ΕΚΤ: «Κατάλληλα» τα επιτόκια

Τα επιτόκια της ευρωζώνης βρίσκονται στο ορθό επίπεδο, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης φέτος θα είναι μέτριος, τονίζει η ΕΚΤ στο Μηνιαίο Δελτίο Ιανουαρίου που δόθηκε στη δημοσιότητα.

ΕΚΤ: «Κατάλληλα» τα επιτόκια
Τα επιτόκια της ευρωζώνης βρίσκονται στο ορθό επίπεδο, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης φέτος θα είναι μέτριος, τονίζει η ΕΚΤ στο Μηνιαίο Δελτίο Ιανουαρίου που δόθηκε στη δημοσιότητα.

Πιο συγκεκριμένα, όπως οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ σημειώνουν τα ακόλουθα:

«Κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιανουαρίου 2010 το Διοικητικό Συμβούλιο, βασιζόμενο στην οικονομική και νομισματική ανάλυση που διενεργεί τακτικά, αποφάσισε να διατηρήσει αμετάβλητα τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ. Τα ισχύοντα επιτόκια εξακολουθούν να κρίνονται ενδεδειγμένα. Αν ληφθούν υπόψη όλες οι πληροφορίες και αναλύσεις που έγιναν διαθέσιμες μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου στις 3 Δεκεμβρίου 2009, η εξέλιξη των τιμών αναμένεται να παραμείνει συγκρατημένη στον ορίζοντα που ενδιαφέρει τη νομισματική πολιτική.

Οι πιο πρόσφατες πληροφορίες επιβεβαιώνουν επίσης ότι προς το τέλος του 2009 η οικονομική δραστηριότητα στη ζώνη του ευρώ συνέχισε να επεκτείνεται. Ωστόσο, ορισμένοι από τους παράγοντες που στηρίζουν την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ έχουν προσωρινό χαρακτήρα.

Συνολικά, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της ζώνης του ευρώ θα είναι μέτριος το 2010, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι η διαδικασία ανάκαμψης είναι πιθανόν να μην είναι ομοιόμορφη και ότι οι προοπτικές εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα.

Το αποτέλεσμα της νομισματικής ανάλυσης επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα είναι χαμηλές μεσοπρόθεσμα, δεδομένης της παράλληλης επιβράδυνσης της νομισματικής και πιστωτικής επέκτασης. Γενικά, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι θα διατηρηθεί η σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα, στηρίζοντας έτσι την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών στη ζώνη του ευρώ.

Οι μεσομακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να είναι σταθεροποιημένες σε επίπεδα συμβατά με την επιδίωξη του Διοικητικού Συμβουλίου να διατηρεί τους ρυθμούς πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα.
Όσον αφορά την οικονομική ανάλυση, αφού ο τριμηνιαίος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ διαμορφώθηκε σε 0,4% το τρίτο τρίμηνο του 2009, οι πιο πρόσφατες πληροφορίες επιβεβαιώνουν ότι προς το τέλος του περασμένου έτους η οικονομική δραστηριότητα στη ζώνη του ευρώ συνέχισε να επεκτείνεται.

Η ζώνη του ευρώ ωφελείται από μια μεταβολή στην κυκλική εξέλιξη των αποθεμάτων και την ανάκαμψη των εξαγωγών, καθώς και από τα σημαντικά μακροοικονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας που βρίσκονται σε εξέλιξη και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αποκατάσταση της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ωστόσο, ορισμένοι από τους παράγοντες που στηρίζουν αυτές τις εξελίξεις έχουν προσωρινό χαρακτήρα.

Επιπλέον, είναι πιθανόν να παρατηρηθεί μια κάποια επιβράδυνση της δραστηριότητας για ορισμένο χρονικό διάστημα, η οποία θα οφείλεται στη συνεχιζόμενη διαδικασία προσαρμογής των ισολογισμών στο χρηματοπιστωτικό και στο μη χρηματοπιστωτικό τομέα, εντός και εκτός της ζώνης του ευρώ.

