Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η οικονομία και η δύσκολη αναζήτηση του success story

Η πορεία προς την ανάκαμψη και τα μέτωπα που θα κριθεί η δυνατότητα επίτευξης των δύσκολων στόχων του 2018. Το μήνυμα από το ΧΑ και οι προβληματισμοί για την πορεία του ΑΕΠ.

Η οικονομία και η δύσκολη αναζήτηση του success story

H εικόνα της χρηματιστηριακής αγοράς έχει κολλήσει στο ίδιο… πλάνο τον τελευταίο καιρό: πίεση στις τραπεζικές μετοχές, πίεση στους κύριους δείκτες, διαφοροποιημένη εικόνα για εταιρείες με συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Και όλα αυτά εν μέσω μιας ασταθούς μεν, αλλά βελτιωμένης εικόνας για την ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία.

Εχουμε αναφερθεί επανειλημμένα και εκτενώς στα μεγάλα προβλήματα που κρατούν δέσμια την αγορά, όμως τώρα στο παζλ έχει προστεθεί και ο προϋπολογισμός του 2018, με τους φιλόδοξους στόχους, που προκαλεί καινούργιες απορίες: κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί λ.χ. επιτεύξιμος ο προβλεπόμενος ρυθμός ανάπτυξης ή τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις, με βάση την κακή πείρα των προηγούμενων ετών;

Τα δεδομένα και τα ερωτήματα είναι πολλά, όμως από τις απαντήσεις σ’ αυτά (κυρίως από την πλευρά της κυβέρνησης) θα κριθεί ο βαθμός επιτυχίας τους. Κι αν η ανησυχία είναι αυτή, οι επενδυτές ας κρατούν στο πίσω μέρος του μυαλού τους ότι τυχόν επιτυχία στους στόχους του 2018, είναι ικανή να προκαλέσει ένα ντόμινο θετικών εξελίξεων –με την ανάλογη επίδραση στο ταμπλό του Χ.Α. Κοντολογίς: η Ελλάδα έχει story, αναζητείται όμως το… success.

Πόσο πολύ και πόσο γρήγορα μπορεί να αλλάξει το σκηνικό των τελευταίων μηνών, που θέλει τις μη τραπεζικές μετοχές να κρατούν -σε γενικές γραμμές- τα κέρδη των τελευταίων ετών και τις τράπεζες να υποχρεώνονται σε πλαγιοπτωτική πορεία;

Την απάντηση την έχουν δώσει πολλοί χρηματιστηριακοί αναλυτές εδώ και κάποιους μήνες -και φαίνεται πως δικαιώνονται: Μια συνολική άνοδος της αγοράς θα μπορούσε να έρθει όταν οι επενδυτές αποκτήσουν βάσιμες ενδείξεις για τον τρόπο εξόδου της χώρας από «τα μνημόνια» και κυρίως για τις προϋποθέσεις σταθερότητας που θα υπάρξουν στη συνέχεια για την ελληνική οικονομία. Αντίθετα, όσο ο φόβος για διατήρηση του ρυθμού ανάπτυξης σε χαμηλά επίπεδα είναι υπαρκτός και όσο δεν ξεκαθαρίζει το ζήτημα των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών, είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει γενικευμένη άνοδος στις τιμές των ελληνικών μετοχών.

Και μέχρι τότε; Το ευχάριστο φαίνεται να είναι πως υπάρχουν δεκάδες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο της Αθήνας που είτε έχουν έντονα διεθνοποιημένη παρουσία, είτε έχουν κερδίσει σημαντικά μερίδια στην εγχώρια αγορά κατά τη διάρκεια της κρίσης, με αποτέλεσμα να εμφανίζουν σημαντικές κερδοφορίες ακόμη και στα τρέχοντα πολύ χαμηλά επίπεδα του ελληνικού ΑΕΠ. Αυτές -και ιδίως εκείνες που προσφέρουν σημαντικές μερισματικές αποδόσεις στους μετόχους τους (οι φετινές χρηματικές διανομές θα είναι υψηλότερες του 1 δισ. ευρώ και η μέση μερισματική απόδοση των μη τραπεζικών κύκλων κυμαίνεται γύρω στο 2,2% με 2,5%)- είναι που επηρεάζονται πολύ λιγότερο από τους εγχώριους προβληματισμούς και φαίνεται να προσφέρουν μαξιλάρι ασφαλείας στα μετοχικά χαρτοφυλάκια.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τα ανοδικά φέτος εταιρικά αποτελέσματα (και τις σαφείς ενδείξεις που προέρχονται από όσες εταιρείες έχουν δημοσιεύσει λογιστικές καταστάσεις εννεαμήνου, όπου το ποσοστό αύξησης των καθαρών κερδών υπερβαίνει το 20%), υπερισχύουν στην αντίληψη των επενδυτών έναντι κάποιων γενικότερων δυσμενών εξελίξεων για τη χώρα, όπως για παράδειγμα η πολιτική αβεβαιότητα στη Γερμανία.

