Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

«Καβουρηδόν και Παραδρόμως»

Ένα βιβλίο-μελέτη για το «άθλημα» της γραφής. Μία προσέγγιση των κειμένων σαν τον... κάβουρα: Λοξά και από τον παράδρομο.

  • Real.gr
«Καβουρηδόν και Παραδρόμως»
«Καβουρηδόν και Παραδρόμως» επιγράφει ο καθηγητής Δημήτρης Δημηρούλης το βιβλίο του με κείμενα μελέτης για τη γλώσσα, την πεζογραφία, την ποίηση, την κριτική, το δοκίμιο και τη θεωρία της λογοτεχνίας, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τόπος. Τι σημαίνει αυτός ο νεολογισμός; Σημαίνει ότι- όπως εξηγεί ο ίδιος στο «προαύλιο», δηλαδή στον πρόλογο- ασκώντας το άθλημα της ανάγνωσης προσέγγισε τα κείμενα σαν τον κάβουρα: Λοξά και από τον παράδρομο.

Εν αρχή ήν η γλώσσα. Ξεκινάει με τη θέση του Σεφέρη επισημαίνοντας ότι κράτησε ίσες αποστάσεις και από τη ρητορική καθαρεύουσα αλλά και τη «αριστερή δημοτική», τις οποίες θεωρούσε τεχνητές γλώσσες και τις δύο, με μόνη διαφορά πως το συναισθηματικό υπόβαθρο της δημοτικής ήταν πλατύτερο από αυτό της γλώσσας των «γλωσσαμυντόρων». Πάντως- καταλήγει ο ποιητής- δεν πρέπει να κρίνουμε ένα λογοτεχνικό με κριτήριο τη γλώσσα, αλλά την ποιότητα του ύφους: «Ο εξουδετερωμένος άνθρωπος είναι χωρίς ύφος».

Στο κεφάλαιο για τον αστερισμό του μυθιστορήματος ο συγγραφέας σχολιάζει την ελληνική υπερπαραγωγή που δεν είναι σημερινό φαινόμενο, αφού ο Ροϊδης ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε γράψει για τη «βιομηχανία της συγγραφής». Και σήμερα η πείνα του αναγνωστικού κοινού δεν φαίνεται να ικανοποιείται εύκολα παρά την προσφορά άφθονης και εύπεπτης ύλης: «Η αδηφαγία των αναγνωστών, αντί να υποχωρεί στη θέα της ακαταπόνητης υπερπαραγωγής, μεγαλώνει στην αναμονή καινούργιου μπεστ σέλερ». Υποστηρίζει ότι η ακραία εκλαΐκευση και εμπορευματοποίηση, μέσω της τηλεόρασης, ανέτρεψε την άποψη του Κούντερα ότι η ουσία του μυθιστορήματος έγκειται στην πολυπλοκότητα και στη συνέχεια. Έτσι, δημιουργήθηκαν μυθιστορήματα μεγάλων κυκλοφοριών τα οποία καλύπτουν την ανάγκη για ψυχαγωγία και για «σκότωμα του χρόνου».

Στο κεφάλαιο γύρω από την ποίηση διερευνά το ερώτημα γιατί δεν «ακούγεται» σήμερα ο Παλαμάς ενώ κυριαρχεί παγκοσμίως η φωνή του Καβάφη. Γιατί ο γενάρχης του νεοελληνικού λόγου, αυτή η πατριαρχική μορφή της νεώτερης ποίησης, ο εθνικός ποιητής, ενώ παραμένει ψηλά στο βάθρο της φήμης του, ωστόσο τον προσπερνούν με το στερεότυπο «σπουδαίος ο Παλαμάς, μα ποιόν μπορεί να συγκινήσει πια;».