Επιπροσθέτως, ο χαμηλός βαθμός χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού είναι πιθανόν να περιορίσει τις επενδύσεις, και η ανεργία στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να σημειώσει ελαφρά περαιτέρω άνοδο, γεγονός που θα επιβραδύνει το ρυθμό αύξησης της κατανάλωσης. Για τους λόγους αυτούς, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της ζώνης του ευρώ το 2010 αναμένεται να είναι μέτριος και η διαδικασία ανάκαμψης είναι πιθανόν να μην είναι ομοιόμορφη.

Το Διοικητικό Συμβούλιο εξακολουθεί να θεωρεί ότι οι κίνδυνοι που περιβάλλουν αυτές τις προοπτικές είναι σε γενικές γραμμές ισορροπημένοι. Όσον αφορά τους ανοδικούς κινδύνους, ενδέχεται να υπάρξουν εντονότερες από τις αναμενόμενες επιδράσεις από τα εκτεταμένα μακροοικονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας που εφαρμόζονται και από άλλα μέτρα πολιτικής που έχουν ληφθεί.

Επίσης, η εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επιχειρήσεων ενδέχεται να ενισχυθεί περαιτέρω και η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας και του εξωτερικού εμπορίου μπορεί να είναι εντονότερη από ό,τι προβλέπεται.

Όσον αφορά τους καθοδικούς κινδύνους, εξακολουθούν να υφίστανται ανησυχίες οι οποίες σχετίζονται με τυχόν εντονότερες ή πιο παρατεταμένες από τις αναμενόμενες αρνητικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της πραγματικής οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού τομέα, νέες αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου και άλλων βασικών εμπορευμάτων, κλιμάκωση των πιέσεων προστατευτισμού και το ενδεχόμενο μη ομαλών κινήσεων της αγοράς σε σχέση με τη διόρθωση των παγκόσμιων ανισορροπιών.

Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των τιμών, όπως αναμενόταν, ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού (βάσει του ΕνΔΤΚ) της ζώνης του ευρώ αυξήθηκε περαιτέρω το Δεκέμβριο 2009 και διαμορφώθηκε σε 0,9%, έναντι 0,5% το Νοέμβριο. Η αύξηση αυτή αντανακλά κυρίως ανοδικές επιδράσεις της βάσης σύγκρισης οι οποίες απορρέουν σε μεγάλο βαθμό από την πτώση των διεθνών τιμών της ενέργειας πριν από ένα έτος. Ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει γύρω στο 1% βραχυπρόθεσμα.

Πιο μακροπρόθεσμα, ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει μέτριος στον ορίζοντα που ενδιαφέρει τη νομισματική πολιτική, ενώ οι συνολικές εξελίξεις των τιμών, του κόστους και των μισθών θα παραμείνουν συγκρατημένες παράλληλα με τη βραδεία ανάκαμψη της ζήτησης στη ζώνη του ευρώ και σε άλλες οικονομίες.

Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί εκ νέου ότι οι μεσομακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό παραμένουν σταθεροποιημένες σε επίπεδα συμβατά με την επιδίωξη του Διοικητικού Συμβουλίου να διατηρεί τους ρυθμούς πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα.

Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν αυτές τις προοπτικές παραμένουν σε γενικές γραμμές ισορροπημένοι. Αφορούν, συγκεκριμένα, τις προοπτικές για την οικονομική δραστηριότητα και την εξέλιξη των τιμών των βασικών εμπορευμάτων. Επιπλέον, οι αυξήσεις των έμμεσων φόρων και των διοικητικά καθοριζόμενων τιμών ενδέχεται να είναι μεγαλύτερες από αυτές που αναμένονται επί του παρόντος, λόγω της ανάγκης για δημοσιονομική εξυγίανση τα επόμενα έτη.

Όσον αφορά τη νομισματική ανάλυση, οι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης τόσο του Μ3 όσο και των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα ήταν αρνητικοί το Νοέμβριο, και διαμορφώθηκαν σε -0,2% και -0,7% αντιστοίχως. Η ταυτόχρονη υποχώρηση των εν λόγω μεγεθών σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα που σημειώθηκε τους τελευταίους μήνες στηρίζει την εκτίμηση για επιβράδυνση του υποκείμενου ρυθμού νομισματικής επέκτασης και χαμηλές πληθωριστικές πιέσεις μεσοπρόθεσμα.

