Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Με την κατανάλωση δεν θα πάμε μακριά!

Οι ειδήμονες επικρίνουν το παραγωγικό μοντέλο της χώρας που οδήγησε στην κρίση και συνήθως τάσσονται υπέρ ενός εξωστρεφούς υποδείγματος. Όμως, μια ματιά στις οικονομικές επιδόσεις του 2016 δείχνει πως είναι άλλο να το λες κι άλλο να το κάνεις.

Με την κατανάλωση δεν θα πάμε μακριά!
Τα νούμερα δεν λένε ψέματα.

Ισως δεν αρέσουν και ίσως αναθεωρηθούν εκ νέου στην επόμενη εκτίμηση, όμως αποτυπώνουν μια πραγματικότητα.

Να υπενθυμίσουμε λοιπόν.

Με βάση την πρώτη εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) ήταν στάσιμο το 2016.

Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου ήταν κάτω 0,8% ενώ οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 2%.

Οι εξαγωγές αντιπροσωπεύουν το 30% του ΑΕΠ και οι επενδύσεις μόλις το 10,5%.

Την παρτίδα έσωσε η καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και ΜΚΙΕΝ που αυξήθηκε κατά 1,4%, παρά τις αυξήσεις των φόρων που επιβλήθηκαν.

Ισως τα λεφτά που βγήκαν από τα στρώματα και η αύξηση της απασχόλησης να εξηγούν τη συγκεκριμένη εξέλιξη.

Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία διαψεύδει τις προβλέψεις περί του αντιθέτου κατά τη διάρκεια της χρονιάς, υπεραντιστάθμισε τη συρρίκνωση της κατανάλωσης της γενικής κυβέρνησης κατά 2%.

O συνδυασμός οδήγησε σε αύξηση της τελικής καταναλωτικής  δαπάνης κατά 0,6%.

Η σημασία της κατανάλωσης στη διαμόρφωση του ΑΕΠ γίνεται άμεσα αντιληπτή, αν κανείς αναλογισθεί ότι ανήλθε σε 168,8 δισ. ευρώ στα τέλη του 2016 και το ΑΕΠ σε όρους όγκου στα 184,5 δισ. ευρώ.

Με άλλα λόγια, η συνολική καταναλωτική δαπάνη αντιπροσωπεύει το 91,5% του ΑΕΠ και η ιδιωτική κατανάλωση το 70% περίπου.

Αν πάμε πίσω στην αρχή της κρίσης, θα διαπιστώσουμε ότι τόσο η συνολική όσο και η ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη ήταν μεγαλύτερες σε ονομαστικά ποσά αλλά το ίδιο ίσχυε για το ΑΕΠ.

Όμως, δεν διέφεραν ως ποσοστό του ΑΕΠ, συγκρινόμενες με το 2016.

Πιο συγκεκριμένα, η συνολική κατανάλωση αντιπροσώπευε το 91,5% του ΑΕΠ το 2009 και το 2010 ενώ η ιδιωτική αντιστοιχούσε στο 68% και στο 69,4% του ΑΕΠ αντίστοιχα τις ίδιες χρονιές.

Με άλλα λόγια, ο πυλώνας του αναπτυξιακού μοντέλου που θεωρήθηκε συνυπεύθυνο για την κρίση, δηλαδή η κατανάλωση, αντέχει ως προς το ΑΕΠ.

Το θετικό σημάδι είναι η ενίσχυση του ρόλου των εξαγωγών, που αντιπροσωπεύουν το 30% του ΑΕΠ από 19% το 2009 και 22,1% το 2010.

Αντίθετα, οι επενδύσεις έχουν κατακρημνισθεί.

Αν λοιπόν ο μετασχηματισμός του παραγωγικού μοντέλου αποβλέπει στην παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών και την ταυτόχρονη μείωση του ειδικού βάρους της κατανάλωσης στην οικονομία, η πρόοδος είναι περιορισμένη.

Το χειρότερο είναι πως δεν μπορεί η ελληνική οικονομία να μπει σε βιώσιμο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης χωρίς κάποια βοήθεια από την καταναλωτική δαπάνη, δεδομένου του μεγάλου μεγέθους της τελευταίας στο ΑΕΠ.

Από τη μια πλευρά, λοιπόν, η οικονομία θα πρέπει να αναπνεύσει, με αποτέλεσμα να χρειάζεται τη στήριξη της κατανάλωσης και την αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών.

Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να μειωθεί το ειδικό βάρος της καταναλωτικής δαπάνης, στο πλαίσιο του επιθυμητού μετασχηματισμού του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου.

Πρόκειται για μια δύσκολη άσκηση ισορροπίας.

Αν όμως το ειδικό βάρος της κατανάλωσης στο ΑΕΠ δεν μειωθεί σταδιακά, η προοπτική της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης θα βασίζεται σε γυάλινα πόδια.

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v