«Τότε που ζούσαμε»

Από τον Ασημάκη Πανσέληνου, σαράντα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση για τη δύναμη και την ορμή της νιότης σε μια βάναυση εποχή.

  • Real.gr
«Τότε που ζούσαμε»
Ποιητής, πεζογράφος, αρθρογράφος, δοκιμιογράφος, αλλά και πρόσωπο της ευρύτερης Αριστεράς (στις αρχές της δεκαετίας του 1950 εξελέγη βουλευτής με την Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας του Αλεξάνδρου Σβώλου), ο Ασημάκης Πανσέληνος (1903-1984) υπήρξε μια ξεχωριστή φυσιογνωμία των ελληνικών γραμμάτων.

Χαμηλόφωνος και με σαφώς λυρικούς τόνους στην ποίησή του, μπορεί να μην έκανε το καλλιτεχνικό άλμα που έκαναν άλλα πρόσωπα της γενιάς του, όπως ο κατά τι μεγαλύτερός του Γιώργος Σεφέρης, παρακολούθησε, όμως, από κοντά τις αναζητήσεις του καιρού του και είχε το μάτι και την ευαισθησία να διακρίνει τη σημασία τους.

Το βιβλίο που καθιέρωσε τον Πανσέληνο στη λογοτεχνία ήρθε αργά, όταν ο ίδιος είχε ξεπεράσει τα εβδομήντα. Το Τότε που ζούσαμε κυκλοφόρησε το 1974 και γράφτηκε μια διετία νωρίτερα, μέσα στην πιο δύσκολη περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Είναι ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα, που ξεκινάει από την παιδική ηλικία του συγγραφέα στη Μυτιλήνη, τον τόπο της γέννησής του, και φτάνει λίγο πριν από το τέλος της ναζιστικής Κατοχής στην Αθήνα.

Οφείλονται έπαινοι στην πρωτοβουλία του Μεταιχμίου να επανεκδώσει το βιβλίο σαράντα ακριβώς χρόνια μετά την πρώτη του δημοσίευση, δίνοντας την ευκαιρία στους νεώτερους να έρθουν σε επαφή με ένα από τα σημαντικότερα πεζά της μεταπολεμικής περιόδου και στους παλαιότερους να επαναξιολογήσουν ένα έργο που διαβάστηκε και επαινέθηκε πολύ στην εποχή του.

Γιατί, όμως, το Τότε που ζούσαμε διατηρεί μέχρι και σήμερα, όπως θα διαπιστώσει κανείς με το που θα το ξεφυλλίσει, όλη τη δροσιά και τη φρεσκάδα του;

Μα, καταρχάς, επειδή είναι ένας αφειδώλευτος ύμνος στη χαρά και τη δύναμη της νιότης.

Οι ιστορικές περίοδοι διαμέσου των οποίων περνά η αφήγηση του Πανσέληνου, από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εθνικό Διχασμό και τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι τον μεσοπόλεμο, τη δικτατορία του Μεταξά και την εισβολή των ναζιστικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, δεν έχουν τίποτε το παρήγορο ή το ενθαρρυντικό.

Πρόκειται για περιόδους σκληρής δοκιμασίας της χώρας τόσο στο πολιτικό όσο και στο εθνικό επίπεδο.

Χωρίς να αδιαφορεί για το δραματικό κλίμα το οποίο επέβαλαν τα ιστορικά γεγονότα, ο Πανσέληνος κοιτάζει την καθημερινότητα της τριακονταετίας την οποία περιγράφει με το βλέμμα ενός παιδιού που μεγαλώνει ανακαλύπτοντας, μαζί το άχθος του πολέμου και της πολιτικής, τη λάμψη των γραμμάτων και μεθυστική ορμή του έρωτα.

Κι όταν, εντούτοις, αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, ο ήρωας-αφηγητής θα ενηλικιωθεί και θα γνωρίσει στο πετσί του (μολονότι ο ίδιος ήταν απλώς συνοδοιπόρος) όχι μόνο τις διώξεις τις οποίες θα υποστεί η Αριστερά, αλλά και τη βαναυσότητα των κατοχικών δυνάμεων, δεν θα χάσει το κουράγιο του.

Στις πιο βαριές και άγριες ώρες της Κατοχής, ο αφηγητής θα στηριχτεί στο χαρμόσυνο γεγονός της γέννησης του γιου του για να πάρει βαθιά ανάσα και να συνεχίσει (ο Αλέξης Πανσέληνος είναι, ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του, ένας από τους κορυφαίους πεζογράφους της μεταπολίτευσης).

Και με όλα αυτά το Τότε που ζούσαμε δεν θα ήταν αυτό που είναι χωρίς τη γλώσσα του. Γλώσσα τρυφερή και συγχρόνως περιπαικτική, την οποία απολαμβάνουμε και για κάτι άλλο:

Για τη ζωντάνια και την αμεσότητα του σχεδόν προφορικού της λόγου, όπως και για τον λεξιλογικό θησαυρό τον οποίο εμπεριέχει, από το αστικό λεξιλόγιο των δεκαετιών του 1920 και του 1930 μέχρι τις ντοπιολαλιές και τους ιδιωματισμούς που χρησιμοποιούσαν συγκεκριμένες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες κατά τη διάρκεια των ίδιων ή και παλαιότερων δεκαετιών.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v