Σκληραίνει η διαμάχη μεταξύ των ευρωπαίων πολιτικών και των ιδιωτών ομολογιούχων αναφορικά με το ποσοστό «κουρέματος» του ελληνικού χρέους, καθώς οδεύουμε στην τελική ευθεία για την κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής.
Σύμφωνα με αξιωματούχους της ευρωζώνης που επικαλείται το Reuters, οι ηγέτες των 17 ενδέχεται να μην είναι έτοιμοι να κατονομάσουν το ακριβές ύψος του haircut στο ελληνικό χρέος, αλλά ενδέχεται να υποδηλώσουν το επιθυμητό επίπεδο, που θεωρείται πως κυμαίνεται μεταξύ 50-60%, ανακοινώνοντας το ύψος στο οποίο επιθυμούν να διαμορφωθεί η βοήθεια από τον ιδιωτικό τομέα και το στόχο για το δείκτη χρέους/ΑΕΠ της Ελλάδας το 2020.
«Υπάρχει ένα θέμα με τα νούμερα», δήλωσε ευρωπαίος αξιωματούχος στο πρακτορείο. «Όλοι έχουν μια νευρικότητα με τα νούμερα. Έχουμε παρουσιάσει νούμερα στο παρελθόν και δεν ήταν επαρκή». «Χρειαζόμαστε όντως ένα ακριβές μέγεθος; Είναι απαραίτητο», σχολίαζε δεύτερος αξιωματούχος.
Οι πηγές του πρακτορείου υπογραμμίζουν ότι ιδίως ο προσδιορισμός των κεφαλαίων που απαιτούνται για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν είναι δυνατόν να ανακοινωθεί πριν κλείσουν τα ζητήματα των ζημιών από τα ελληνικά ομόλογα αλλά και της μόχλευσης των κεφαλαίων του EFSF. Σημειώνεται ότι η Σύνοδος Κορυφής καλείται να εγκρίνει μια λύση για την επιδεινούμενη κρίση χρέους της ευρωζώνης, που θα περιλαμβάνει ένα σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, την ενίσχυση του EFSF.
Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με το πρακτορείο, αυξάνονται οι αμφιβολίες για το αν θα υπάρξει ξεκάθαρη συμφωνία, με ακριβή μεγέθη, τόσο στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών όσο και στην αύξηση της «δύναμης πυρός» του ταμείου διασώσεων.
«Οι ηγέτες της Ευρώπης θα πρέπει να εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει για λύσεις στην κρίση χρέους της ευρωζώνης», υποστήριξε ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Timothy Geithner. «Λένε πολλά σωστά πράγματα και είναι ξεκάθαρο πως δουλεύουν πάνω στο θέμα με μεγαλύτερη αίσθηση του επείγοντος» δήλωσε σε συνέντευξη του στο Wilmington της Βόρειας Καρολίνας. «Όλα αυτά είναι ευπρόσδεκτα αλλά μέχρι να δούμε τα αποτελέσματα είναι δύσκολο να κρίνουμε», συμπλήρωσε. Σημείωσε επίσης πως «είναι σημαντικό για την ανάπτυξη σε όλο τον κόσμο να εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις τους τις επόμενες ημέρες και πριν από τη σύνοδο του G20 στις αρχές Νοεμβρίου. «Πρέπει να δούμε τις λεπτομέρειες, όχι μόνο τους στόχους», τόνισε.
Υποβαθμίζει τις προσδοκίες ότι θα υπάρξει σήμερα, στη σύνοδο κορυφής, οριστική λύση στο πρόβλημα της Ευρώπης ο ολλανδός υπουργός Οικονομικών Jan Kees de Jager. Σύμφωνα με δηλώσεις του, που μεταδίδει η WSJ, οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε κρίσιμη φάση αλλά απέφυγε να πει αν θα οδηγήσουν σε τελική συμφωνία. «Ποτέ δεν είπαμε ότι η σύνοδος αυτή είναι μια κρίσιμη σύνοδος. Περιγράφεται ως τέτοια κυρίως από τον αγγλοσαξωνικό τύπο», δήλωσε σε βουλευτές στη Χάγη. «Θα πρέπει να είναι ένα πειστικό πακέτο. Καλύτερα μια μέρα χωρίς απόφαση παρά δυο χρόνια με ένα πακέτο που δεν λειτουργεί».
«Οι συνομιλίες με τον ιδιωτικό τομέα είναι πολύ δύσκολες και το θέμα της μείωσης του ελληνικού χρέους ενδέχεται να αποδειχθεί το δυσκολότερο θέμα της Συνόδου», υπογραμμίζει σχετικά υψηλόβαθμος ευρωπαίος αξιωματούχος, αναφέρει το Reuters. Από τις διαπραγματεύσεις, διαφαίνεται ότι προκρίνεται μια απόφαση για μείωση της ονομαστικής αξίας των ελληνικών τίτλων έως και κατά 60%.
