Έναν πλωτό χώρο εκδηλώσεων, στο Φάληρο, πάνω από 415 χιλιόμετρα μακριά από τις εγκαταστάσεις της στα Ιωάννινα, αλλά κοντά στο στρατηγείο της CVC Capital Partners στην Αθήνα, επέλεξε η διοίκηση της Γαλακτοβιομηχανίας Δωδώνη, για τη χθεσινή της εκδήλωση.
Αφορμή ήταν το επαναλανσάρισμα του στραγγιστού της γιαουρτιού. Όμως η παρουσία σύσσωμου του management team της, του Νίκου Σερέτη από τη CVC Capital Partners -η CVC ελέγχει το 75% της βιομηχανίας- και του διευθύνοντος συμβούλου της ΔΕΛΤΑ Χρήστου Τσόλκα -η ΔΕΛΤΑ ελέγχεται από τη CVC- μετακίνησε το ενδιαφέρον στις μετοχικές αλλαγές και στην επόμενη ημέρα της ηπειρώτικης βιομηχανίας.
Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, η επόμενη ημέρα για τη Γαλακτοβιομηχανία Δωδώνη έχει συντελεστεί ήδη. Η CVC Capital Partners φέρεται να έχει εξασκήσει ήδη το δικαίωμα που της έδινε η προ διετίας συμφωνία της με τη SI Foods και να έχει αποκτήσει το εναπομείναν ποσοστό που δεν κατείχε στη Δωδώνη, δηλαδή το 25%, και να έχει καταστεί βασικός και μοναδικός μέτοχός της.
Παρ’ όλα αυτά επισήμως αυτό δεν επιβεβαιώνεται. Με πηγές από την ηπειρώτικη γαλακτοβιομηχανία και από τη CVC να δηλώνουν ανεπισήμως ότι αυτό θα συμβεί το προσεχές διάστημα και σίγουρα πριν την εκπνοή του έτους. Όμως αυτό δεν φαίνεται να αλλάζει πολλά στο καθημερινό business της. Το management team θα παραμείνει το ίδιο, τουλάχιστον για την επόμενη διετία, και το ενδεχόμενο συγχώνευσης με τη ΔΕΛΤΑ απομακρύνεται.
«Το καλό είναι ότι οι εταιρείες -σ.σ. η Δωδώνη και η ΔΕΛΤΑ- θα παραμείνουν ανεξάρτητες. Πρόκειται για δύο διαφορετικές εταιρείες, με τελείως διαφορετική φιλοσοφία, πολύ λίγα κοινά ενώ οι όποιες συνέργειες είναι πολύ λίγες», λέει πηγή με γνώση στο Euro2day.gr.
Ο λόγος όμως για τον οποίο η CVC δεν είχε εξασκήσει το δικαίωμα εξαγοράς του εναπομείνοντος 25% της Δωδώνη κρύβεται πίσω από ένα deal που δεν ολοκληρώθηκε στο παρά ένα. «Η SI Foods κράτησε το 25% της Δωδώνη γιατί υπήρχε προσύμφωνο εξαγοράς άλλης εταιρείας μεγάλου μεγέθους από τον κάμπο. Το σκεπτικό ήταν να μπορέσουν σε κάποια χρόνια να κερδίσουν από την υπεραξία της νέας εταιρείας που θα δημιουργούνταν. Αυτό όμως δεν έγινε. Οι μέτοχοι της θεσσαλικής τυροκομικής βιομηχανίας δεν συμφώνησαν τελικά», λέει στο Euro2day.gr πηγή με γνώση. Η εταιρεία-στόχος ήταν η La Farm, συμφερόντων της οικογένειας Πλεξίδα. Αν η εξαγορά ολοκληρωνόταν, τότε θα άλλαζε όχι μόνο τη δομή της ηπειρώτικης εταιρείας αλλά και το status quo στην παραγωγή φέτας.
Σήμερα η Δωδώνη, που είναι market leader στη φέτα, επενδύει όχι μόνο στο βασικό της προϊόν αλλά και στο γιαούρτι, όπου ελέγχει μερίδιο 8% της αγοράς (στραγγιστό και παραδοσιακό) και στο λευκό τυρί. Τη φετινή χρονιά οι επενδύσεις της άγγιξαν τα 7 εκατ. ευρώ και κατευθύνθηκαν στην αναβάθμιση των εγκαταστάσεών της σε Ιωάννινα και Θήβα. Στη Θήβα παράγεται το παραδοσιακό γιαούρτι, αυτό με την πέτσα, και η βαρελίσια φέτα Παρνασσός.
Ο διευθύνων σύμβουλός της Μιχάλης Παναγιωτάκης εκτιμά ότι εφέτος η εταιρεία θα γυρίσει σε κέρδη -πέρυσι η εταιρεία παρουσίασε ζημιές- και θα εμφανίσει μικρή αύξηση του κύκλου εργασιών της. Αυτό θα επιτευχθεί, σύμφωνα με όσα είπε ο ίδιος στο περιθώριο της χθεσινής εκδήλωσης, λόγω της μείωσης του λειτουργικού κόστους κατά 20% αλλά και λόγω της εισόδου της σε νέες προϊοντικές κατηγορίες, όπως είναι το λευκό τυρί. Σύμφωνα με τον ίδιο, η κατανάλωση φέτας έχει υποχωρήσει 2-3% σε όγκους ενώ δεν εντοπίζει μετακίνηση των καταναλωτών από τη φέτα στο λευκό τυρί, είπε απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις του Euro2day.gr.
Μιλώντας για τις επιπτώσεις στην παραγωγή αιγοπρόβειου γάλακτος εξαιτίας του «Daniel», εκτιμά ότι δεν είναι μεγάλη. «Δεν θεωρώ ότι είναι μεγάλο το πρόβλημα στη Θεσσαλία. Η εκτίμηση που έχουμε κάνει είναι ότι έχουν χαθεί γύρω στα 40.000 ζώα. Αυτό σημαίνει απώλεια 8.000 τόνων γάλα σε σύνολο 660.000 τόνων που παράγει η χώρα. Είναι πολύ μικρό το ποσοστό και δεν πιστεύω ότι θα επηρεάσει την παραγωγή».
Πάντως υπάρχουν και εκείνοι που υποστηρίζουν ότι λόγω του «Daniel» και της καταστροφής στη Θεσσαλία χάθηκε το 15% της παραγωγής αιγοπρόβειου γάλακτος, ενώ σοβαρό πρόβλημα υπάρχει και στα ζώα που επιβίωσαν. Σύμφωνα με τους ίδιους, απαιτούνται τουλάχιστον δύο χρόνια να επανέλθει η κατάσταση και ότι το κενό που έχει δημιουργηθεί θα καλυφθεί από εισαγωγές, κάτι που είναι παράνομο.