Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

H Ελλάδα δεν είναι Ιρλανδία

Ορισμένοι Ευρωπαίοι δανειστές θεωρούν ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να πετύχει πλεονάσματα 3%-3,5% επί σειρά ετών, όπως άλλες χώρες στο παρελθόν. Όμως, η Ελλάδα δεν είναι ούτε Ιρλανδία, ούτε Βέλγιο.

H Ελλάδα δεν είναι Ιρλανδία
Το ΔΝΤ έχει επισημάνει πολλές φορές στο παρελθόν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να συντηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ για παρατεταμένη χρονική περίοδο.

Τη δεκαετία του 1990, ο ελληνικός προϋπολογισμός εμφάνισε πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο επί 8 χρόνια, αλλά αυτό είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.

Ο προϋπολογισμός εμφάνισε πρωτογενές έλλειμμα 2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο από την υιοθέτηση του ευρώ μέχρι πρόσφατα και 1,15% του ΑΕΠ την περίοδο των μνημονίων, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΔΝΤ.

Η ιστορία των ελληνικών προϋπολογισμών δεν είναι με το μέρος εκείνων που επιχειρηματολογούν υπέρ των υψηλών πλεονασμάτων.

Όμως, οι Ευρωπαίοι δανειστές δεν πτοούνται και προκρίνουν το αντίθετο.

Κοινώς, τη διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων σε υψηλά επίπεδα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

Κι αυτό γιατί δεν επιθυμούν να προβούν σε γενναιόδωρη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, λόγω έντονων αντιδράσεων στο εσωτερικό των χωρών τους.

Σ’ αυτό το θέατρο του παραλόγου, το ΔΝΤ επικρίνεται από την ελληνική κυβέρνηση γιατί δεν επιμένει στη μείωση του χρέους.

Κι εκείνο ανταποδίδει, επικρίνοντας εμμέσως την τελευταία επειδή έχει συμφωνήσει με την άποψη των Ευρωπαίων δανειστών για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, υπογράφοντας τις ανακοινώσεις  του Eurogroup της 25ης Μαΐου και της 5ης Δεκεμβρίου του 2016.

Όπως είπαμε, οι Ευρωπαίοι δανειστές της χώρας έχουν τους δικούς τους πολιτικούς λόγους να επιθυμούν να μπει ψηλά ο πήχης για τα πρωτογενή πλεονάσματα στην Ελλάδα.

Όμως, επικαλούνται έναν ακόμη λόγο.

Η Ιρλανδία και το Βέλγιο κατάφεραν να εμφανίσουν πρωτογενή πλεονάσματα μεγαλύτερα από 3,5% του ΑΕΠ για πάνω από μια δεκαετία.

Αν λοιπόν αυτές οι χώρες μπορούν, γιατί να μην μπορεί η Ελλάδα να το επαναλάβει για μια δεκαετία ή μικρότερο χρονικό διάστημα, ρωτούν;

Πράγματι, η Ιρλανδία εμφάνισε μέσο πρωτογενές πλεόνασμα 3,7% του ΑΕΠ επί 20 χρόνια, αρχής γενομένης το 1998.

Το δε Βέλγιο επί 19 χρόνια, με το πλεόνασμα να διαμορφώνεται στο 4,1% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο, ξεκινώντας από το 1990.

Από τις δύο χώρες, μόνο η Ιρλανδία κατάφερε κάτι τέτοιο με διψήφιο ποσοστό ανεργίας.

Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η Ελλάδα θα καταγράφει διψήφιο ποσοστό ανεργίας μέχρι τα μέσα του αιώνα και αυτό δυσκολεύει την επίτευξη τόσο υψηλών δημοσιονομικών στόχων, όπως είναι φυσικό.

Φυσικά, υπάρχουν κι άλλα επιχειρήματα.

Η Ιρλανδία και το Βέλγιο είχαν εθνικό νόμισμα για ένα μέρος της διαδρομής και το υπόλοιπο έπεσαν πάνω σε μια παγκόσμια οικονομία που αναπτύσσετο με ταχείς ρυθμούς.

Ούτε το ένα, ούτε το άλλο ισχύει σήμερα.

Ακόμη, η ιρλανδική οικονομία είναι εξωστρεφής, σε αντίθεση με την ελληνική, ενώ το σύστημα αξιών των δύο κοινωνιών διαφέρει ριζικά, όπως άλλωστε και η γεωγραφική τους θέση.

Με άλλα λόγια, η Ελλάδα δεν είναι Ιρλανδία για να μπορεί να συντηρήσει τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για μια μεγάλη χρονική περίοδο.

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v