Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οι απαιτήσεις του ΔΝΤ δοκιμάζουν κυβέρνηση και αντιπολίτευση

Το Ταμείο ζητά μεταρρυθμίσεις που έρχονται σε αντίθεση με τις προθέσεις της κυβέρνησης αλλά και αντιλήψεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα σκληρά διλήμματα. Γράφει ο Α. Παπανδρόπουλος.

Οι απαιτήσεις του ΔΝΤ δοκιμάζουν κυβέρνηση και αντιπολίτευση

Από την εποχή Γ. Βαρουφάκη, δεν είναι λίγοι αυτοί που νομίζουν ότι οργανισμοί, θεσμοί και διάφορα φόρα είναι καζίνα ή χαρτοπαικτικές λέσχες, όπου αρκεί κάποιοι αυτοθεωρούμενοι αετονύχηδες να ξέρουν να μπλοφάρουν και η μπίλια θα πηγαίνει πάντα εκεί που θέλουν. Το κόστος των αντιλήψεων αυτών είναι γνωστό, φέτος δε θα γίνει ακόμα πιο αισθητό, λόγω της γνωστής φορολογικής επελάσεως κατά υποζυγίων-πολιτών χωρίς καμία απολύτως άμυνα.

Παρ' όλα αυτά, η κυβέρνηση θεωρεί ότι με το ΔΝΤ και την τελευταία απόρρητη έκθεσή του μπορεί ακόμα να μπλοφάρει, άγνωστον όμως προς ποια κατεύθυνση. Δυστυχώς για τον πρωθυπουργό μας και το πολιτικό σύστημα στη χώρα, η Ελλάδα στην εποχή Τραμπ βρίσκεται χωρίς ερείσματα άξια λόγου στον Λευκό Οίκο.

Ακόμα χειρότερα, η καλή σχέση του πρωθυπουργού μας με την οικογένεια Κλίντον και τον πρώην πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα δεν είναι ό,τι καλύτερο στην παρούσα φάση. Η Ουάσινγκτον εγκαταλείπει το δόγμα στήριξης της Ενωμένης Ευρώπης και ελάχιστα ενδιαφέρεται για τη συνοχή της ευρωζώνης.

Κατά συνέπεια, οι ευρω-αμερικανικές σχέσεις θα είναι εξαιρετικά νεφελώδεις και γεμάτες αβεβαιότητα, για πολλούς μήνες. Σίγουρα δε, από την πορεία τους θα επηρεαστούν και αρκετές ισορροπίες μέσα στο ΔΝΤ.

Από την άποψη αυτή, η τελευταία εμπιστευτική έκθεση του Ταμείου, που έφεραν στη δημοσιότητα η Καθημερινή της Κυριακής και το site του Μιχάλη Ιγνατίου, λέει πολλά και πιθανότατα υπονοεί περισσότερα.

Ενώ, έτσι, έχει ως βασικό σκοπό να αξιολογήσει το δεύτερο πρόγραμμα της Ελλάδας, πάει πιο μακριά και περιγράφει τους όρους με τους οποίους το ΔΝΤ θα μπορούσε να συμμετάσχει πάλι στις λειτουργίες και τις διαδικασίες του προγράμματος. Ζητάει μεταρρυθμίσεις που κυριολεκτικά έρχονται σε αντίθεση όχι μόνο με τις προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και με αντιλήψεις που πρυτανεύουν στην αξιωματική αντιπολίτευση.

Με πιο απλά λόγια, το Ταμείο απαιτεί την κατάλυση του πελατειακού κράτους -κάτι που, 190 χρόνια μετά τη δημιουργία του, είναι αδιανόητο για το πολιτικό σύστημα της χώρας μας. Στο επίπεδο λοιπόν αυτό, η κατάσταση μπορεί να πάρει, έτσι ξαφνικά, άσχημο δρόμο.

Όπως τονίζεται στην έκθεση, η ελληνική οικονομία παραμένει θεμελιωδώς μη ανταγωνιστική λόγω του αδύναμου επενδυτικού κλίματος και της ανεπαρκούς προόδου στο άνοιγμα της οικονομίας. Ενδεικτικά, η έκθεση, που συντάχθηκε από την Ντέλια Βελκουλέσκου, αναφέρεται στην αντίσταση των κατεστημένων συμφερόντων που «παρεμπόδισαν την προσαρμογή της χώρας και την αποκατάσταση της εξωτερικής της ανταγωνιστικότητας μέσα στη νομισματική ένωση». Μάλιστα, διατυπώνονται επικρίσεις για το γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές δεν διαπιστώνουν την ανάγκη για μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών ή την ανάγκη για μικρότερες εκπτώσεις στον φόρο εισοδήματος.

