Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η εκπαίδευση και ο νέος πλούτος των εθνών

Τα επίπεδα δεξιότητας του ανθρώπινου δυναμικού παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των κρατών. Ποιες ικανότητες έχουν υψηλή ζήτηση. Το θέμα της... πρακτικής εξυπνάδας. Η περίπτωση της Ελλάδας και πού υστερεί. Γράφει ο Αθ. Παπανδρόπουλος.

Η εκπαίδευση και ο νέος πλούτος των εθνών

Κάθε πέντε με επτά χρόνια, οι γνώσεις στις οποίες έχει πρόσβαση ο άνθρωπος διπλασιάζονται. Ο μέσος χρόνος ζωής των νέων προϊόντων, από 10 χρόνια που ήταν πριν μία εξηκονταετία, σήμερα έχει πέσει στις 45 ημέρες. Οι κωδικοί σε ένα μεσαίο σουπερμάρκετ, από 3.000 το 1960, ξεπερνούν στις μέρες μας τους 80.000. Η δε ταχύτητα μεταφοράς γνώσεων και πληροφοριών από ωριαία πριν από 60-70 χρόνια σήμερα είναι στιγμιαία.

Η εκμάθηση ξένων γλωσσών αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα και, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχουν 75 εκατομμύρια νέοι 18-25 ετών που είναι άνεργοι, συνολικά ένα 25% από τις προσφερόμενες θέσεις εργασίας παραμένει ακάλυπτο λόγω ελλείψεως των προσόντων και των δεξιοτήτων που ζητούνται. Επίσης, πάντα σε παγκόσμιο επίπεδο, ο ψηφιακός αναλφαβητισμός καλύπτει το 40% του ενεργού πληθυσμού - το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 20% στην Ελλάδα.

«Η εκπαίδευση αποτελεί πλέον συγκριτικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και όλο και περισσότερο η ανάπτυξη θα εξαρτάται από τις δεξιότητες του ανθρώπινου κεφαλαίου που θα διαθέτει μία χώρα», λέει ο κ. Μάθιου Γεντ, διευθυντής της έκδοσης In Focus που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Ανάπτυξης του Μάνατζμεντ.

Για να προσθέσει ότι «για πρώτη φορά στην ιστορία τους τα εκπαιδευτικά συστήματα, και ιδιαίτερα αυτά που αφορούν τη διοίκηση των επιχειρήσεων και την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, αντιμετωπίζουν σοβαρότατες προκλήσεις». Προκλήσεις χρηματοδοτικές, δημογραφικές, τεχνολογικές και κοινωνικοοικονομικές. Στο πλαίσιο αυτής της νέας πραγματικότητας, ο Δανός καθηγητής Γιόργκεν Θορπλ υπογραμμίζει ότι ήδη αναπτύσσεται ένας εντυπωσιακός διεθνής εκπαιδευτικός ανταγωνισμός στον οποίον η Ευρώπη γενικά υστερεί, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει και μεγάλη διαρροή ταλέντων. «Αυτό συμβαίνει δε σε μία εποχή όπου η γνώση αποτελεί σημαντική πρώτη ύλη», τονίζει ο Δανός καθηγητής.

Συναφής και επιβεβαιωτική των παραπάνω απόψεων ήταν και έρευνα που πριν από λίγο καιρό είδε το φως της δημοσιότητας στο βρετανικό οικονομικό περιοδικό Economist, που υπογραμμίζει μεταξύ άλλων ότι 20 στα 100 νέα προϊόντα που κυκλοφορούν διεθνώς περιέχουν πάνω από 40% γνώση ως πρώτη ύλη τους.

Στην ίδια έρευνα τονιζόταν χωρίς περιστροφές ότι τον 21ο αιώνα οι χώρες που θα βρεθούν στις πρώτες θέσεις της οικονομικής ευημερίας και της κοινωνικής προστασίας θα είναι αυτές που θα διαθέτουν υψηλούς δείκτες ευφυΐας.

Με άλλα λόγια, από την έρευνα του Economist γινόταν ξεκάθαρο ότι το τρίπτυχο παραγωγή πλούτου-κοινωνική ευημερία-ποιότητα ζωής ήταν στενά συνδεδεμένο με το εκπαιδευτικό σύστημα μιας χώρας και τη συμβατότητά του με τις συνθήκες παγκοσμιοποίησης που όλοι γνωρίζουμε.