Πιο μακροπρόθεσμα, οι ρυθμοί αύξησης του Μ3 και των δανείων είναι πιθανόν να παραμείνουν σε πολύ χαμηλά ή και αρνητικά επίπεδα για κάποιο χρονικό διάστημα.

Η υποχώρηση του καταγραφόμενου ρυθμού αύξησης της ποσότητας χρήματος είναι πιθανόν να υπερεκτιμά την επιβράδυνση του υποκείμενου ρυθμού νομισματικής επέκτασης. Αυτό οφείλεται στη συνεχώς έντονη ανοδική κλίση της καμπύλης αποδόσεων, η οποία εξηγεί τις μετατοπίσεις κεφαλαίων από το Μ3 προς πιο μακροπρόθεσμες καταθέσεις και τίτλους.

Ταυτόχρονα, η διάρθρωση των επιτοκίων συνεχίζει να οδηγεί σε αποκλίνουσες εξελίξεις των κύριων συνιστωσών του M3, καθώς οι μικρές διαφορές επιτοκίων μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών βραχυπρόθεσμων καταθέσεων περιορίζουν το κόστος ευκαιρίας που συνεπάγεται η μετατόπιση κεφαλαίων από τις βραχυπρόθεσμες καταθέσεις, για παράδειγμα, προς τις καταθέσεις μίας ημέρας. Κατά συνέπεια, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του Μ1 συνέχισε να είναι έντονος, καθώς διαμορφώθηκε σε 12,6% το Νοέμβριο, ενώ ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του Μ3 έγινε αρνητικός.

Η αρνητική ετήσια μεταβολή των τραπεζικών δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα συνολικά αποτελεί τη συνισταμένη αντίρροπων εξελίξεων, καθώς τα δάνεια προς τα νοικοκυριά επανήλθαν σε θετικούς ρυθμούς αύξησης, ενώ η ετήσια μεταβολή των δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις έγινε εντονότερα αρνητική.

Αυτή η απόκλιση εξακολουθεί να είναι συμβατή με τις παρατηρούμενες κανονικότητες του οικονομικού κύκλου, όπου τα σημεία καμπής στην εξέλιξη των δανείων προς τις επιχειρήσεις συνήθως ακολουθούν τα σημεία καμπής της οικονομικής δραστηριότητας με κάποια χρονική υστέρηση. Στην περίπτωση των νοικοκυριών, τα πιο πρόσφατα στοιχεία επιβεβαιώνουν περαιτέρω τη σταθεροποίηση σε χαμηλούς ρυθμούς αύξησης.

Στην περίπτωση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, η υποχώρηση των δανείων συνεχίζει να αντανακλά κυρίως τις έντονες καθαρές αποπληρωμές δανείων μικρότερης διάρκειας, ενώ η χορήγηση και η λήψη δανείων στις μεγαλύτερες διάρκειες παρέμειναν σε θετικά επίπεδα. Τα συγκρατημένα επίπεδα παραγωγής και εμπορικών συναλλαγών, καθώς και η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τις επιχειρηματικές προοπτικές, είναι πιθανόν να συνεχίσουν να επιδρούν ανασταλτικά στη ζήτηση τραπεζικής χρηματοδότησης εκ μέρους των επιχειρήσεων τους επόμενους μήνες.

Στο μεταξύ, οι συνθήκες χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις βελτιώθηκαν τους τελευταίους μήνες όσον αφορά το κόστος της χρηματοδότησής τους τόσο μέσω των τραπεζών όσο και μέσω των αγορών. Από αυτή την άποψη, οι συνεχείς αρνητικές ροές των βραχυπρόθεσμων τραπεζικών δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που καταγράφηκαν τους τελευταίους μήνες ενδέχεται να αντανακλούν εν μέρει τις βελτιωμένες δυνατότητές τους να προσφύγουν σε εναλλακτικές πηγές πιο μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης.