Ο μελετητής διαλογίζεται πάνω σε δύο θεωρήσεις. Η μία λέει ότι η ποίηση έχει μία και μοναδική αξία που την αποκτά από την περίσταση του καιρού και δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ως ενέχυρο του χρόνου ούτε ως μελλοντική υποθήκη. Και η άλλη που ορίζει ότι η πραγματική τέχνη δεν υπόκειται στις ιδιοτροπίες του τόπου και του χρόνου. Ο καθηγητής βέβαια παραδέχεται πως ένα στοιχείο που εξασφαλίζει την αιωνιότητα είναι η γλωσσική διάρκεια ,με την έννοια ότι το ποίημα υπερνικά τον ιστορικό χρόνο χάρις σε μια διαρκή μετάφρασή του. Παραθέτει μάλιστα τους δεκαπεντασύλλαβους από τη «Φλογέρα του Βασιλιά» διερωτώμενος πως μπορούν να διαβαστούν σήμερα ή σε εκατό χρόνια: «Και να ! Ποιητής εγώπαθος, μαζί άρρωστος και γαύρος / από αχνονείρου λάγγεμα κι απ΄την ορμή που σπρώχνει, / μαργαριταροστέφανους του κόπου και του αγώνα / και τον εργάτη στη δουλειά και τον τεχνίτη στο έργο».

Χωρίς να μειώνει τη μεγαλοσύνη του - επικαλούμενος και την ρήση του Άγρα ότι ο Παλαμάς ήταν για την πνευματική μας ζωή ότι ο Βενιζέλος για την πολιτική- προχωρεί σε μία συγκριτική ανάλυση σε σχέση με τον Καβάφη , σημειώνοντας ότι είναι ό, τι δεν είναι ο Παλαμάς: Δεν έρχεται από το αθηναϊκό κέντρο, αλλά από τη περιφέρεια της διασποράς, δεν αντιμετωπίσθηκε ως καταξιωμένος παρά ως παρείσακτος, δεν έγραφε πολλά και συνεχώς, παρά λίγα και σπανίως , δεν κυκλοφόρησε συγκεντρωτικές εκδόσεις αλλά φυλλάδια χέρι- χέρι, δεν κυριάρχησε γράφοντας κριτικές πάνω σε σημαντικά προβλήματα της λογιοσύνης, αλλά υπήρξε ανορθόδοξος μη κρύβοντας την ομοφυλοφιλία του. Και - κυρίως- αντιστεκόμενος στη ρητορική ποίηση, δεν χρησιμοποιούσε αποκλειστικά τη δημοτική αλλά έγραφε σε μια δική του μεικτή γλώσσα. Ο ένας δοξάστηκε εν ζωή και ο άλλος μεταθάνατον. «Ο Παλαμάς είναι ο μακρινός μας πρόγονος που όλοι ξέρουμε και κανείς δεν γνωρίζει» γράφει αποφθεγματικά ο συγγραφέας.

Στο κεφάλαιο περί δοκιμίου και κριτικής αναπτύσσει τη θέση του για την «ανορθογραφία» του Κωστή Παπαγιώργη σκιαγραφώντας ως εξής το πορτραίτο, γενικά και ειδικά, του κριτικού δοκιμιογράφου: «Ο γραφιάς δεν είναι συγγραφέας, αλλά μανιακός της αιρετικής πορείας, καραβοτσακισμένος πιστός του λόγου, λοξός ρήτορας, περιπλανώμενος, αναζητώντας ένα αραξοβόλι ακατανόητο και αγεωγράφητο, είναι αυτός που ξέρει καλά τη γραφή, μέσα- έξω, αλλά κάθε φορά θέλει να την ανακαλύψει και τα την κατακτήσει εκ νέου, σαν μια καινούργια ήπειρο. Δεν φοβάται και δεν ελπίζει. Προτιμά να μάχεται σαν παράσιτο παρά σαν κύριος».

Παρ΄ότι ο τόμος δεν συνιστά εκλαϊκευτικό οδηγό, ο αναγνώστης διευκολύνεται με ένα ευρετήριο για να μπορεί, αποσπασματικά, να έρθει σε επαφή με έννοιες όποιες: αισθητική ιδεολογία, γλωσσικός μηδενισμός, εθνική ταυτότητα, μεταμοντερνισμός, λογιοτατισμός, ξενότητα, ψηφιακός νατουραλισμός και άλλες.

Το βιβλίο των 349 σελίδων του καθηγητή, που διδάσκει στο Τμήμα Επικοινωνίας Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, συναπαρτίζεται από κείμενα που έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά και καλύπτοντουν προβληματισμούς της τελευταίας δεκαετίας, αποδεικνύοντας ότι στέκονται πέρα από το χρόνο, καθώς βασίζονται πάνω στην εξαντλητική γνώση και στον ανεξάντλητο στοχασμό, χωρίς μυθοποιήσεις προσώπων και αντιλήψεων.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v
Απόρρητο