Μέσα σε αυτό το νέο περιβάλλον, πέρα από τον οικονομικό ανταγωνισμό, έντονη θα είναι στην παγκόσμια αγορά και η εκπαιδευτική άμιλλα, στο πλαίσιο της οποίας οι επιδόσεις μιας χώρας θα κρίνονται από τον βαθμό προσαρμογής της στις σύγχρονες και πολύ γρήγορα μεταβαλλόμενες πραγματικότητες.

Και από την άποψη αυτή, μελέτες που έγιναν τα τελευταία χρόνια σε 42 πολύ και λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου αποδεικνύουν ότι οι οικονομικές επιδόσεις των χωρών αυτών όλο και πιο πολύ συναρτώνται του επιπέδου της εκπαίδευσης που παρέχουν στους νέους αλλά και της προσαρμογής του εκπαιδευτικού τους συστήματος στην κοινωνία των πληροφοριών.

Επίσης, οι προαναφερόμενες έρευνες καταδεικνύουν ότι σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας οι εργαζόμενοι πρέπει να είναι μορφωμένοι, ικανοί σε γρήγορες μεταβολές και ανοιχτοί σε μόνιμη επιμόρφωση. Είναι απαραίτητο να γνωρίζουν και μία δεύτερη πέρα από τη μητρική τους γλώσσα και θεωρείται μεγάλο τους πλεονέκτημα να διαθέτουν ευχέρεια στα μαθηματικά. Από τις έρευνες που έγιναν στις 42 χώρες προκύπτει ακόμα ότι η ποιότητα ενός εκπαιδευτικού συστήματος δεν εξαρτάται ούτε από τις δαπάνες ανά φοιτητή ή μαθητή, ούτε από τις ώρες διδασκαλίας, ούτε βέβαια από το μέγεθος των αιθουσών διδασκαλίας. Το κλειδί της επιτυχίας είναι οι μέθοδοι διδασκαλίας και το κατά πόσον αυτές διευρύνουν τους ορίζοντες φοιτητών και μαθητών.

Όπως τονίζει ο Αμερικανός καθηγητής Πάτρικ Βιζανόβα, κάθε άνθρωπος διαθέτει πολύ μεγάλο δυναμικό «κοιμώμενης ευφυΐας», που για να λειτουργήσει είναι απαραίτητο να δοθούν στους ανθρώπους συγκεκριμένοι όγκοι γνώσεων και μέθοδοι χρησιμοποίησής τους.

Υπό αυτές τις συνθήκες, αυτό που αποκαλείται «ευφυΐα» στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο από την ικανότητα να διαχειρίζεται κανείς αποκτημένες γνώσεις. Προϋπόθεση λοιπόν ανάπτυξης της ευφυΐας ή και ανάδειξής της είναι η απόκτηση γνώσεων. Όμως, οι γνώσεις αυτές δεν μπορούν να αποκτηθούν παρά μόνον αν εφαρμοστεί μία αυστηρή μέθοδος μάθησης, η οποία ενσωματώνει και την αντίληψη του «στόχου» που πρέπει να επιτευχθεί. Κατά τον Πάτρικ Βιζανόβα, η ευφυΐα δεν είναι μία αφηρημένη έννοια, αλλά μία συγκεκριμένη λειτουργία η οποία, πριν απ' όλα, έγκειται στο να μπορεί κανείς να οργανώνει τη μάθησή του.

Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι θεωρίες περί «ευφυών» ατόμων που υπήρξαν κακοί μαθητές είναι εξαιρετικά επικίνδυνες και κενές περιεχομένου. Αν δεν διαθέτουν γνώσεις και αν δεν γνωρίζουν πώς να τις αποκτήσουν, ποτέ δεν θα μπορέσουν να ανέβουν στην ιεραρχία. Διότι, ένας ευφυής εργαζόμενος είναι αυτός που γνωρίζει να διαχειρίζεται έναν όγκο γνώσεων που συνδέονται με τη δραστηριότητά του.

Ωστόσο, στην ευφυΐα που προκύπτει από την απόκτηση γνώσεων έρχεται σε αρκετές περιπτώσεις να προστεθεί και η αποκαλούμενη πρακτική εξυπνάδα, δηλαδή η έμφυτη ικανότητα που έχει ένα άτομο να βρίσκει απαντήσεις σε απρόσμενες καταστάσεις. Με άλλα λόγια, πρακτική ή διαισθητική ευφυΐα είναι η ικανότητα του ανθρώπου να προσαρμόζεται σε καταστάσεις ή σε συστήματα των οποίων οι υποθέσεις είναι μεταβαλλόμενες ή τυχαίες. Η ικανότητα αυτή, όμως, πολλαπλασιάζεται αν το συγκεκριμένο άτομο διαθέτει και έναν όγκο γνώσεων που θα του επιτρέψει να αυξήσει τον αριθμό των καθαρών λύσεων σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα.

