Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

H ανάπτυξη, το πλεόνασμα και το «πάθημα» του Βελγίου

Οι δανειστές έχουν αναφερθεί στο Βέλγιο για να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της διατήρησης υψηλών πλεονασμάτων στην Ελλάδα επί μακρόν. Όμως, το Βέλγιο αποκαλύπτει κάτι ακόμη.

H ανάπτυξη, το πλεόνασμα και το «πάθημα» του Βελγίου
Η σχέση είναι αμφίδρομη.

O ρυθμός ανάπτυξης επηρεάζει τον προϋπολογισμό και ο τελευταίος επηρεάζει την οικονομία.

Μια οικονομία που αναπτύσσεται γρήγορα, μπορεί να παράγει υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και να υπερκαλύψει τις ετήσιες δαπάνες για τόκους, με αποτέλεσμα την πιο άνετη εξυπηρέτηση του χρέους και τη σταδιακή μείωσή του.

Από την άλλη πλευρά, μια οικονομία που αναπτύσσεται με αργό ρυθμό ή βρίσκεται σε ύφεση είναι πιο δύσκολο να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα, δυσκολεύοντας την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων σε χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος.

Το Βέλγιο είναι μία από τις χώρες που κατόρθωσαν να διατηρήσουν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για πάνω από μια δεκαετία.

Γι’ αυτό την επικαλούνται οι πιστωτές που επιχειρηματολογούν ότι η Ελλάδα μπορεί να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για πολλά χρόνια.

Για την ιστορία, το Βέλγιο εμφάνισε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4,1% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 1990-2008, σύμφωνα με το ΔΝΤ.

Η Ιρλανδία κατάφερε να παρουσιάσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για 20 χρόνια, από το 1998 μέχρι και το 2007.

Το μέσο πλεόνασμα ανήλθε σε 3,7% του ΑΕΠ την ίδια περίοδο.

Επανερχόμενοι στο Βέλγιο, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι τα υψηλά πλεονάσματα βοήθησαν στη συμπίεση του δημόσιου χρέους στο 87% του ΑΕΠ το 2007 έναντι 140% το 1993.

Όμως, το πρωτογενές πλεόνασμα μειώθηκε δραστικά την περίοδο 2008-2009, με αποτέλεσμα το χρέος να σκαρφαλώσει στο 100% του ΑΕΠ μέσα σε λίγα χρόνια.

Το γεγονός ότι μειώθηκε το πρωτογενές πλεόνασμα δεν οφείλεται στη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής της χώρας αλλά στην οικονομία και στις συνθήκες που επικρατούσαν διεθνώς, λόγω της μεγάλης ύφεσης.

Μάλιστα, κάποιος  θα μπορούσε κάλλιστα να ισχυρισθεί πως  η χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής ήταν σωστή σε εκείνη τη συγκυρία, γιατί βοήθησε τη βελγική οικονομία να αναπνεύσει κάπως.

Επομένως, μια χώρα μπορεί να εφαρμόζει την ίδια δημοσιονομική προσαρμογή.

Όμως, η οικονομική δραστηριότητα μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό, μη επιθυμητό δημοσιονομικό αποτέλεσμα λόγω εξωγενών παραγόντων που δεν μπορεί να ελέγξει, π.χ. μεγάλη ύφεση ή κάποια φυσική ή άλλη καταστροφή.

Δεν είναι τυχαίο ότι στον αυτόματο δημοσιονομικό «κόφτη» υπάρχει πρόβλεψη για χαμηλότερο στόχο πρωτογενούς  πλεονάσματος λόγω ειδικών συνθηκών, π.χ. φυσικής καταστροφής.

Θα ήταν λογικό λοιπόν να υπάρξει κάποια ανάλογη πρόβλεψη για τον στόχο 3,5% του ΑΕΠ  μέχρι και το 2022, σε περίπτωση εξωγενών παραγόντων που έχουν αρνητική επίδραση στην οικονομία και στο πρωτογενές πλεόνασμα.

Το «πάθημα» του Βελγίου, που είδε το χρέος να αυξάνεται ως προς το ΑΕΠ μετά το 2008 λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης, προσφέρεται για χρήσιμα συμπεράσματα από τους ασκούντες πολιτική.

Τόσο στο μέτωπο των δημοσιονομικών στόχων, όσο και των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v