Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

To QE και ο κίνδυνος της πυραμίδας

H ΕΚΤ αποφάσισε να συνεχίσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (QE) το πρώτο 9μηνο του 2018, χωρίς να αποκλείει περαιτέρω επέκτασή του. Τράπεζες και επιχειρήσεις έλαβαν το μήνυμα, αλλά το τέλος ίσως δεν είναι ευχάριστο.

To QE και ο κίνδυνος της πυραμίδας
Η ΕΚΤ, όπως η Fed και οι άλλες κεντρικές τράπεζες, μπορούν να καθορίσουν τα βραχυχρόνια επιτόκια.

Από την άλλη πλευρά, τα μακροχρόνια επιτόκια προσδιορίζονται σε σημαντικό βαθμό από τις προσδοκίες της αγοράς για τον πληθωρισμό και τον ρυθμό ανάπτυξης, στασιμότητας ή ύφεσης της οικονομίας.

Μειώνοντας δραστικά τα βραχυχρόνια επιτόκια παρέμβασης στο μηδέν και σε αρνητικό έδαφος και ταυτόχρονα ενεργοποιώντας το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), η ΕΚΤ όπως κι Fed πέτυχαν δύο πράγματα.

Μείωσαν δραματικά τις αποδόσεις των ομολόγων όλων των λήξεων και παράλληλα συμπίεσαν πολύ περισσότερο τις βραχυχρόνιες.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η καμπύλη των αποδόσεων των ομολόγων να αποκτήσει έντονη κλίση και να γίνει ανοδική.

Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της γερμανικής καμπύλης, που θεωρείται σημείο αναφοράς στην ευρωζώνη.

Αργά χθες, η απόδοση του 2ετούς ομολόγου ήταν αρνητική και ίση με -0,746%, ενώ η απόδοση του 10ετούς γερμανικού ομολόγου ήταν 0,419%, με τη διαφορά (2/10 year yield spread) να διαμορφώνεται στις 116,5 μονάδες βάσης.

Υπενθυμίζεται πως μία ποσοστιαία μονάδα ισούται με 100 μονάδες βάσης.  

H διαφορά απόδοσης των βραχυχρόνιων από τις μακροπρόθεσμες αποδόσεις στη Γερμανία δεν απέχει πολύ από τις 126 μονάδες βάσης του περασμένου Μαρτίου, που συνιστούν τη μεγαλύτερη διαφορά από το 2014.

Δεν γνωρίζουμε αν η ανωτέρω διαφορά συνιστά τη μεγαλύτερη ιστορικά, όπως συνέβη με την πολιτική της Fed στις ΗΠΑ.

Εκείνο που ο καθένας μπορεί να κατανοήσει είναι κάτι άλλο.

Το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιτοκίων ευνοεί την κερδοφορία των τραπεζών που δανείζονται βραχυπρόθεσμα για να δανείσουν πιο μακροπρόθεσμα.

Όμως, δεν είναι μόνο οι τράπεζες που μπορούν να το δούν και να επωφεληθούν.

Το ίδιο ισχύει για τις επιχειρήσεις, που μπορούν να δανείζονται φθηνότερα σε πιο βραχυπρόθεσμα χρονικά διαστήματα.

Όμως, ένα μέρος του δανεισμού τους κατευθύνθηκε είτε στην αποπληρωμή παλαιότερου χρέους είτε στην επιστροφή κεφαλαίου στους μετόχους.

Η τελευταία εξηγεί σε κάποιο βαθμό την καλή πορεία των μετοχών τους.

Οι μέτοχοι μπορεί να είναι χαρούμενοι.

Όμως, αυτή η τακτική οδηγεί σε αύξηση των χρέους των επιχειρήσεων που δεν αντικατοπτρίζεται σε παραγωγικές επενδύσεις και επομένως σε έσοδα που θα μπορούσαν μελλοντικά να αποπληρώσουν τα τοκοχρεολύσια.

Αργά ή γρήγορα, λοιπόν, θα έλθει η ώρα της αναχρηματοδότησης του χρέους και αυτή θα γίνει, κατά πάσα πιθανότητα, σε υψηλότερα επίπεδα επιτοκίων, που μεταφράζεται με μεγαλύτερους τόκους.

Μ’ αυτό τον τρόπο θα υπάρξει επιβάρυνση των επιχειρήσεων, των τραπεζών και φυσικά του κράτους, όταν έλθει η ώρα.

Θα πετυχαίνουν οι ευρωπαϊκές  οικονομίες, όπως η ελληνική, υψηλούς βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης που θα επιτρέπουν τότε την αναχρηματοδότηση μέρους του χρέους;

Κι όλα αυτά με το χρέος, το οποίο θεωρείται ανασταλτικός παράγοντας για την ανάπτυξη,  να αυξάνεται;

Μακάρι, όμως  η λογική υπαγορεύει προσοχή.

Πολύ περισσότερο όταν η αποπληρωμή του χρέους αποσπά μεγαλύτερο μέρος από το διαθέσιμο εισόδημα.

Αυτό σημαίνει ότι συμπιέζεται η ταχύτητα του χρήματος στην οικονομία και ουδετεροποιείται σε κάποιο βαθμό η αυξητική επίπτωση της νομισματικής πολιτικής στον πληθωρισμό μέσω της αυξημένης προσφοράς χρήματος.

Με άλλα λόγια, η ακολουθούμενη νομισματική πολιτική δείχνει να έχει κάποια στοιχεία πυραμίδας (Ponzi scheme) και οι τελευταίες δεν έχουν συνήθως καλό τέλος.

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v