ΟΠΑΠ: Η δικαστική απόφαση και η ιδιωτικοποίηση

Δύο επιλογές για το μονοπώλιο του ΟΠΑΠ εισηγείται το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Στο ΣτΕ η τελική απόφαση. Οι πρώτες αντιδράσεις της αγοράς και τα "μυστικά" της απόφασης. Πώς επηρεάζεται η διαδικασία ιδιωτικοποίησης.

ΟΠΑΠ: Η δικαστική απόφαση και η ιδιωτικοποίηση
Νέα μεταβολή στο πλαίσιο εντός του οποίου διεξάγεται η απόπειρα ιδιωτικοποίησης του ΟΠΑΠ επιφέρει απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, σε απάντηση ερωτημάτων που του τέθηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας σε σχέση με προσφυγές ξένων εταιρειών στοιχηματισμού (Stanleybet, William Hill, Sportingbet), οι οποίες ζήτησαν άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, που απορρίφθηκαν σιωπηρά.

Ωστόσο, η απόφαση του δικαστηρίου κινείται, όπως άλλωστε συνηθίζεται, στο πλαίσιο της εισήγησης του εισαγγελέα, η οποία ήταν γνωστή στην αγορά, και άρα τουλάχιστον για όσους ασχολούνται στενά με το θέμα του ΟΠΑΠ ήταν μερικώς προεξοφλημένη, παρά τις έντονες πιέσεις που εκδηλώθηκαν το πρωί στη μετοχή και έχουν τώρα περιοριστεί σε περίπου 10%.

Ενδιαφέρον σε σχέση και με την προωθούμενη ιδιωτικοποίηση έχει το γεγονός ότι μνημονεύονται στο κείμενο θέματα όπως η έλλειψη επαρκούς ελέγχου του δημοσίου στη δραστηριότητα του ΟΠΑΠ, που κατά την άποψη του δικαστηρίου δεν φαίνεται να συνάδει με ένα εθνικό μονοπώλιο που θα πρέπει να έχει ως αποκλειστικό αντικείμενο τη διατήρηση ενός επιπέδου ισχυρής προστασίας των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξεως.

Προφανώς, κατά τις πρώτες εκτιμήσεις, οι διατυπώσεις αυτές, αλλά και το σκεπτικό της όλης απόφασης που επισημοποιεί πλέον τα δεδομένα που είχε θέσει με την εισήγησή του ο εισαγγελέας φέρουν προσκόμματα στην ιδιωτικοποίηση του Οργανισμού, τουλάχιστον με τον τρόπο που αυτή προωθείται ως σήμερα.

Η επίλυση της διαφοράς μεταξύ του ελληνικού κράτους και των ξένων εταιρειών παραμένει στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο υπέβαλε τα ερωτήματα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο προκειμένου να έχει την ερμηνεία του τελευταίου επί των διατάξεων.


Eurobank Equities: Θα χρειαστούν μήνες να ξεκαθαρίσει το τοπίο

Υπερβολική χαρακτηρίζει η Eurobank Equities την πτώση της τιμής της μετοχής του ΟΠΑΠ, λόγω της ανακοίνωσης της απόφασης του ευρωδικαστηρίου για το μονοπώλιο, διατηρώντας τη σύσταση buy και την τιμή-στόχο των 7,60 ευρώ ανά μετοχή.

Όπως σχολιάζει η χρηματιστηριακή, αναφερόμενη στην απόφαση, το ευρωδικαστήριο -όπως και ο γενικός εισαγγελέας Μαζάκ- δεν κατακρίνει το μονοπώλιο του ΟΠΑΠ καθεαυτό, αμφισβητεί όμως τη νομική βάση του μονοπωλίου. Το γεγονός ότι η υπόθεση θα μεταφερθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας σημαίνει πως θα χρειαστούν μερικοί μήνες ακόμα μέχρις ότου οι επενδυτές αποκτήσουν μια ξεκάθαρη εικόνα αναφορικά με τη νομιμότητα του ελληνικού μονοπωλίου.

Το ενδιαφέρον είναι πως το ΣτΕ ήταν αυτό που έθεσε το ζήτημα στο ευρωδικαστήριο προκειμένου να υπάρξει προκαταρκτική απόφαση και θα είναι αυτό που μελλοντικά θα αποφασίσει, αν και με διαφορετική σύνθεση σε σχέση με το 2009, σημειώνει.

Σε ό,τι αφορά το μονοπώλιο του διαδικτυακού αθλητικού στοιχηματισμού, η Eurobank Equities υποστηρίζει ότι ο περιορισμός του online προϊόντος που περιλαμβάνεται στους κανονισμούς θα επηρεάσει αρνητικά το ποσοστό της αγοράς που θα υπόκειται στους κανόνες, δηλαδή θα είναι δυσκολότερο η κυβέρνηση να εξαλείψει την «γκρίζα» αγορά.