Οι τράπεζες συνέχισαν να μειώνουν το μέγεθος των συνολικών ισολογισμών τους, κυρίως μέσω της περικοπής των απαιτήσεών τους έναντι άλλων τραπεζών. Η δυσκολία εξακολουθεί να έγκειται στην προσαρμογή του μεγέθους και της διάρθρωσης των ισολογισμών με παράλληλη διασφάλιση της διαθεσιμότητας πιστώσεων προς το μη χρηματοπιστωτικό τομέα.

Για να αντιμετωπιστεί αυτή η δυσκολία, οι τράπεζες θα πρέπει να επωφεληθούν από τη βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης ώστε να ενισχύσουν περαιτέρω την κεφαλαιακή τους βάση και, όπου απαιτείται, να αξιοποιήσουν πλήρως τα κυβερνητικά μέτρα κεφαλαιακής ενίσχυσης.

Συνοπτικά, τα ισχύοντα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ εξακολουθούν να κρίνονται ενδεδειγμένα. Αν ληφθούν υπόψη όλες οι πληροφορίες και αναλύσεις που έγιναν διαθέσιμες μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου στις 3 Δεκεμβρίου 2009, η εξέλιξη των τιμών αναμένεται να παραμείνει συγκρατημένη στον ορίζοντα που ενδιαφέρει τη νομισματική πολιτική.

Οι πιο πρόσφατες πληροφορίες επιβεβαιώνουν επίσης ότι προς το τέλος του 2009 η οικονομική δραστηριότητα στη ζώνη του ευρώ συνέχισε να επεκτείνεται. Ωστόσο, ορισμένοι από τους παράγοντες που στηρίζουν την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ έχουν προσωρινό χαρακτήρα.

Συνολικά, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της ζώνης του ευρώ θα είναι μέτριος το 2010, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι η διαδικασία ανάκαμψης είναι πιθανόν να μην είναι ομοιόμορφη και ότι οι προοπτικές εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα.

Η διασταύρωση του αποτελέσματος της οικονομικής ανάλυσης με το αποτέλεσμα της νομισματικής ανάλυσης επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα είναι χαμηλές μεσοπρόθεσμα, δεδομένης της παράλληλης επιβράδυνσης της νομισματικής και πιστωτικής επέκτασης. Γενικά, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι θα διατηρηθεί η σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα, στηρίζοντας έτσι την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών στη ζώνη του ευρώ.

Οι μεσομακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να είναι σταθεροποιημένες σε επίπεδα συμβατά με την επιδίωξη του Διοικητικού Συμβουλίου να διατηρεί τους ρυθμούς πληθωρισμού κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα.

Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει την αυξημένη στήριξη της προσφοράς πιστώσεων προς το τραπεζικό σύστημα, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τη συνεχιζόμενη βελτίωση των συνθηκών στις χρηματοπιστωτικές αγορές και αποφεύγοντας τις στρεβλώσεις που συνδέονται με τη διατήρηση σε ισχύ μη συμβατικών μέτρων για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.

Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει επίσης να εφαρμόζει τη σταδιακή απόσυρση των έκτακτων μέτρων ρευστότητας που δεν είναι απαραίτητα στον ίδιο βαθμό όπως στο παρελθόν. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά κάθε απειλή διατάραξης της σταθερότητας των τιμών μεσομακροπρόθεσμα, η χορηγηθείσα ρευστότητα θα απορροφηθεί όταν κριθεί αναγκαίο. Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να παρακολουθεί πολύ προσεκτικά όλες τις εξελίξεις την προσεχή περίοδο.

Όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, πολλές κυβερνήσεις στη ζώνη του ευρώ βρίσκονται αντιμέτωπες με υψηλές και απότομα αυξανόμενες δημοσιονομικές ανισορροπίες. Οι πολύ μεγάλες δανειακές ανάγκες των κυβερνήσεων ενέχουν τον κίνδυνο να επιφέρουν ραγδαίες αλλαγές στο κλίμα των αγορών, με αποτέλεσμα λιγότερο ευνοϊκά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς.

