσοστά του πληθυσμού αμείβονται με πολύ χαμηλότερο μισθό από τον μέσο.

Παράλληλα άλλωστε, θεσμικοί φορείς όπως η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνουν τη σημασία της διατήρησης και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας οικονομίας, οριοθετώντας τις μισθολογικές αυξήσεις στο πλαίσιο αυτό.

Όπως δήλωσε πρόσφατα ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Γιάννης Στουρνάρας, η αύξηση του κατώτατου μισθού και των αμοιβών εργασίας γενικότερα θα πρέπει να υποστηρίζουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και τη σταθερότητα των τιμών, αλλά και να διασφαλίζουν τη συνολική απασχόληση. Συνεπώς, υπογράμμισε, «οι μισθολογικές αυξήσεις θα πρέπει να συνεκτιμούν τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα μεσοπρόθεσμα, καθώς και τη συγκυρία υψηλής αβεβαιότητας, διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος να ενισχύσουν τις πληθωριστικές πιέσεις, επιδεινώνοντας την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και τελικά μειώνοντας τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων».

Δεν είναι λίγοι οι επιστήμονες και ερευνητές που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, ξεκαθαρίζοντας πως μια πιθανή αστοχία στους στόχους για αύξηση του ΑΕΠ και μείωση του πληθωρισμού μπορεί να μετατοπίσουν τον στόχο για πραγματικές αυξήσεις. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββας Ρομπόλης και ο Δρ. του Παντείου Βασίλης Μπέτσης, η κυβέρνηση έθεσε τον στόχο για αυξήσεις όχι σε πραγματικές αλλά σε ονομαστικές τιμές, λαμβάνοντας ως δεδομένο έναν μέσο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 3% και πληθωρισμό 2% ετησίως.

Με δυσμενέστερες προβλέψεις για το επίπεδο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, εκτιμούν οι δύο ειδικοί, ο στόχος αυτός θα είναι σχεδόν αδύνατο να επιτευχθεί ακόμα και σε ονομαστικές τιμές, δεδομένου ότι δημόσιοι φορείς άσκησης της οικονομικής πολιτικής, επιχειρηματικοί και ευρωπαϊκοί φορείς θα επικαλεστούν ότι μία τέτοια αύξηση θα υπερβαίνει την αύξηση της παραγωγικότητας. Για την επίτευξη του στόχου των μισθών στην παραπάνω δυσμενή περίπτωση, μια λύση θα ήταν ο πληθωρισμός να φθάσει στο επίπεδο του 3%-3,5%, περιορίζοντας βέβαια περαιτέρω τα πραγματικά εισοδήματα.

Αλλά και το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ) σε μια ειδική επεξεργασία των στοιχείων που πρόσφατα δημοσιεύθηκαν από το πληροφοριακό σύστημα Εργάνη του υπουργείου Εργασίας και αυτών που δημοσιοποιεί η ΕΛΣΤΑΤ, για το ύψος των μισθών και του πληθωρισμού το 2023, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πολύ υψηλότερα ποσοστά εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα συγκεντρώνονται στην περιοχή των χαμηλών μισθών, κάτω δηλαδή από τον μέσο μισθό.

Με άλλα λόγια, επισημαίνει πως ο μέσος μισθός, που δεν είναι τίποτε άλλο από τον μέσο όρο του μισθού όλων των μισθωτών, είναι υψηλότερος από τον διάμεσο μισθό, δηλαδή τον μισθό κάτω από τον οποίο αμείβονται οι μισοί μισθωτοί και πάνω από τον οποίο οι άλλοι μισοί. Πιο συγκεκριμένα, από την επεξεργασία των επιστημόνων αποδεικνύεται η μισθολογική ανισότητα, καθώς διαπιστώνεται πως οι αμοιβές των μισών μισθωτών αντιστοιχούν μόλις στο 76,5% του μέσου μισθού, δηλαδή δεν ξεπερνούσαν τα τρία τέταρτα αυτού. Κάτι που σημαίνει πως η πλειονότητα των μισθωτών εξακολουθεί να αμείβεται αρκετά κάτω από τον μέσο μισθό.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v