Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Τα κέρδη του Βερολίνου από την πιστωτική χαλάρωση

Στα 122 δισ. ευρώ ή στο 4% του γερμανικού ΑΕΠ τα οφέλη για τη γερμανική οικονομία από το QE της ΕΚΤ, τη στιγμή που η Αθήνα είναι ακόμη στο «περίμενε». Η κόντρα του Σόιμπλε με την ΕΚΤ και τα παράδοξα. Γράφει ο Κ. Μελάς.

  • του Κώστα Μελά*
Τα κέρδη του Βερολίνου από την πιστωτική χαλάρωση

Σύμφωνα με άρθρο της γερμανικής οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt (06.09.2016), η γερμανική οικονομία ωφελήθηκε, την περίοδο 2008-2015, κατά 122 δισ. ευρώ (μείωση της εξυπηρέτησης των χρηματοπιστωτικών εξόδων), λόγω της ακολουθούμενης νομισματικής πολιτικής χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ και ειδικά υπό την προεδρία του Mario Draghi.

Το ποσό αυτό αντιστοιχεί περίπου στο 4,0% του ΑΕΠ. Οι εξελίξεις αυτές βοήθησαν σημαντικά στη δημιουργία πλεονάσματος στον κρατικό προϋπολογισμό (περίπου €18.5 δισ. το 2015), ενώ παράλληλα έδωσαν τη δυνατότητα να αυξηθούν οι ομοσπονδιακές δαπάνες από 299,1 δισ. ευρώ (2015) σε 316,9 δισ. ευρώ (2016).

Είναι γνωστό ότι ο υπουργός Οικονομικών Wolfgang Schaeuble αλλά και η Bundesbank πνέουν τα μένεα ενάντια στην ακολουθούμενη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, θεωρώντας ότι θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα στην ευρωζώνη. Όμως, ο Γερμανός υπουργός των Οικονομικών, αδυνατώντας να παρακάμψει τα αριθμητικά δεδομένα, παραδέχτηκε τη συγκεκριμένη ωφέλεια από την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων λέγοντας κατά λέξη (στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2017 στο γερμανικό κοινοβούλιο): «Τουλάχιστον εμείς μπορέσαμε να εκμεταλλευτούμε σωστά τα χαμηλά επιτόκια», δείχνοντας για ακόμη μια φορά το πώς αντιλαμβάνεται τον ρόλο της Γερμανίας στην ΕΕ. Με απλά λόγια, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών υποστηρίζει ότι είμαστε ικανοί και αποτελεσματικοί και όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να μας έχουν ως παράδειγμα.

Το ζήτημα βεβαίως δεν είναι εδώ το τι υποστηρίζει ο Wolfgang Schaeuble. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία να υπογραμμισθεί, είναι τα ασύμμετρα αποτελέσματα που προκαλεί στις εθνικές οικονομίες των χωρών της ευρωζώνης η ασκούμενη νομισματική πολιτική εκ μέρους της ΕΚΤ.

Ας δούμε όμως το ζήτημα συγκεκριμένα.

Η όλη λογική του σύγχρονου εμπορικού τραπεζικού συστήματος βασίζεται, ως προς τις πιστοδοτήσεις, στην αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη. Αυτό απλά σημαίνει ότι περισσότερες πιθανότητες έχει να δανειοδοτηθεί αυτός που έχει υψηλή πιστοληπτική ικανότητα και μάλιστα πληρώνοντας χαμηλότερο κόστος (επιτόκιο) από αυτόν που έχει χαμηλότερη πιστοληπτική ικανότητα, που βεβαίως δεν είναι σίγουρο αν θα μπορέσει και να δανειοδοτηθεί. Ανεξαρτήτως αν αυτός είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος (ο ισχυρότερος κερδίζει σχετικά έναντι του λιγότερο ισχυρού και συνεπώς αυξάνει τη σχετική ισχύ του), έτσι λειτουργεί.

Όμως η λειτουργία της Κεντρικής Τράπεζας διαφοροποιείται ολοκληρωτικά από την παραπάνω λειτουργία του εμπορικού τραπεζικού συστήματος. Εκτός από τις κύριες λειτουργίες μια ΚΤ -χάραξη και άσκηση της νομισματικής πολιτικής και εποπτεία και έλεγχος του εμπορικού τραπεζικού συστήματος-, έχει και μια ακόμη βασική λειτουργία : να δρα ως έσχατος δανειστής του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας. Η πολιτική της πιστωτικής χαλάρωσης που ασκεί τα τελευταία χρόνια η ΕΚΤ ουσιαστικά πραγματοποιείται στο πλαίσιο της τελευταίας αρμοδιότητας, αφού αμφισβητήθηκε πολιτικά και θεσμικά από τη Γερμανία (προσφυγές στο Συνταγματικό Δικαστήριο κτλ.).

Πιθανότατα, για να αποφύγει ενστάσεις και προσφυγές, η ΕΚΤ εφαρμόζει την πιστωτική επέκταση σε κάθε χώρα μέλος της ευρωζώνης αναλογικά με τη συμμετοχή της στο μετοχικό κεφάλαιο της ΕΚΤ. Έτσι επιμερίζει τις μηνιαίες αγορές χρεογράφων αναλογικά με τον παραπάνω τρόπο. Αγοράζει δηλαδή συγκεκριμένο ύψος ομολόγων, οριζοντίως και αναλογικά από κάθε χώρα, ανεξαρτήτως των πραγματικών αναγκών της κάθε χώρας, δηλαδή της κατάστασης που βρίσκεται η οικονομία της.

Το αποτέλεσμα είναι χώρες που βρίσκονται σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση να επωφελούνται πολύ περισσότερο και να ενδυναμώνουν αυξάνοντας τις αποκλίσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών. Δηλαδή, αυτή η οριζόντια και αναλογική άσκηση της πολιτικής της πιστωτικής επέκτασης ενδυναμώνει τις αποκλίσεις, δίνοντας το δικαίωμα στον Wolfgang Schaeuble να καυχάται για κάτι που βεβαίως δεν οφείλεται στη δική του πολιτική. Δηλαδή η ΕΚΤ επί της ουσίας φαίνεται να λειτουργεί με κριτήρια που συνάδουν περισσότερο με το εμπορικό τραπεζικό σύστημα παρά με εκείνο μιας κεντρικής τράπεζας.

Το αποκορύφωμα όλης αυτής της κατάστασης είναι, βεβαίως, η συμπεριφορά της έναντι της Ελλάδος και συγκεκριμένα η απαίτησή της να εφαρμόσει το πρόγραμμα δημοσιονομικής πολιτικής και στη συνέχεια να ενταχθεί στο πρόγραμμα πιστωτικής επέκτασης. Η λογική της οικονομικής θεωρίας υποστηρίζει ακριβώς το αντίθετο: κάθε βοήθεια στην παροχή ρευστότητας εκ μέρους της ΚΤ προς την Ελλάδα θα βοηθούσε τα μέγιστα στην αποτελεσματικότερη και ευκολότερη υλοποίηση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής.

* Ο Κώστας Μελάς είναι Δρ Οικονομίας, πρόεδρος του ομίλου Κοινωνικού Οικονομικού Προβληματισμού και Πολιτικής Δράσης.

 

 


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v