Αυτό, με τη σειρά του, θα μπορούσε να περιορίσει τις ιδιωτικές επενδύσεις και επομένως να υποσκάψει τα θεμέλια για διαρκή ανάπτυξη. Επιπλέον, υψηλά επίπεδα δημοσιονομικού ελλείμματος και δημόσιου χρέους θα επιβάρυναν περαιτέρω την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και θα υπονόμευαν την αξιοπιστία των διατάξεων τόσο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ως βασικού πυλώνα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.

Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο καλεί τις κυβερνήσεις να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν έγκαιρα φιλόδοξες στρατηγικές άρσης των επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων και δημοσιονομικής εξυγίανσης, βασιζόμενες σε ρεαλιστικές υποθέσεις για την ανάπτυξη και με έντονη έμφαση στις μεταρρυθμίσεις στην πλευρά των δαπανών. Το ενδεχόμενο περικοπής των φόρων πρέπει να εξεταστεί μόνο σε μεσοπρόθεσμη βάση, όταν οι χώρες θα έχουν ανακτήσει επαρκή περιθώρια ελιγμού στους προϋπολογισμούς τους.

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι παρούσες δεσμεύσεις των κυβερνήσεων να ξεκινήσουν την εξυγίανση το 2011 το αργότερο και να υπερβούν κατά πολύ το διαρθρωτικό σημείο αναφοράς για την προσαρμογή (0,5% του ΑΕΠ ετησίως) αποτελούν την ελάχιστη απαίτηση για όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ. Η επιτυχία των στρατηγικών δημοσιονομικής προσαρμογής θα εξαρτηθεί επίσης, σε σημαντικό βαθμό, από την ύπαρξη κατάλληλων εθνικών δημοσιονομικών κανόνων και θεσμών και προϋποθέτει δημοσιονομικές διαδικασίες χαρακτηριζόμενες από διαφάνεια, καθώς και αξιόπιστα και ολοκληρωμένα στατιστικά στοιχεία για τα δημόσια οικονομικά.

Σε σχέση με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, σημαντικό ρόλο θα πρέπει να διαδραματίσει η κατάλληλη αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα. Υγιείς ισολογισμοί, αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και αξιόπιστα επιχειρηματικά μοντέλα αποτελούν βασικούς παράγοντες προκειμένου να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα των τραπεζών στις διαταραχές και θέτουν έτσι τα θεμέλια για διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη και χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Το Ευρωσύστημα θα υποβάλει τις απαντήσεις του στη δημόσια διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τη μελλοντική στρατηγική ΕΕ 2020, η οποία πρόκειται να διαδεχθεί τη σημερινή στρατηγική της Λισαβόνας.

Για την αντιμετώπιση των μελλοντικών προκλήσεων, η στρατηγική ΕΕ 2020 θα πρέπει να επικεντρωθεί στην αύξηση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης και τη δημιουργία υψηλών επιπέδων απασχόλησης μέσω εύρυθμων αγορών εργασίας και προϊόντων, υγιών χρηματοπιστωτικών συστημάτων και βιώσιμων δημοσιονομικών πολιτικών. Σκοπός είναι να επιτευχθεί μια ιδιαίτερα ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς, όπως περιγράφεται στη Συνθήκη.

Το παρόν τεύχος του Μηνιαίου Δελτίου περιλαμβάνει τρία άρθρα. Το πρώτο άρθρο περιγράφει πώς η ΕΚΤ αξιολόγησε, σηματοδότησε και εφάρμοσε την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής στο πλαίσιο της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης. Το δεύτερο άρθρο επισκοπεί τις σχέσεις της ΕΚΤ με άλλα συναφή όργανα και οργανισμούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση που έχουν ιδρυθεί μετά την υιοθέτηση του ευρώ. Το τρίτο άρθρο περιλαμβάνει μια συνοπτική παρουσίαση και εκτιμήσεις των ασφαλιστικών απαιτήσεων των νοικοκυριών στο πλαίσιο των κρατικών συνταξιοδοτικών συστημάτων στη ζώνη του ευρώ".

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v