Ο επικεφαλής του Eurogroup, Ζ. Κ. Γιούνκερ τόνισε ότι η συζήτηση για τη μείωση του ελληνικού χρέους εστιάζεται σε ένα κούρεμα «κοντά στο 50%», ζητώντας παράλληλα να αποφευχθεί πάση θυσία η χρεοκοπία. Ο επικεφαλής της ομάδας των Φιλελευθέρων στο ευρωκοινοβούλιο, Γκι Φερχόφσταντ, δήλωσε ότι το σχέδιο απόφασης που θα συζητηθεί στη Σύνοδο προβλέπει «κούρεμα» 60%.
Από την πλευρά των ομολογιούχων, οι διαπραγματευτές του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου (ΙΙF) φέρονται να έχουν δεχτεί να προχωρήσει μείωση κατά 40%, επί της παρούσας αξίας των τίτλων και όχι αποκλειστικά της ονομαστικής τους αξίας, ζητώντας παράλληλα εγγυήσεις ύψους 55 δισ. ευρώ για τα νέα ομόλογα.
Σύμφωνα με πηγή των Financial Times που βρίσκεται κοντά στους ιδιώτες επενδυτές, μια μείωση της ονομαστικής αξίας των ομολόγων κατά 60% ισοδυναμεί με μείωση κατά 75% έως 80% της παρούσας αξίας των τίτλων αυτών. Ο ίδιος ο επικεφαλής του IIF, Τσάρλς Νταλάρα υπογράμμισε ότι «υπάρχουν όρια στο τι θα μπορούσε να θεωρηθεί εθελοντικό», προειδοποιώντας ότι «οποιαδήποτε προσέγγιση δεν βασίζεται σε συνεργατικές συζητήσεις και περιλαμβάνει μονομερείς ενέργειες θα ισοδυναμεί με χρεοκοπία, θα απομονώσει την ελληνική οικονομία από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου για πολλά χρόνια και θα επιβάλλει ένα δυσβάσταχτο βάρος στον ελληνικό λαό και στους Ευρωπαίους φορολογουμένους, οι οποίοι έχουν κάνει ήδη πολλά για να στηρίξουν του Έλληνες».
Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με τους FT, η Γαλλία, η ΕΚΤ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν ήδη δώσει το «πράσινο φως» στον επικεφαλής διαπραγματευτή της Ευρωζώνης Βιτόριο Γκρίλι να ζητήσει από τις τράπεζες το «κούρεμα» των ομολόγων, προσχωρώντας στη σκληρή διαπραγματευτική γραμμή.
Οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης προειδοποίησαν ότι θα περάσουν εβδομάδες μέχρι να ολοκληρωθούν τα εργαλεία που θα δώσουν στο ταμείο διασώσεων τα απαραίτητα «πυρομαχικά», ώστε να υπερασπιστεί χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία από τις κερδοσκοπικές επιθέσεις, σύμφωνα με τους Financial Times. Το προσχέδιο των προϋποθέσεων για τη «βελτιστοποίηση» του European financial stability facility που κατατέθηκε στο γερμανικό κοινοβούλιο και εξασφάλισαν οι Financial Times, αναφέρει ότι το EFSF θα έχει να επιλέξει, κατά περίπτωση, ανάμεσα σε δύο εργαλεία.
Για να αυξηθούν οι διαθέσιμοι πόροι των περίπου 250 δισ. ευρώ –τα υπόλοιπα από τα αρχικά 440 δισ. ευρώ που έχουν ήδη δεσμευθεί- το EFSF αφενός θα ασφαλίσει τμήματα των νέων κρατικών ομολογιακών εκδόσεων και αφετέρου θα αξιοποιήσει ειδικό ταμείο (special fund) που θα τροφοδοτείται από ιδιώτες και δημόσιους επενδυτές. Όμως οι κυβερνήσεις προειδοποιούν ότι το έργο της εξασφάλισης της επενδυτικής αποδοχής για αυτό το δεύτερο special-purpose investment vehicle θα χρειαστεί «περίοδο κάποιων εβδομάδων» αν υποθέσουμε ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα δώσουν το πράσινο φως στην σύνοδο κορυφής της Τετάρτης.
Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση της Ιταλίας, εκτός των πιέσεων από τις αγορές στο κόστος δανεισμού και από τους ευρωπαίους εταίρους για σαφήνεια στις μεταρρυθμίσεις, έρχεται αντιμέτωπη με έντονες αντιδράσεις και εντός των τειχών, με αιχμή τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού.