Τι αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου του ο Κ. Μητσοτάκης

«Δίνει» Εβερτ, Καραμανλή και όλες τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ πλην της πρώτης 4ετίας Σημίτη. Σήμερα η παρουσίαση. «Εάν δεν πέφταμε η Ελλάδα δεν θα αντιμετώπιζε κίνδυνο πτώχευσης», σημειώνει.

  • Real.gr
Τι αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου του ο Κ. Μητσοτάκης
Μπορεί ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με το βιβλίο του που παρουσιάζει σήμερα να αποφεύγει να ρίξει λάδι στη φωτιά με τον Αντώνη Σαμαρά, όμως «αδειάζει» τον Μιλτιάδη Έβερτ και «δίνει» κανονικά τον Κώστα Καραμανλή για τις ευθύνες του στη δημιουργία του χρέους.

Όπως αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου του που παρουσιάζει το Real.gr, μετά την πτώση της κυβέρνησής του, η Ελλάδα δεν ξαναβρήκε στην πραγματικότητα το ρόλο της. Στη ΝΔ, αναφέρει, «επικράτησαν οι λαϊκίστικες απόψεις που εξέφραζε η εσωκομματική μου αντιπολίτευση», δηλαδή ο Μιλτ. Έβερτ . Αφού εξαιρεί την πρώτη τετραετία Σημίτη, τονίζει πως «ο δανεισμός συνεχίστηκε και κορυφώθηκε στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 2000», μιλώντας μάλιστα για «ανεύθυνες κυβερνήσεις».

«Ο δρόμος που χαράξαμε,εάν η κυβέρνηση είχε συνεχίσει το έργο της, θα οδηγούσε τη χώρα στο επίπεδο των ευρωπαϊκών χωρών οι οποίες σήμερα δεν αντιμετωπίζουν κίνδυνο πτώχευσης» τονίζει ο επίτιμος Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας. Το Real.gr δημοσιεύει την εισαγωγή του επιτίμου στο βιβλίο, εισαγωγή που έχει τίτλο: «ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ».

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Η παρούσα έκδοση επιχειρεί μια καταγραφή του έργου της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας την περίοδο 1990-1993 και πραγματοποιείται με την ωριμότητα και την, κατά το δυνατόν,αντικειμενικότητα που προσφέρει η χρονική απόσταση και οι δραματικές εμπειρίες των τελευταίων ετών.

Το τεράστιο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας έχει τις ρίζες του πριν 30 χρόνια, όταν ανέλαβε για πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ την εξουσία στις αρχές της δεκαετίας του‘80. Τότε έγινε η επιλογή της βελτίωσης του επιπέδου ζωής του λαού, μέσω της αύξησης του δημοσίου χρέους με ελλείμματα που χρηματοδοτούσαν καταναλωτικές δαπάνες, καθώς και η επιλογή του ασφυκτικού εναγκαλισμού της οικονομίας από το Κράτος που τελικά εξουθένωσε την ανταγωνιστικότητά της. Στην μεταπολεμική ιστορία της χώρας πάντως, κανείς μέχρι τότε δεν είχε ακολουθήσει συνειδητή πολιτική δημιουργίας ελλειμμάτων.

Ταυτόχρονα την περίοδο εκείνη ακολουθήθηκε και μια πολιτική παροχών μέσω του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο και προηγουμένως δεν στηριζόταν σε υγιείς βάσεις. Οι παροχές σε ειδικές κατηγορίες συνταξιούχων και η στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών που τις υπέθαλπαν αδιαφορώντας για τις συνέπειες,εκτόξευσαν και το «κρυφό» χρέος που δημιουργεί το ασφαλιστικό σύστημα. Αν και το μακροχρόνιο έλλειμμά του περιλαμβάνεται τελικά στο δημόσιο χρέος,δεν παρακολουθείται- ακόμα και σήμερα- συστηματικά στη χώρα μας.

Η ραγδαία αύξηση των κρατικών δαπανών στις αρχές της δεκαετίας του ’80 έφερε την Ελλάδα πολύ γρήγορα στα όρια της πτώχευσης. Ακόμα κι ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος πάντως εγνώριζε καλά τα θέματα της οικονομίας, αντελήφθη ότι είχε ξεπεράσει κάθε όριο και μετά το τέλος της πρώτης τετραετίας του αναγκάστηκε να διορίσει τον Κώστα Σημίτη ως Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και να ακολουθήσει μια αυστηρά περιοριστική πολιτική.  Η νοοτροπία όμως με την οποία είχε εμποτίσει τους οπαδούς του υπερνίκησε τη λογική, η περιοριστική πολιτική γρήγορα εγκαταλείφθηκε για να επικρατήσει τελικώς η πολιτική του«Τσοβόλα δώσ’ τα όλα» με αποτέλεσμα όταν φθάσαμε στις εκλογές του1989 η Ελλάς να έχει πτωχεύσει.

