Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος

Οι εξαγωγές αγαθών ανήλθαν σε επίπεδα-ρεκόρ το 2017. Όμως, είναι νωρίς να μιλήσει κάποιος για νέο αναπτυξιακό πρότυπο, από τη στιγμή που οι εισαγωγές αυξήθηκαν με τον ίδιο ρυθμό, παρότι η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε.   

Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος
Οι εξαγωγές εμπορεύσιμων αγαθών αυξήθηκαν με ρυθμό 13,2% στα 28,8 δισ. ευρώ το 2017, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.

Αν όμως αφαιρεθούν τα πετρελαιοειδή, δηλαδή η επανεξαγωγή του εισαχθέντος αργού, ο ρυθμός της αύξησης των εξαγωγών περιορίσθηκε στο 7,1% και ως ποσό στα 20 δισ. ευρώ περίπου.   

Πρόκειται για νέο ρεκόρ, όπως μας υπενθύμισε ο ΠΣΕ, με το προηγούμενο να έχει καταγραφεί το 2012, όταν η συνολική αξία των ελληνικών εξαγωγών είχε φθάσει τα 27,34 δισ. ευρώ.

Εκτός από τα αγαθά, αρκετά καλά τα πήγαν οι εξαγωγές υπηρεσιών, κυρίως ο τουρισμός, που εκτιμάται ότι απέφερε έσοδα-ρεκόρ, ύψους 14,5 δισ. ευρώ το 2017.  

Παρ’ όλα αυτά, ακόμη κι αν προστεθούν οι εξαγωγές των αγαθών και του τουρισμού, κάπου 43 δισ. ευρώ, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι αντιπροσωπεύουν μόλις το 24% του ΑΕΠ περίπου.

Άλλες χώρες της ευρω-περιφέρειας, όπως η Πορτογαλία, έχουν μεγαλύτερο εξαγωγικό τομέα.

Παρά λοιπόν τη βελτίωση, η οποία οφείλεται εν μέρει στους ισχυρότερους ρυθμούς ανάπτυξης των εμπορικών εταίρων μας τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί.    

Είναι προφανές ότι η χώρα θα πρέπει να αυξήσει την ποσότητα, να  αναβαθμίσει το μίγμα των προϊόντων που εξάγει, από χαμηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης σε εξαγωγές μέσης και υψηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης, και να «συνδεθούν» οι ελληνικές εταιρείες με διεθνείς αλυσίδες.    

Τα ανωτέρω απαιτούν σημαντικές επενδύσεις, που η μείωση του ρίσκου της χώρας θα ευνοήσει, και επαρκή χρηματοδότηση, που ο μεγάλος όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν διευκολύνει.

Αν η εικόνα από το μέτωπο των εξαγωγών μπορεί να χαρακτηρισθεί ικανοποιητική, το μέτωπο των εισαγωγών είναι προβληματικό.

Κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2017, οι εισαγωγές προϊόντων ανήλθαν σε 50,25 δισ. ευρώ έναντι 44,18 δισ. ευρώ το 2016, εμφανίζοντας αύξηση 13,7%.

Χωρίς τα πετρελαιοειδή, η αύξηση των εισαγωγών ξεπέρασε ελαφρώς το 10%.

Αυτό δείχνει ότι η παραγωγική βάση δεν καλύπτει ακόμη τις ανάγκες του καταναλωτικού προτύπου του Νεοέλληνα.

Κι όλα αυτά σε μια χρονιά, όπως το 2017, που χαρακτηρίσθηκε από μέτριο ρυθμό ανάπτυξης, της τάξης του 1,3%-1,5% όπως όλα δείχνουν, με την ιδιωτική κατανάλωση να εμφανίζει τάσεις στασιμότητας το 9μηνο.

Ως γνωστόν,  οι εισαγωγές αφορούν τόσο καταναλωτικά όσο και κεφαλαιουχικά αγαθά.

Αν λοιπόν οι εισαγωγές αυξάνονται σε μια χρονιά που η ιδιωτική κατανάλωση ήταν σχεδόν αμετάβλητη και οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου υποχώρησαν, ο καθένας μπορεί να κατανοήσει τι θα γίνει αν οι δύο τελευταίοι παράγοντες του ΑΕΠ πάρουν τα πάνω τους.

Συμπέρασμα;

Θα χρειασθεί ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των εξαγωγών για να αντισταθμισθεί η πιθανή ενίσχυση των εισαγωγών και η αύξηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, σε περίπτωση επιτάχυνσης του ρυθμού ανάπτυξης.

Όμως, αυτό χρειάζεται διάρκεια και επενδύσεις σε βάθος χρόνου.

Καλή και άγια η επιδιωκόμενη αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας, αλλά έχει πολύ ψωμί ακόμη.

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v