Η παγκόσμια οικονομική κρίση που ξεκίνησε πριν από επτά χρόνια με την κατάρρευση του τραπεζικού τομέα στις ΗΠΑ έχει εισέλθει σε μια τρίτη φάση, σύμφωνα με ομάδα αναλυτών της Goldman Sachs.
Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από υπερβολικά χαμηλές τιμές στα εμπορεύματα, επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Κίνα και χαμηλό παγκόσμιο πληθωρισμού, υποστηρίζουν σε έκθεση τους οι αναλυτές.
Το τριπλό αυτό χτύπημα έχει τις ρίζες του στην απάντηση στα δύο προηγούμενα κύματα της κρίσης – την τραπεζική κατάρρευση και την ευρωπαϊκή κρίση χρέους – και αποτελεί μέρος του λεγόμενου υπερ-κύκλου χρέους των τελευταίων δεκαετιών.
Οι κεντρικές τράπεζες απάντησαν με μείωση των επιτοκίων, ενθαρρύνοντας τους επενδυτές να δανείσουν σε αναδυόμενες αγορές όπως η Κίνα. Τώρα που τα επιτόκια δείχνουν έτοιμα να αυξηθούν, οι δανειστές αποσύρονται από τα εμπορεύματα, τα οποία είναι στενά συνδεδεμένα με τις τύχες των αναδυόμενων.
Αυτό συνδέει το «τρίτο κύμα» με το «πρώτο κύμα» της κρίσης. Όπως σημειώνεται στην έκθεση, μετά την κατάρρευση της αγοράς subprime στις ΗΠΑ, «τα χαμηλά επιτόκια βοήθησαν να τονωθεί η πιστωτική επέκταση και αύξησαν την μόχλευση, ειδικά στην Κίνα». Σε συνδυασμό με την προσπάθεια της Κίνας να μεταβεί σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης και την βουτιά στις τιμές των εμπορευμάτων, το αποτέλεσμα είναι μια νέα κρίση.
«Με τις αποδόσεις των ομολόγων κοντά στο μηδέν και τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών σε ιστορικά χαμηλά, ο συνδυασμός των γεγονότων αυτών έχει δημιουργήσει ανησυχίες σχετικά με την βιωσιμότητα των αποδόσεων για τους επενδυτές μακροπρόθεσμα, ειδικά αν συνεχιστούν οι αποπληθωριστικές δυνάμεις» αναφέρεται σύμφωνα με το Business Insider στην έκθεση.
«Καθώς οι κεντρικές τράπεζες στις ανεπτυγμένες οικονομίας αρχίζουν να μιλούν για αύξηση των επιτοκίων, τα επιτόκια στα ασφαλή καταφύγια, στα κρατικά ομόλογα, θα κινηθούν υψηλότερα. Αυτό μειώνει το κίνητρο των επενδυτών χρέους να πάρουν ρίσκα στο εξωτερικό για να έχουν καλή απόδοση. Βγάζουν τα χρήματα τους από τις αναδυόμενες αγορές, δυσκολεύοντας τις εταιρείες στις αναδυόμενες να αναχρηματοδοτηθούν και να χρηματοδοτήσουν μεγάλα έργα, οδηγώντας σε επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας» σημειώνεται.