Ο εκλογικός νόμος που είχε τότε ψηφίσει προεκλογικά το ΠΑΣΟΚ εμπόδισε τον σχηματισμό ισχυρής κυβέρνησης και χρειάστηκαν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις και 47% για να καταφέρει η Νέα Δημοκρατία ως πρώτο κόμμα να πάρει 150 βουλευτές και να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.

Μέχρι να φτάσουμε εκεί, δημιουργήθηκαν δύο κυβερνήσεις. Μια κοινή με την Αριστερά, που εκδίωξε οριστικά από την πολιτική ζωή τα φαντάσματα του εμφυλίου πολέμου, και μία οικουμενική,στην οποία συμμετείχε παρά τις δικαστικές του εκκρεμότητες και ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Αν και η Οικουμενική πήρε κάποια μέτρα, δεν μπορούσε να δώσει λύση στο οικονομικό πρόβλημα της χώρας ούτε να κάνει τις βαθιές τομές που χρειάζονταν καθώς τα κόμματα που την απάρτιζαν είχαν το καθένα την δική του πολιτική ατζέντα.

Όταν ήρθε στην εξουσία η κυβέρνηση της ΝΔ, τον Απρίλιο του 1990,είχε ένα μοναδικό πλεονέκτημα. Το γεγονός ότι στη διάρκεια των τριών εκλογικών αναμετρήσεων που είχαν μεσολαβήσει, δεν είχα δώσει καμία υπόσχεση στον ελληνικό λαό. Είχα μάλιστα πει τότε ότι θα επιχειρήσω να βελτιώσω τη ζωή των Ελλήνων αλλά θα τους ζητούσα περισσότερη δουλειά για να μπορέσουμε να κάνουμε την Ελλάδα ανταγωνιστική. Είχα πει την αλήθεια μερικές φορές μέχρις ωμότητος. Και είχα προετοιμάσει κατά το δυνατόν τον κόσμο για τον ανηφορικό δρόμο που καλούμασταν να ακολουθήσουμε.

Το έργο που παρήγαγε εκείνη η κυβέρνηση μπορεί ο αναγνώστης να δει πλέον συστηματικά παρουσιασμένο στην παρούσα έκδοση. Αυτό που θα ήθελα εδώ να σημειώσω είναι ότι εάν εκείνη η κυβέρνηση δεν είχε πρόωρα ανατραπεί, η πορεία της χώρας θα ήταν διαφορετική.

Η κυβέρνησή μας είχε λάβει πλειάδα αντιδημοτικών μέτρων επί τρία ολόκληρα χρόνια και τα δημόσια οικονομικά επέτρεπαν να ασκηθεί μια πιο άνετη πολιτική το 1994. Ο πληθωρισμός είχε ήδη υποχωρήσει και επρόκειτο να πέσει (όπως και έπεσε) κάτω του 11% στις αρχές του 1994, επίτευγμα τεράστιο για την εποχή. Οι διαρθρωτικές αλλαγές είχαν αρχίσει να αποδίδουν, τα μεγάλα έργα υποδομής είχαν μπει σε τροχιά υλοποίησης, το άνοιγμα των αγορών - όπως στον τραπεζικό τομέα - είχε αρχίσει να αποδίδει, οι διαγωνισμοί στον τομέα των τηλεπικοινωνιών σημείωναν μοναδική επιτυχία σηματοδοτώντας το ενδιαφέρον των διεθνών επενδυτών.

Η Ελλάδα είχε πλέον εδραιώσει τον δυτικό προσανατολισμό της εξωτερικής της πολιτικής, είχε διασφαλίσει την ισότιμη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τη συνθήκη του Μάαστριχτ, είχε επιτύχει αυξημένα κοινοτικά κονδύλια για τα επόμενα χρόνια ενώ από 1ηςΙανουαρίου 1994 θα αναλάμβανε την προεδρία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Εάν η κυβέρνησή μου δεν ανατρεπόταν πρόωρα, το πολιτικό σκηνικό θα ήταν τελείως διαφορετικό ακόμα κι αν δεν ήταν δυνατό να κερδηθούν οι εκλογές. Ιδίως εάν ληφθεί υπόψη ότι, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, το έργο της είχε την έγκριση του 40% περίπου του ελληνικού λαού στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1993.

Μετά την πτώση της κυβέρνησης εκείνης, η Ελλάδα δεν ξαναβρήκε στην πραγματικότητα τον δρόμο της. Στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, το οποίο λειτουργούσε επί της εποχής μου απόλυτα δημοκρατικά (όπως άλλωστε και το Υπουργικό Συμβούλιο), με τη δυνατότητα ανοικτής έκφρασης της αντίθετης άποψης, επικράτησαν οι λαϊκίστικες απόψεις που εξέφραζε η εσωκομματική μου αντιπολίτευση.