Όπως προκύπτει από την έρευνα του διεθνούς εκπαιδευτικού οργανισμού TIMSS (Third International Maths and Science Study), στα μαθηματικά και στις επιστήμες πρώτη χώρα στον κόσμο είναι η Σιγκαπούρη, η οποία με βάση το 500 συγκεντρώνει 643 βαθμούς στα μαθηματικά και 607 στις επιστήμες. Στα μαθηματικά ακολουθούν η Νότιος Κορέα (607), η Ιαπωνία (605), το Χονγκ Κονγκ (588), το φλαμανδόφωνο Βέλγιο (565), η Τσεχία (564), η Σλοβακία, η Ολλανδία και η Σλοβενία. Στις επιστήμες, μετά τη Σιγκαπούρη ακολουθούν η Τσεχία, η Ιαπωνία, η Νότιος Κορέα, η Βουλγαρία, η Ολλανδία, η Σλοβενία, η Αυστρία, η Ουγγαρία και η Αγγλία. Η Ελλάδα στα μαθηματικά κατέχει την 33η θέση και στις επιστήμες την 29η, με τη Γαλλία στην 28η θέση. Και στις δύο περιπτώσεις, τελευταία χώρα στην κατάταξη του TIMSS είναι η Νότιος Αφρική, με λιγότερους από 330 βαθμούς στους 500.

Πολύ σωστά, έτσι, οι ερευνητές προβλέπουν ότι και στον τομέα της εκπαίδευσης οι χώρες της ΝΑ. Ασίας, παρά την κρίση που πέρασαν, θα κατέχουν πρώτους ρόλους για μακρά περίοδο του 21ου αιώνα, γεγονός που θα τους επιτρέψει να μπουν πολύ γρήγορα μέσα στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Από τις θέσεις αυτές, ωστόσο, θα κατρακυλήσουν το Κουβέιτ, η Σαουδική Αραβία και πιθανότατα η Σουηδία - χώρες που έχουν χαμηλές εκπαιδευτικές επιδόσεις.

Όσο για την Ελλάδα, πολύ φοβούμεθα ότι αν δεν αλλάξει άρδην την εκπαιδευτική της δομή, τα πράγματα γι' αυτήν στον αιώνα μας δεν θα είναι και πολύ ευχάριστα. Η χώρα υστερεί απελπιστικά σε όλους τους τομείς που αφορούν τη γνώση, την επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη και τον τεχνολογικό νεωτερισμό. Ακόμα χειρότερα, μέσα στο ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα αναπτύσσονται και ενεργούν προκλητικά οι πιο φανατικοί σκοταδιστές της χώρας, οι οποίοι ούτε λίγο ούτε πολύ θεωρούν την παιδεία αποκλειστικό φέουδό τους, με εικονικούς δούλους τους νέους μας.

Καιρός είναι η κατάσταση αυτή να ανατραπεί και η μοναδική πηγή μιας τέτοιας προσπάθειας είναι η κατασυκοφαντημένη ιδιωτική εκπαίδευση.

Η τελευταία, παρά τις ύπουλες επιθέσεις που δέχεται, τα καταφέρνει πολύ καλά από κάθε άποψη και σε γενικές γραμμές το επίπεδό της είναι πολύ καλό. Αυτό επιβεβαιώνει και τελευταία μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), γύρω από την οποία επικρατεί εκκωφαντική σιωπή! Η έρευνα υπογραμμίζει το καλό επίπεδο της ιδιωτικής ελληνικής παιδείας, η οποία κάνει μόνιμες προσπάθειες βελτίωσής της και, σε ορισμένες περιπτώσεις, έχει σημαντικές συνεργασίες με αλλοδαπά ΑΕΙ. Συμβάλλει έτσι και στην εξοικονόμηση συναλλάγματος, κάτι που ορισμένοι κύκλοι για λόγους απίστευτης ιδιοτέλειας προσπαθούν να υπονομεύσουν.

Παρ' όλα αυτά, η ελληνική ιδιωτική παιδεία αντιστέκεται με επιτυχία και αποκτά όλο και περισσότερους οπαδούς. Γι' αυτό καιρός είναι να ενισχυθεί.

 

*Ο κ. Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος είναι δημοσιογράφος, επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Πρόεδρος του European Business Review (EBR). Μπορείτε να διαβάζετε τα άρθρα του στο www.europeanbusiness.gr και στο εβδομαδιαίο newsletter "EBR Confidential".

 


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v