Οι χώρες που βρίσκονται σε πρόγραμμα διάσωσης από Ε.Ε.-ΔΝΤ πρέπει να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για εξορθολογισμό των προϋπολογισμών και των οικονομιών τους, υποστηρίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις απαντήσεις που έστειλε στο ευρωκοινοβούλιο, στο πλαίσιο της έρευνας που βρίσκεται σε εξέλιξη για τον ρόλο της τρόικας.
Η ΕΚΤ εμφανίζεται ως υπέρμαχος του ρόλου της τρόικας καθώς από τις απαντήσεις φαίνεται πως εκτιμά ότι η λειτουργία της γίνεται χωρίς σοβαρά προβλήματα, ενώ δεν διαπιστώνει ευθύνες στον συγκεκριμένο θεσμό για τις αστοχίες στα προγράμματα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι επιλέγει να υποβαθμίσει το θέμα των πολλαπλασιαστών όταν καλείται να δώσει απάντηση για τους λόγους για τους οποίους δεν πιάστηκαν διάφοροι στόχοι. Το ζήτημα, υποστηρίζει, «έχει υπεραπλουστευθεί σε ορισμένα fora, απλοποιήθηκε και περιορίστηκε στους απόλυτους αριθμούς, ενώ στην πραγματικότητα είναι πιο πολύπλοκο και με λεπτές διαφορές».
Σε ερώτηση εάν έλαβε όλες τις σχετικές πληροφορίες από τα κράτη-μέλη ώστε να κάνει σωστή αποτίμηση και να σχεδιάζει τα βέλτιστα προγράμματα βοήθειας, η Τράπεζα ανέφερε πως «σε ορισμένες περιπτώσεις, οι πληροφορίες που δόθηκαν ήταν ελλιπείς και ιδιαίτερα σε μία χώρα, ακόμα και παραπλανητικές στην αρχή του προγράμματος».
Όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο, «παράγοντες όπως τα ισχυρά κατεστημένα συμφέροντα, οι πολιτικές αβεβαιότητες, η μεταρρυθμιστική κόπωση ή και οι μειωμένες πιέσεις από τις αγορές μπορεί να καθυστερήσουν ή να αποδυναμώσουν την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων», οι οποίες θεωρεί ότι πρέπει να προχωρήσουν.
Απαντώντας στο ερωτηματολόγιο υποστηρίζει πως «η δημοσιονομική προσαρμογή θα χρειαστεί να συνεχιστεί για να διορθωθούν οι υπερβολικές δημοσιονομικές ανισορροπίες και να περιοριστεί η αρνητική δυναμική του χρέους».
«Η περαιτέρω καθυστέρηση στις προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής είναι πιθανό να υπονομεύσει την αξιοπιστία της δημοσιονομικής στρατηγικής - με επιπτώσεις στα κρατικά spreads ή και στις προοπτικές για ανάκτηση της πρόσβασης στις αγορές», σημειώνει η ΕΚΤ.
Σε άλλο σημείο του ερωτηματολογίου, η ΕΚΤ τονίζει ότι υπεύθυνες για την τήρηση των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί, συμπεριλαμβανομένων όλων των συγκεκριμένων μέτρων που αποφασίζονται, είναι οι εκάστοτε κυβερνήσεις που αποφασίζουν να ενταχθούν σε πρόγραμμα διάσωσης.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, οι συμβουλές που παρέχει η τρόικα έχουν στόχο την επίτευξη υγιούς δημοσιονομικής σταθερότητας και ισχυρών οικονομικών πολιτικών, συνεπώς τη δημιουργία συνθηκών για βιώσιμη ανάπτυξη και το άνοιγμα θέσεων εργασίας στα κράτη-μέλη που εντάσσονται σε πρόγραμμα διάσωσης. Όπως επισημαίνει, για τις συμβουλές αυτές λαμβάνεται υπ' όψιν η δίκαιη κατανομή του κόστους της προσαρμογής.
«Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν στόχο την ανάπτυξη και την ενίσχυση της απασχόλησης, που κατέχουν σημαντική θέση στην ατζέντα της πολιτικής για τις χώρες που έχουν ενταχθεί σε πρόγραμμα, έχουν θετικά κοινωνικά αποτελέσματα μεσομακροπρόθεσμα», λέει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. «Ωστόσο, παράγοντες όπως τα ισχυρά κατεστημένα συμφέροντα, οι πολιτικές αβεβαιότητες, η μεταρρυθμιστική κόπωση ή και οι μειωμένες πιέσεις από τις αγορές μπορεί να καθυστερήσουν ή να αποδυναμώσουν την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και μπορεί να οδηγήσουν σε επιβαρύνσεις που δεν κατανέμονται ίσα σε όλη την κοινωνία. Η τελική απόφαση για τα μέτρα που θα ληφθούν σε εθνικό επίπεδο υιοθετείται από τα ενδιαφερόμενα κράτη-μέλη, σύμφωνα με τις συνταγματικές αρχές τους».
«Υπάρχει καλή συνεργασία»
Κατά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τραπεζα, η συνεργασία μεταξύ των τριών θεσμών που απαρτίζουν την επονομαζόμενη τρόικα (δηλαδή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου) είναι «πολύ καλή και παραγωγική» και οι διαφορετικές οπτικές και εμπειρίες που φέρνουν στο τραπέζι οι τρεις αυτοί θεσμοί «επιτρέπουν μια πιο ολοκληρωμένη αποτίμηση και ελαχιστοποιούν πιθανά σφάλματα ή ελλείψεις».
Σε ό,τι αφορά τη συνεργασία με τις εθνικές αρχές και το κατά πόσον αυτές εμπλέκονται στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, η ΕΚΤ απάντησε πως «τόσο κατά το στάδιο της αποστολής όσο και στο στάδιο της εφαρμογής, η συνεργασία με τις εθνικές αρχές είναι στενή, σε όλα τα επίπεδα, και γενικά λειτουργεί καλά».
Η ΕΚΤ υποστηρίζει πως σε γενικές γραμμές οι χώρες που έχουν ενταχθεί σε πρόγραμμα έχουν κάνει σημαντική πρόοδο στην οικονομική τους προσαρμογή. «Ωστόσο καθυστερήσεις στην εφαρμογή, ανεπαρκής εθνική 'κατοχή' του προγράμματος και ισχυρή αντίσταση είχαν επίπτωση στην αποτελεσματικότητα του προγράμματος προσαρμογής. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι αναθεωρήσεις του κανονικού προγράμματος οδήγησαν τελικά σε επαναφορά των προγραμμάτων στην σωστή τροχιά».
Η Τράπεζα επισημαίνει πως όλες οι χώρες που έχουν ενταχθεί σε πρόγραμμα προσαρμογής έχουν κάνει πολύ σημαντική πρόοδο στη μείωση των οικονομικών ανισορροπιών τους και στην αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων, «αν και σε διαφορετικές ταχύτητες».
Οι προβλέψεις για την Ελλάδα
Για την Ελλάδα, αναφέρει πως το 2009-2013 το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο (εξαιρουμένης της στήριξης στον χρηματοοικονομικό τομέα) αναμένεται να βελτιωθεί κατά περίπου 12 ποσοστιαίες μονάδες, και η χώρα θα εμφανίσει μικρό πρωτογενές πλεόνασμα ήδη από το 2013. Παράλληλα, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης έχει μειωθεί κατά περίπου 17%, διαδικασία που θεωρείται κλειδί για την ενίσχυση των εξαγωγών. Επίσης, αναμένεται πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών αλλά και ανάκαμψη το 2014.
Οι προκλήσεις
Εντούτοις, όπως τονίζει η ΕΚΤ, υπάρχουν ακόμα σημαντικές προκλήσεις για όλες τις χώρες:
-Θα πρέπει να συνεχιστεί η δημοσιονομική προσαρμογή για να διορθωθούν οι υπερβολικές δημοσιονομικές ανισορροπίες και να περιοριστεί η αρνητική δυναμική του χρέους. Η περαιτέρω καθυστέρηση στις προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής πιθανότατα θα υπονομεύσει την αξιοπιστία της δημοσιονομικής στρατηγικής, με επιπτώσεις για τα κρατικά spreads ή και τις προοπτικές για επανάκτηση της πρόσβασης στις αγορές.
-Πρέπει να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.
-Σε ορισμένες περιπτώσεις, πρέπει να υπάρξει πιο προληπτική προσέγγιση από τις εθνικές κυβερνήσεις προκειμένου να ενισχυθεί η μάχη κατά της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς. Σε αυτό περιλαμβάνεται και η μεταρρύθμιση του συστήματος δικαιοσύνης.
-Σε ό,τι αφορά τις πολιτικές του χρηματοοικονομικού τομέα, οι χώρες πρέπει να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα των τραπεζών τους προκειμένου να διευκολύνουν την πρόσβαση σε χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.