Οι εκτιμήσεις της χρηματιστηριακής υποθέτουν πως περίπου το 50% της συνολικής online e-gaming αγοράς παραμένει παράκτια.


ΒΕΤΑ: Δεν δείχνει ρεαλιστικό το χρονοδιάγραμμα 

Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου θα μπορούσε να προκαλέσει καθυστέρηση στην ιδιωτικοποίηση του ΟΠΑΠ, εκτιμά η ΒΕΤΑ Χρηματιστηριακή.

Όπως εκτιμά, στη χειρότερη περίπτωση η καθυστέρηση μπορεί να διαρκέσει έως το τέλος του 2013, αλλά σε κάθε περίπτωση το dealine της 5ης Απριλίου δεν είναι πλέον ρεαλιστικό.

Παράλληλα, οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές μπορεί να ζητήσουν χρονική παράταση της διαδιακασίας ώστε να επαναξιολογήσουν την κατάσταση ή να ζητήσουν συγκεκριμένες ρήτρες, λαμβάνοντας υπόψη σενάρια για μια «ανοικτή» αγορά στο διαδικτυακό στοίχημα.

Σε ό,τι αφορά την απόφαση, η ΒΕΤΑ αναμένει ότι αυτή θα προκαλέσει νομοθετική δράση ώστε να καθοριστούν συγκεκριμένοι όροι που θα δικαιολογούν τα μέτρα που αναλαμβάνουν η Πολιτεία και ο ΟΠΑΠ ώστε να διατηρηθεί το μονοπώλιο του Οργανισμού.

Εν τω μεταξύ, η αγορά θα παραμείνει «ανοικτή» σε εναλλακτικούς φορείς για το στοίχημα (sports betting), αναφέρει η ΒΕΤΑ. H χρηματιστηριακή θυμίζει ακόμη ότι έχει ήδη συσταθεί ανεξάρτητη επιτροπή για τον έλεγχο της αγοράς τυχερών παιγνίων.

Η νομοθεσία δεν αναμένεται να είναι έτοιμη έως το καλοκαίρι καθώς θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι απόψεις όλων των ενδιαφερόμενων πλευρών, εκτιμά η ΒΕΤΑ χρηματιστηριακή.


Η απόφαση

Όπως σημειώνεται στην απόφαση "αντιβαίνει προς το Δίκαιο της Ένωσης εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία παρέχει σε έναν και μόνον οργανισμό το μονοπώλιο των τυχερών παιγνίων, χωρίς να μειώνει πράγματι τις δυνατότητες συμμετοχής σε παίγνια, εφόσον, αφενός, δεν περιορίζει τις δραστηριότητες στον τομέα αυτόν κατά συνεπή και συστηματικό τρόπο και, αφετέρου, δεν διασφαλίζει αυστηρό έλεγχο της επεκτάσεως των τυχερών παιγνίων αποκλειστικώς και μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας", όπως αποφάνθηκε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Δίνει στην Ελλάδα δύο επιλογές:

α) Αν εκτιμά ότι η ελευθέρωση της αγοράς των τυχερών παιγνίων αντιβαίνει στο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξεως, το οποίο η Ελληνική Δημοκρατία σκοπεί να διασφαλίσει, μπορεί να περιοριστεί στη μεταρρύθμιση του υφιστάμενου μονοπωλίου και στην υποβολή του σε αποτελεσματικό και αυστηρό έλεγχο εκ μέρους των δημόσιων αρχών.

β) Αντιθέτως, αν το κράτος μέλος επιλέξει την ελευθέρωση της αγοράς -η οποία δεν του επιβάλλεται κατ’ ανάγκην από το Δίκαιο της Ένωσης-, οφείλει να τηρεί τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, καθώς και την υποχρέωση διαφάνειας. Ως εκ τούτου, η καθιέρωση ενός συστήματος προηγούμενης διοικητικής αδειοδοτήσεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία δεν εισάγουν διακρίσεις, προκειμένου να μην είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο αυθαίρετο η εξουσία εκτιμήσεως των εθνικών αρχών.


Ολόκληρη η ανακοίνωση έχει ως εξής:

Στην Ελλάδα, η οργάνωση και η λειτουργία των τυχερών παιγνίων και των δελτίων στοιχημάτων έχουν ανατεθεί για χρονικό διάστημα είκοσι ετών -μέχρι το 2020- στην ανώνυμη εταιρία ΟΠΑΠ (Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου ΑΕ), εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Το Ελληνικό Δημόσιο εγκρίνει τους σχετικούς με τις δραστηριότητες του ΟΠΑΠ κανονισμούς και παρακολουθεί τη διαδικασία διεξαγωγής των παιγνίων, αν και είναι σήμερα μειοψηφών μέτοχος (34%). Ο ΟΠΑΠ καθορίζει το μέγιστο ποσό στοιχηματισμού και κέρδους ανά δελτίο (και όχι ανά παίκτη) και έχει δικαίωμα δωρεάν χρήσεως έως και 10% των προορισμένων για διαφημίσεις χώρων των σταδίων και γυμναστηρίων. Έχει επίσης επεκτείνει τις δραστηριότητές του στο εξωτερικό, και συγκεκριμένα στην Κύπρο.