Το παιχνίδι στα χέρια μας

«Το παιχνίδι της ελληνικής οικονομίας είναι δύσκολο, έχει πολύ δρόμο μπροστά του, αλλά μπορεί να κερδηθεί στον βαθμό που η δική μας πλευρά -κυρίως το εγχώριο πολιτικό σύστημα- επιδείξει την απαιτούμενη σύνεση και πειθαρχία. Το θετικό ή αρνητικό είναι πως η κατάσταση πλέον είναι κυρίως στα χέρια μας και δευτερευόντως σε τρίτους». Αυτό δήλωσε γνωστός επιχειρηματίας, επισημαίνοντας μια σειρά από παράγοντες που είναι μεν γνωστοί, αλλά από ελάχιστους ομαδοποιούνται:

1. Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ για το 2018 (3,82% προβλέπει ο προϋπολογισμός) είναι εφικτός. Ήδη αν κάποιος συμπεριλάβει και το «κοινωνικό μέρισμα», το φετινό πλεόνασμα προσεγγίζει το 3,2%, όταν το περσινό κυμάνθηκε γύρω στο 4%. Άρα, λοιπόν, έστω και με πολλές παρενέργειες, η δημοσιονομική προσαρμογή έχει πολύ μεγάλες πιθανότητες να τρέξει σύμφωνα με τους στόχους και το 2018, ιδίως όταν το ΑΕΠ προβλέπεται αυξημένο.

2. Μπορεί το φετινό ΑΕΠ να διαμορφωθεί πολύ κάτω από τον αρχικό στόχο (εκτιμήσεις από 1% έως και 1,6%, έναντι αρχικής επιδίωξης για 2,7%), ωστόσο στην οικονομία φαίνεται να έχει εδραιωθεί η πεποίθηση ότι τα δυσκολότερα βρίσκονται πίσω μας και πως το τρέχον στοίχημα εστιάζεται στο πόσο γρήγορα θα τρέξουμε εφεξής. Έτσι, το προβλεπόμενο 2,5% για το 2018 φαντάζει υπεραισιόδοξο, πλην όμως όλοι αναφέρονται σε ένα νούμερο που θα ξεκινάει και πάλι από «συν». Όλα αυτά έχουν φέρει και τις αποδόσεις των κρατικών ελληνικών ομολόγων σε κάπως χαμηλότερα επίπεδα.

3. Όλα δείχνουν πως η Ελλάδα αναβαθμίζει με γοργό ρυθμό τις βασικές της υποδομές. Έτσι, εργασίες δρομολογούν οι Κινέζοι της Cosco στον Πειραιά, οι νέοι ιδιοκτήτες του ΟΛΘ στη Θεσσαλονίκη, οι Γερμανοί της Fraport στα περιφερειακά αεροδρόμια, ο ΟΤΕ και οι ανταγωνιστές του στις τηλεπικοινωνίες, οι ιδιώτες στον τουριστικό τομέα, πέρα φυσικά από τη φετινή ολοκλήρωση των τεσσάρων μεγάλων οδικών αξόνων.