Ειδικά στο θέμα της μείωσης του αφορολόγητου, το ΔΝΤ δεν κάνει ούτε ένα βήμα πίσω. «Οι φορολογικοί συντελεστές πρέπει να μειωθούν, ενώ η φορολογική βάση πρέπει να διευρυνθεί», λέει το Ταμείο στην έκθεση (άρθρο 4) και προσθέτει πως τα δημόσια έσοδα υστερούν σε σχέση με την υπόλοιπη ευρωζώνη, καθώς οι υψηλοί οριακοί φορολογικοί συντελεστές που εφαρμόζονται σε μία μικρή φορολογική βάση ενθαρρύνουν τη φοροδιαφυγή, αποθαρρύνουν την εργασία και παρέχουν κίνητρα στις επιχειρήσεις να εγκατασταθούν σε γειτονικές χώρες με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές.

Για τις συντάξεις, το ΔΝΤ επιμένει στην ίδια επιχειρηματολογία. «Αν και οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα συνέβαλαν στην εξυγίανση του συστήματος, ωστόσο αναμένονται πιέσεις μακροπρόθεσμα από τη γήρανση του πληθυσμού, ειδικά εάν οι συντάξεις για τους σημερινούς συνταξιούχους παραμείνουν σε δυσβάσταχτα υψηλά επίπεδα», τονίζεται στην έκθεση.

Παραλλήλως, το ΔΝΤ τάσσεται υπέρ της άρσης της προστασίας της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς, καθώς θεωρεί πως το μέτρο αυτό θα συμβάλει στη μείωση των «κόκκινων» δανείων. Τονίζεται έτσι (άρθρο 4) ότι «αν και οι ελληνικές αρχές τροποποίησαν το νομικό καθεστώς για την ατομική και την εταιρική πτώχευση, αναθεώρησαν τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και επέτρεψαν τις πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων», ωστόσο το νομικό οπλοστάσιο δεν είναι ακόμη πλήρως αποτελεσματικό, καθώς «οι περιορισμοί για την πρώτη κατοικία παραμένουν, η δημιουργία του επαγγέλματος συνδίκου της πτώχευσης έχει καθυστερήσει και το παράγωγο δίκαιο παραμένει σε εκκρεμότητα». Η διατύπωση αυτή αποτυπώνει με σαφήνεια τη θέση του Ταμείου ότι η προστασία της πρώτης κατοικίας πρέπει να παύσει.

Το ΔΝΤ θεωρεί, συνεπώς, ότι είναι απαραίτητες «αποφασιστικές ενέργειες» για την αποκατάσταση τόσο των τραπεζικών ισολογισμών όσο και των λογιστικών καταστάσεων των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, προκειμένου να διευκολυνθεί η επιστροφή σε μία βιώσιμη πιστωτική επέκταση. Υπογραμμίζει δε πως, αν και οι τρέχουσες στρατηγικές των τραπεζών στοχεύουν σε μείωση του συνολικού δείκτη δανείων σε καθυστέρηση στο 48%, 42% και 34% από το 2017, το 2018 και το 2019 αντίστοιχα, αυτή η καθυστερημένη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν είναι σύμφωνη με το φιλόδοξο επενδυτικό σχέδιο και τις αναπτυξιακές παραδοχές της ελληνικής κυβέρνησης.

Ακόμη, το ΔΝΤ εστιάζει στην ανάγκη να επιταχυνθούν οι προσπάθειες για άρση των capital controls, αλλά με προσοχή, ώστε να διαφυλαχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. «Το πλαίσιο ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων έχει αντίκτυπο στο κόστος των διεθνών συναλλαγών», σημειώνεται στην έκθεση και προστίθεται πως, λόγω των εγκρίσεων που απαιτούνται και της τεκμηρίωσης των αιτημάτων, οι καταθέτες χρησιμοποιούν ακριβότερες μεθόδους πληρωμής αντί ανέξοδες ηλεκτρονικές τραπεζικές μεταφορές, «με αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση του άμεσου κόστους των διεθνών μεταφορών».