Οι εταιρίες Stanleybet, William Hill και Sportingbet είναι εγκατεστημένες στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου διαθέτουν άδειες οργανώσεως τυχερών παιγνίων κατά το Αγγλικό Δίκαιο.
Οι εταιρίες αυτές άσκησαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αιτήσεις ακυρώσεως κατά των εκ μέρους των ελληνικών αρχών σιωπηρών απορρίψεων των αιτήσεών τους να τους παρασχεθεί η άδεια οργανώσεως αθλητικών στοιχημάτων στην Ελλάδα.

Το ελληνικό δικαστήριο υπέβαλε ως εκ τούτου στο Δικαστήριο το ερώτημα αν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης και ιδίως στις αρχές περί των θεμελιωδών ελευθεριών (της εγκαταστάσεως και της παροχής υπηρεσιών) η εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία παρέχει το αποκλειστικό δικαίωμα λειτουργίας των παιγνίων σε έναν και μόνον οργανισμό. Παρατηρεί ότι, μολονότι σκοπός της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως είναι ο περιορισμός της προσφοράς των παιγνίων και η καταπολέμηση της συναφούς προς τα παίγνια εγκληματικότητας, ο ΟΠΑΠ ασκεί επεκτατική εμπορική πολιτική.

Το Δικαστήριο, στη σημερινή απόφασή του, επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι η εθνική κανονιστική ρύθμιση που θεσπίζει το μονοπώλιο του ΟΠΑΠ και απαγορεύει στους εγκατεστημένους εντός άλλου κράτους μέλους ανταγωνιστές να παρέχουν τα ίδια παίγνια εντός της ελληνικής επικράτειας συνεπάγεται περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Ως εκ τούτου, εξετάζει κατά πόσον ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να γίνει δεκτός κατά παρέκκλιση, για λόγους δημόσιας τάξεως, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας ή για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η κανονιστική ρύθμιση των τυχερών παιγνίων περιλαμβάνεται μεταξύ των τομέων εκείνων στους οποίους υπάρχουν σημαντικές διαφορές ηθικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής φύσεως μεταξύ των κρατών μελών και, ελλείψει κοινοτικής εναρμονίσεως, σε κάθε κράτος μέλος εναπόκειται να εκτιμήσει, σύμφωνα με τη δική του κλίμακα αξιών, τις απαιτήσεις που συνεπάγεται η προστασία των διακυβευομένων συμφερόντων. Συγκεκριμένα, όπως έχει ήδη αναγνωρίσει με τη νομολογία του, ο περιορισμός της προσφοράς των τυχερών παιγνίων και η καταπολέμηση της συναφούς προς τα παίγνια αυτά εγκληματικότητας μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμούς στις θεμελιώδεις ελευθερίες.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει εντούτοις ότι οι περιορισμοί τους οποίους επιβάλλουν τα κράτη μέλη πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις όσον αφορά την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, διασφαλίζοντας συγχρόνως την επίτευξη των προβαλλόμενων σκοπών κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό.

Συνεπώς, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει αν η εθνική κανονιστική ρύθμιση επιδιώκει πράγματι τον σκοπό της μειώσεως των δυνατοτήτων συμμετοχής σε παίγνια και της καταπολεμήσεως της συναφούς προς τα παίγνια αυτά εγκληματικότητας.

Το Δικαστήριο υποδεικνύει ωστόσο στο εθνικό δικαστήριο να λάβει υπόψη του, όσον αφορά τον πρώτο σκοπό, τα διάφορα στοιχεία του ρυθμιστικού πλαισίου και της πρακτικής λειτουργίας του ΟΠΑΠ, όπως είναι τα δικαιώματα και τα προνόμια που διαθέτει για τη διαφήμιση των παιγνίων και ο καθορισμός του μέγιστου ποσού στοιχηματισμού ανά δελτίο (και όχι ανά παίκτη). Όσον αφορά τον δεύτερο σκοπό, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να ελέγξει αν υφίσταται πράγματι ο κρατικός έλεγχος, λαμβανομένου υπόψη ότι ένα τόσο περιοριστικό μέτρο όπως το μονοπώλιο πρέπει να υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο, ενώ στην περίπτωση του ΟΠΑΠ, ο οποίος είναι ανώνυμη εταιρία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, το Ελληνικό Δημόσιο έχει διατηρήσει ψήγματα μόνον εποπτείας.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο απαντά ότι αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία παρέχει σε έναν και μόνον οργανισμό το μονοπώλιο των τυχερών παιγνίων, χωρίς να μειώνει πράγματι τις δυνατότητες συμμετοχής σε παίγνια, εφόσον, αφενός, δεν περιορίζει τις δραστηριότητες στον τομέα αυτόν κατά συνεπή και συστηματικό τρόπο και, αφετέρου, δεν διασφαλίζει αυστηρό έλεγχο της επεκτάσεως των τυχερών παιγνίων αποκλειστικώς και μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας.

Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, λόγω της υπεροχής του άμεσα εφαρμοστέου Δικαίου της Ένωσης, δεν μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζεται για μεταβατική περίοδο εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία συνεπάγεται περιορισμούς ασυμβίβαστους προς την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, οπότε οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να μην αποφαίνονται, κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας περιόδου, επί αιτήσεων χορηγήσεως αδείας.

Στο πλαίσιο αυτής της ασύμβατης προς το Δίκαιο της Ένωσης καταστάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία έχει δύο δυνατότητες.

Αν εκτιμά ότι η ελευθέρωση της αγοράς των τυχερών παιγνίων αντιβαίνει στο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξεως, το οποίο η Ελληνική Δημοκρατία σκοπεί να διασφαλίσει, μπορεί να περιοριστεί στη μεταρρύθμιση του υφισταμένου μονοπωλίου και στην υποβολή του σε αποτελεσματικό και αυστηρό έλεγχο εκ μέρους των δημοσίων αρχών.

Αντιθέτως, αν το κράτος μέλος επιλέξει την ελευθέρωση της αγοράς -η οποία δεν του επιβάλλεται κατ’ ανάγκην από το Δίκαιο της Ένωσης- οφείλει να τηρεί τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, καθώς και την υποχρέωση διαφάνειας. Ως εκ τούτου, η καθιέρωση ενός συστήματος προηγούμενης διοικητικής αδειοδοτήσεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια τα οποία δεν εισάγουν διακρίσεις, προκειμένου να μην είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο αυθαίρετο η εξουσία εκτιμήσεως των εθνικών αρχών.


ΟΠΑΠ: Eπιβεβαιώθηκε η πάγια νομολογία

Με ανακοίνωσή του ο ΟΠΑΠ σημειώνει ότι η απόφαση επιβεβαίωσε την πάγια νομολογία του σύμφωνα με την οποία είναι καταρχήν δυνατή η χορήγηση αποκλειστικών δικαιωμάτων για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, όπως η προστασία των καταναλωτών και η αποτροπή της απάτης και της παροτρύνσεως των πολιτών σε υπερβολική δαπάνη συνδεόμενη με τα τυχερά παίγνια».

Τονίζει ότι «το Δικαστήριο δεν διέλαβε καμία απολύτως κρίση σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, εάν δηλαδή το ρυθμιστικό πλαίσιο των παιγνίων είναι ή όχι συμβατό με τις προϋποθέσεις που τίθενται από τη νομολογία και παρέπεμψε το ζήτημα της αξιολόγησης της εθνικής νομοθεσίας στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την υπενθύμιση ότι θα πρέπει αυτό να λάβει υπ’ όψιν του συνολικά τις ρυθμιστικές συνθήκες, ιδίως δε την αυστηρότητα του ασκούμενου από το δημόσιο ελέγχου, τη συνέπεια στην άσκηση της περιοριστικής πολιτικής στα παίγνια και την αναλογικότητα των σχετικών μέτρων».

Ο οργανισμός σημειώνει επίσης ότι «επειδή έχει ήδη εκκινήσει επιχείρηση παραπληροφόρησης σχετικά με το σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η ΟΠΑΠ Α.Ε. επισημαίνει ότι η απόφαση αυτή δικαιώνει στους κύριους άξονές της την πολιτική του Ελληνικού Δημοσίου, η δε συμβατότητα της ελληνικής νομοθεσίας προς τις επιταγές της ευρωπαϊκής νομολογίας θα κριθεί οριστικά από την ελληνική δικαιοσύνη.

Σε κάθε δε περίπτωση επιτρέπει στην ελληνική πολιτεία να συνεχίσει την περιοριστική της πολιτική, μια από τις πιο αυστηρές στην Ευρώπη, με γνώμονα τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και της αποτροπής της μετατροπής της χώρας σε ευρωπαϊκό παράδεισο του τζόγου, όπως ορισμένοι οραματίζονται χωρίς να συμβάλλουν ούτε κατ’ ελάχιστον στην ελληνική κοινωνία».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v