Με την εξαίρεση της μισής προσπάθειας που έκανε ο κ. Σημίτης, στη διάρκεια της πρώτης τετραετίας του μέχρι να εξασφαλίσει την είσοδο στην ΟΝΕ, στηριζόμενος κυρίως στα δικά μας επιτεύγματα και πολιτικές, η Ελλάδα ακολούθησε άβουλη και μοιραία τον ολισθηρό δρόμο των χρεών και των ελλειμμάτων. Παρά τις ελάχιστες φωνές που, απομονωμένες από την ευρύτερη κοινή γνώμη, προειδοποιούσαμε μάταια για τα επερχόμενα δεινά, ο δανεισμός συνεχίστηκε και κορυφώθηκε στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 2000.

Άφθονο και φθηνό χρήμα στα χέρια ανεύθυνων κυβερνήσεων δαπανήθηκε αποκλειστικά για κατανάλωση διαμορφώνοντας ένα πλασματικό επίπεδο ευμάρειας, μέχρις ότου η οικονομική κρίση να χτυπήσει σαν τσουνάμι την Ελλάδα και να αποκαλύψει την σκληρή αλήθεια. Φτάσαμε έτσι νομοτελειακά στην κατάρρευση και τη χρεοκοπία, που μπορούσαμε και έπρεπε ασφαλώς να έχουμε αποφύγει.

Η σημαντική προσπάθεια που έγινε την περίοδο 1990-1993 είναι χρήσιμο να καταγραφεί στο μέτρο του δυνατού. Όχι τόσο για λόγους απόδοσης ιστορικής δικαιοσύνης, αλλά προπαντός γιατί μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο οδηγό για την αντιμετώπιση της σημερινής τραγικής κρίσης που περνά η χώρα μας. Ξαναδιάβασα,αυτές τις ημέρες, τις προγραμματικές μας δηλώσεις. Το κεντρικό πρόβλημα της χώρας την εποχή εκείνη ήταν το ίδιο. Αλλά η πολιτική ατμόσφαιρα ήταν τελείως αλλιώτικη. Μια καινούργια κυβέρνηση έλεγε στον ελληνικό λαό με ειλικρίνεια την αλήθεια και ζητούσε την κατανόησή του στη χάραξη της πολιτικής που η σκληρή πραγματικότητα επέβαλε.

Και η κυβέρνηση αυτή ήταν εξ ορισμού αξιόπιστη. Οι δύο αυτές λέξεις ειλικρίνεια και αξιοπιστία είναι το κλειδί για να λύσουμε και σήμερα τα προβλήματά μας. Κανείς από τους πολιτικούς δεν λέει καθαρά, ούτε και σήμερα ακόμα, ότι ζήσαμε πάνω από τις δυνάμεις μας με δανεικά επί πολλές δεκαετίες. Και ότι είμαστε υποχρεωμένοι να προσαρμόσουμε το βιοτικό μας επίπεδο και να κάνουμε επώδυνες διαρθρωτικές αλλαγές για να γίνουμε ανταγωνιστικοί. Κι όλα αυτά πρέπει να τα πετύχουμε με σκληρό νόμισμα. Είναι μια προσπάθεια που διεθνώς πρώτη φορά επιχειρείται στην Ελλάδα.

Η μόνη εναλλακτική λύση, θεωρητικά, θα ήταν να γίνει, ασφαλώς ευκολότερα κι απλούστερα, η βαθιά τομή και αλλαγή με επιστροφή στη δραχμή. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν τραγωδία και θα επέστρεφε τη χώρα μισό αιώνα πίσω. Πρέπει λοιπόν να πούμε στον λαό ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να γίνουμε ανταγωνιστικοί γιατί εφεξής θα πρέπει να ζήσουμε με τις δικές μας δυνάμεις σε έναν σκληρό κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο ανταγωνιστικός.

Και η δική μας η κυβέρνηση του 1990-1993, ασφαλώς δεν τα έκανε όλα τέλεια. Και καθυστερήσεις σημειώθηκαν και οι προτεραιότητες που εδόθησαν δεν ήταν πάντοτε οι σωστότερες. Κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί ότι προσπαθήσαμε με ειλικρίνεια και εντιμότητα, κι ότι δεν κοροϊδέψαμε τον λαό. Ο δρόμος που χαράξαμε,εάν η κυβέρνηση είχε συνεχίσει το έργο της, θα οδηγούσε τη χώρα στο επίπεδο των ευρωπαϊκών χωρών οι οποίες σήμερα δεν αντιμετωπίζουν κίνδυνο πτώχευσης.

Προχωρούμε στην παρούσα έκδοση, με την ελπίδα ότι η εμπειρία εκείνης της εποχής μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο βοήθημα σε αυτούς που έχουν σήμερα την ευθύνη να βγάλουν τον τόπο από την κρίση.

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης
Οκτώβριος 2012».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v