
«Πράσινο φως για μια καινούργια βοήθεια στην Ελλάδα», είναι ο τίτλος σε άρθρο της οικονομικής εφημερίδας «L' Echo», την Παρασκευή, στο οποίο τονίζεται ότι οι όροι του δεύτερου προγράμματος βοήθειας πρέπει να προσδιοριστούν ως τις 20 Ιουνίου.
Σύμφωνα με την L' Echo, οι συζητήσεις στη Βιέννη ολοκληρώθηκαν μέσα στη νύχτα μεταξύ Τετάρτης και Πέμπτης και δόθηκε το πράσινο φως για μια επιπρόσθετη βοήθεια στην Αθήνα. Επισημαίνεται, επίσης, ότι το δεύτερο πρόγραμμα βοήθειας, θα καλέσει τους ιδιώτες επενδυτές να συμμετάσχουν, αλλά σε περιορισμένο ποσοστό, για να μην προκληθούν αντιδράσεις από τις αγορές. Οι όροι αυτής της συμμετοχής, καθώς και το ύψος της διεθνούς βοήθειας θα προσδιοριστούν σε μια συνάντηση των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης στις 20 Ιουνίου, αναφέρει το άρθρο.
Εξάλλου, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα «La Libre Belgiqu», ο Υπουργός Οικονομικών του Βελγίου Ντιντιέ Ρέιντερς, επισημαίνει ότι η διαδικασία για τη νέα βοήθεια έχει ήδη δρομολογηθεί. Στη συνέντευξη, που έχει τίτλο, «Ελλάδα: Διατήρηση βοήθειας και ελέγχων», ο Βέλγος υπουργός υπογραμμίζει τις προσπάθειες που έχει καταβάλει η ελληνική πλευρά.
«Οι Έλληνες έχουν κάνει σημαντικές προσπάθειες, που σαν αυτές δεν έχουμε ξαναδεί, σε θέματα, για παράδειγμα, μείωσης ελλείμματος προϋπολογισμού. Η θέληση για πρόοδο υπάρχει. Αλλά παραμένουμε ανήσυχοι για την υλοποίηση της. Θα έχουμε μια Έκθεση επί του θέματος στο τέλος της εβδομάδας».
Όσον αφορά στην παροχή νέας βοήθειας, ο Ντ. Ρέιντερς τονίζει ότι ως το τέλος Ιουνίου, θα έχει βρεθεί λύση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, «χωρίς εξεζητημένα μέτρα, σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο».
Σε ό,τι αφορά στα σενάρια περί εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, ο Βέλγος υπουργός οικονομικών αναφέρει: «Αφήνουμε πολύ να κυκλοφορούν ιδέες για την έξοδο της Ελλάδας από τη ζώνη ευρώ: ένας παραλογισμός, ειδικά όταν εκφράζεται από χείλη εθνικών ιθυνόντων, όπως και η ιδέα αναδιάρθρωσης του χρέους. Γιατί να σταματήσουμε σε ένα κράτος(;): θα προκληθεί άμεσα domino effect. Θα είναι ο πιο εύκολος τρόπος να γεμίσουν οι τσέπες εκείνων που πήραν κερδοσκοπικές θέσεις, στοιχηματίζοντας σε αυτό το σενάριο».
Παράλληλα, η εφημερίδα «Le Soir» φιλοξενεί συνέντευξη του Προέδρου της Ομάδας των Φιλελευθέρων και πρώην Πρωθυπουργού του Βελγίου Γκι Βερχόφστατ, με τίτλο «Πώς πρέπει να σώσουμε το Ευρώ». Σύμφωνα με τον Γκι Βερχόφστατ, η ΕΕ πρέπει να σταματήσει να παίζει «κρυφτό» και να προσδιορίσει μια διαρθρωτική λύση για την Ελλάδα.