4. Οι αναλυτές επισημαίνουν πως για να μπει η χώρα σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης απαιτείται διψήφιος ρυθμός αύξησης των επενδύσεων (+11,4% προβλέπει ο προϋπολογισμός του 2018). Σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, κάτι τέτοιο είναι εφικτό, φυσικά υπό προϋποθέσεις και από τη στιγμή που υπάρξει ουσιαστική πολιτική βούληση στο συγκεκριμένο μέτωπο. Η δυνατότητα για επίτευξη του στόχου βασίζεται:

α) Στο ήδη πολύ χαμηλό επίπεδο βάσης,

β) Στη μεγάλη ρευστότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε πολλά σημεία του πλανήτη (π.χ. ΗΠΑ, Καναδάς, Κίνα, Μέση Ανατολή, Ρωσία),

γ) Στο Ελληνικό και σε μια σειρά από άλλα σημαντικά projects που θα μπορούσαν να τρέξουν, αν υπάρξει η σχετική πολιτική βούληση,

δ) Στα προγράμματα των ιδιωτικοποιήσεων και των αξιοποιήσεων δημόσιας ακίνητης περιουσίας,

ε) Στο νέο ΕΣΠΑ που φαίνεται ότι θα αρχίσει να τρέχει από το δεύτερο εξάμηνο του 2018, και

στ) Στον «θησαυρό» που θα μπορούσε να προκύψει από μια σωστή και ευέλικτη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

5. Οι τράπεζες θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις είτε να αποφύγουν μια νέα ανακεφαλαιοποίησή τους είτε έστω αυτή να περιοριστεί σε σχετικά μικρά επίπεδα. Προς αυτήν την κατεύθυνση μπορούν να συμβάλουν τα ετήσια προ προβλέψεων κέρδη των τραπεζών (4,5 δισ. φέτος με ανοδικές τάσεις), που θα μπορούσαν να καλύψουν ένα σημαντικό κομμάτι της τρύπας, όπως επίσης και κατά ένα μέρος οι προσπάθειες που γίνονται για την πώληση δανείων και υπερχρεωμένων εταιρειών. Όσο και αν στο δεύτερο σκέλος παρατηρούνται καθυστερήσεις, αυτήν την περίοδο βρίσκονται σε εξέλιξη δεκάδες προσπάθειες διαχείρισης μεγάλων υποθέσεων, όπως π.χ. οι δύο ιχθυοκαλλιεργητικοί όμιλοι, η Euromedica, η Jet Oil, η Forthnet, το «Ερρίκος Ντυνάν» και πολλές άλλες.

6. Η πλειονότητα των επιχειρήσεων έχει αντιληφθεί πλέον την ανάγκη εξωστρέφειας και διεθνοποίησης των εργασιών της, με αποτέλεσμα -έστω και με περιορισμένους ρυθμούς- να διευρύνονται από χρόνο σε χρόνο οι ελληνικές εξαγωγές.

Από τη θεωρία στην πράξη

Αν και η πλειονότητα των παραγόντων της αγοράς συμφωνεί με τις παραπάνω αναφορές, κρατά μεγάλες αποστάσεις σχετικά με το τελικό αποτέλεσμα που θα επιτευχθεί. Για παράδειγμα:

-Ο στόχος που αναφέρεται στον προϋπολογισμό για τις ιδιωτικοποιήσεις φαντάζει φιλόδοξος, ιδιαίτερα αν συνεκτιμήσουμε τη δυστοκία των τελευταίων ετών.

-Οι εξελίξεις στις Σκουριές και στο Ελληνικό ή οι συνεχιζόμενες καθυστερήσεις στα έργα διαχείρισης απορριμμάτων προκαλούν εκνευρισμό, θέτοντας παράλληλα ερωτήματα για το κατά πόσο η χώρα μπορεί να προσελκύσει νέες επενδυτικά σχέδια, όταν ήδη κωλυσιεργεί τα υπάρχοντα.

-Γενικότερα υπάρχει σκεπτικισμός για το κατά πόσο μπορεί να επιτευχθεί το +2,4% στο ΑΕΠ του 2018, όταν η φορολογική επιβάρυνση θα ενταθεί περαιτέρω.

Έτσι, μπορεί οι επενδυτές να πιστεύουν πως τα χειρότερα βρίσκονται πίσω μας, πλην όμως φοβούνται πως ο δρόμος προς την επιστροφή στην κανονικότητα θα είναι μακρύς. Κι αυτό γιατί με ένα πενιχρό ρυθμό ανάπτυξης και με χαμηλή προσέλκυση επενδύσεων, η όποια έξοδος της χώρας στις αγορές θα συνοδευθεί από υψηλά επιτόκια, άρα και από μεγαλύτερο βάρος για τον κρατικό προϋπολογισμό...