«Το ελληνικό πρόβλημα πρέπει να λυθεί το συντομότερο. Όσο δεν βρίσκεται λύση, η Ελλάδα θα συνεχίσει να αποδυναμώνει την ευρωζώνη. Δεν υπάρχει, λοιπόν, άλλη λύση από το να σκύψουμε όλοι και να βοηθήσουμε την Ελλάδα. Αυτό προϋποθέτει μια προσπάθεια από όλους από την Ελλάδα, που θα πρέπει να υιοθετήσει σκληρότερα μέτρα και μεταρρυθμίσεις, από τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης, που θα πρέπει να μειώσουν τα επιτόκια αποπληρωμής, για να φτάσουν στα επιτόκια που έχει θέσει για την Ελλάδα το ΔΝΤ και όλους τους κατόχους ελληνικών ομολόγων, οι οποίοι ή θα δεχτούν μια επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, ή, όπως προτείνει ο Paul de Grauwe, αυτά τα ομόλογα να μετατραπούν σε έναν μικρότερο αριθμό ευρωπαϊκών ομολόγων, με καλύτερη βαθμολόγηση», αναφέρεται σχετικά.
Την ίδια ώρα, η βελγική εφημερίδα «De Tijd» εξαπολύει επίθεση στη στρατηγική της ΕΕ απέναντι στην ελληνική κρίση, μέσα από το κύριο άρθρο της, την Παρασκευή. Κατά τον αρθρογράφο της εφημερίδας, η τακτική «τιμωρίας», που ακολουθεί η ΕΕ, στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι «αντιπαραγωγική», στο βαθμό που δυσχεραίνει τις προσπάθειες αντιμετώπισης της κρίσης, αντί να τις διευκολύνει. Το πρόβλημα, σύμφωνα με την εφημερίδα, έγκειται στο ότι η Ευρώπη, εδώ και 13 μήνες, «θέλει να κάνει την Ελλάδα να ματώσει».
Όπως, όμως, παρατηρεί, όσο περισσότερο καλείται η Ελλάδα να εφαρμόσει μια πολιτική σκληρής λιτότητας και να υποθηκεύσει τα «ασημικά» της, τόσο πιο «σισύφειο γίνεται το έργο της εκπλήρωσης των δημοσιονομικών στόχων.
Ταυτόχρονα, συνεχίζει αναφέροντας πως «οι Ευρωπαίοι πρέπει να είναι πραγματικά τυφλοί ώστε να μην μπορούν να δουν ότι οι Έλληνες καλούνται να εκπληρώσουν δύο αντιφατικούς στόχους: Από την μια μεριά αξιώνουν - ορθά - από τους Έλληνες να λάβουν μέτρα για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, που προϋποθέτουν μια 'εσωτερική υποτίμηση', μέσω της μείωσης των μισθών και των τιμών, ενώ από την άλλη αναμένουν από αυτούς να μπορέσουν να αποπληρώσουν - σε συνθήκες αποπληθωρισμού - όλες τις οφειλές τους».
Κατά δεύτερο λόγο, συνεχίζει ο αρθογράφος, είναι προφανές ότι η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει κρίση ρευστότητας, αλλά «κρίση φερεγγυότητας». Με άλλα λόγια - εξηγεί - η Ελλάδα δεν μπορεί να εισπράξει αρκετά έσοδα από φόρους ώστε να εξοφλήσει τα χρέη της. Ως εκ τούτου - εκτιμά - το να χορηγεί κανείς επιπλέον ρευστότητα (με τη μορφή ενός δανείου 60 -70 δισ. ευρώ) στην Ελλάδα «είναι σαν να προσπαθεί να μεταθέσει την καυτή πατάτα για αργότερα».
Στο «δια ταύτα», ο αρθογράφος υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν παρά δύο επιλογές για να επιλύσει κανείς ένα παρόμοιο πρόβλημα φερεγγυότητας: Η μία είναι να μειώσει το ύψος του χρέους, μέσω μιας αναδιάρθρωσης, κάτι που, όμως, μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες και αποτελεί παρακινδυνευμένη επιλογή και η άλλη να
προχωρήσει στην δημιουργία μιας οικονομικής - δημοσιονομικής ένωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που θα λειτουργεί συμπληρωματικά με τη Νομισματική Ένωση, ακολουθώντας και τις παραινέσεις του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν Κλοντ Τρισέ περί σύστασης ενός ευρωπαϊκού υπουργείου Οικονομικών.