2018: Το στοίχημα της ανάπτυξης και το ταβάνι των φόρων

Το μεγάλο στοίχημα για τον προϋπολογισμό του 2018 είναι η ανάπτυξη. Αν δεν επιβεβαιωθεί ο στόχος για ρυθμό επέκτασης της ελληνικής οικονομίας κατά 2,5% το επόμενο έτος, ο στόχος για υπερκάλυψη της μνημονιακής δέσμευσης για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ (3,82% προβλέπει ο προϋπολογισμός) έχει αυξημένες πιθανότητες να μείνει στα χαρτιά, ενεργοποιώντας ακόμα και τον κίνδυνο πρόσθετων μέτρων.

Η φετινή τριπλή καθοδική αναθεώρηση των προβλέψεων ανάπτυξης από το 2,7% πέρυσι τέτοια εποχή σε 1,6% τελικά για φέτος (όταν πριν από μόλις ενάμιση μήνα η πρόβλεψη ήταν για 1,8%) δείχνει ότι ο στόχος της ανάπτυξης είναι δύσκολος. Προϋποθέτει επιβεβαίωση των προβλέψεων για αύξηση της κατανάλωσης (+1,2% η ιδιωτική και +0,2% η δημόσια) αλλά και των επενδύσεων (+11,4%!). Αυτές οι προβλέψεις με τη σειρά τους προϋποθέτουν ομαλή και έγκαιρη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, ομαλή ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος, ομαλή και ασφαλή επιστροφή της χώρας στις αγορές, εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος και πλήρη εξειδίκευση του μηχανισμού των μέτρων ελάφρυνσής του στην πραγματική εξέλιξη του ΑΕΠ (γαλλικό μοντέλο) και ομαλές συνθήκες στο διεθνές γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον.

Παρότι το κλίμα για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης είναι θετικό από την πλευρά των δανειστών και η κυβέρνηση έχει διακηρύξει ότι θα επιδιώξει την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης έως το τέλος του έτους, δεν είμαστε ακόμα εκεί. Παράλληλα, η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης στη Γερμανία περιπλέκει το σκηνικό των, ούτως ή άλλως, δύσκολων διαπραγματεύσεων για το χρέος και την επόμενη ημέρα, μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.

Η οικονομία έχει δείξει ότι αντιδρά θετικά στην ηρεμία και στις προβλέψιμες εξελίξεις. Δεν ξέρουμε πόσο ακόμα θα διαρκέσουν ή αν θα διαταραχθούν. Εάν ο ρυθμός ανάπτυξης του επόμενου έτους φανεί από τους πρώτους μήνες του 2018 ότι έχει αυξημένες πιθανότητες να είναι χαμηλότερος των προβλέψεων, το σκηνικό μπορεί εύκολα να αλλάξει.

Ο προϋπολογισμός προβλέπει αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 951 εκατ. ευρώ (478 εκατ. ευρώ παραπάνω από άμεσους φόρους και 473 εκατ. ευρώ από έμμεσους), αλλά οι φετινές επιδόσεις απέδειξαν ότι δεν αρκεί η ενεργοποίηση πρόσθετων φορομέτρων για να αυξηθούν τα έσοδα.

Το 2017, μόνο από τις αλλαγές στους άμεσους φόρους, τα έσοδα θα έπρεπε με βάση τις προβλέψεις να αυξηθούν κατά 1 δισ. ευρώ, αλλά ο προϋπολογισμός καταγράφει υστέρηση 996 εκατ. ευρώ από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Αναφορά γίνεται σε μείωση της φορολογικής βάσης και όχι σε διεύρυνση, όπως θα ανέμενε κανείς, εξαιτίας της μείωσης του αφορολόγητου. Η φορολογική επιβάρυνση έχει χτυπήσει ταβάνι. Το ίδιο και η φοροδοτική ικανότητα των συνεπών. Όλο το παιχνίδι παίζεται πλέον στην ανάπτυξη.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v