Να σημειωθεί πως το ΔΝΤ στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους του έχει διατηρήσει την παραδοχή ότι απαιτούνται 10 δισεκατομμύρια ευρώ για την κάλυψη πιθανών αναγκών υποστήριξης των τραπεζών.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, παρά τις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, οι ισολογισμοί τους παραμένουν ευάλωτοι, με υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ τα μισά από τα κεφάλαια των τραπεζών αποτελούνται από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που αντιπροσωπεύουν ενδεχόμενες υποχρεώσεις του κράτους.

Στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης της οικονομικής πραγματικότητας για τη χώρα, η οποία «βιάζεται» να βγει για νέα δανεικά στις αγορές, το ΔΝΤ είναι πολύ αρνητικό και η λογική του δεν στερείται ερεισμάτων. Η ανάλυση βιωσιμότητας του Ταμείου ναι μεν ξεκαθαρίζει πως το ελληνικό χρέος είναι «εξαιρετικά μη βιώσιμο», ωστόσο την ίδια στιγμή αναφέρει πως το χρέος μπορεί να γίνει βιώσιμο, εάν η Ελλάδα καταγράψει διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 3% για όλη την περίοδο 2018-2040.

Αυτή η αναφορά του ΔΝΤ έχει προκαλέσει σύγχυση στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, καθώς ερμηνεύεται ως σύμπραξη του Ταμείου με τους Γερμανούς, ώστε να πιεστεί πρόσθετα η Ελλάδα να πάρει μέτρα που θα οδηγήσουν σε μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλη χρονική περίοδο. Η προσέγγιση αυτή -την οποία ενστερνίζονται αρκετοί και εκτός Ελλάδος- δεν συνάδει με τις δημόσιες δηλώσεις του ΔΝΤ πως δεν εισηγείται περισσότερη λιτότητα για την Ελλάδα.

Οι προθέσεις του ΔΝΤ θα καταδειχτούν στο προσεχές εκτελεστικό συμβούλιο, στις 6 Φεβρουαρίου. Εάν σε αυτό η ηγεσία του Ταμείου επιμείνει στη σκληρή θέση για πρωτογενή πλεονάσματα 1,5% του ΑΕΠ και μεγάλη ελάφρυνση του χρέους, τότε αυτό θα σημαίνει πως το ΔΝΤ αναζητά την πόρτα της εξόδου από το ελληνικό πρόγραμμα. Εάν αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο παραμονής με την προϋπόθεση λήψης πρόσθετων μέτρων, τότε θα είναι ξεκάθαρο πως το Ταμείο έχει συμπράξει με τη Γερμανία.

Το μόνο σίγουρο είναι πως, αν και ανήμερα του Eurogroup διέρρευσε η ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους του ΔΝΤ, οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης όχι μόνον δεν ενοχλήθηκαν, αλλά κάλεσαν την Ελλάδα να πάρει τα μέτρα τώρα, έτσι ώστε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του Ταμείου και να επιστρέψει αυτό στο πρόγραμμα.

Να σημειωθεί πως το γεγονός ότι το ΔΝΤ θεωρεί μη βιώσιμο το ελληνικό χρέος καθιστά απαγορευτικό για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να το χαρακτηρίσει εκείνη βιώσιμο και να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE) -το οποίο είναι και το βασικό συστατικό στο success story της κυβέρνησης.

Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι από το Μέγαρο Μαξίμου αναζητείται συμβιβαστική φόρμουλα που θα επιτρέψει μείωση αφορολόγητου, μείωση συντάξεων, μέτρα για τις αγορές προϊόντων και στην αγορά εργασίας χωρίς να εκθέτει την κυβέρνηση. Στη βάση αυτή επανέρχεται στο προσκήνιο η εισήγηση της «ρήτρας αυτόματης ακύρωσης» ή του « αντίστροφου κόφτη», που προβλέπει πως η ελληνική κυβέρνηση θα ψηφίσει μεν τα μέτρα, αλλά θα μπορεί να τα ανακαλέσει, αν πετύχει το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.

Με άλλα λόγια, δίνεται ο υπέρ πάντων αγώνας για τη διατήρηση και συντήρηση του πελατειακού κράτους -με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την καταβυθιζόμενη πραγματική οικονομία, για το μέλλον της οποίας οι προβλέψεις της τελευταίας έκθεσης της Επιτροπής Προϋπολογισμού της Βουλής δεν απέχουν πολύ από τις δυσοίωνες προβλέψεις του ΔΝΤ (για τις οποίες, εξάλλου, μέχρι στιγμής δεν γνωρίζουμε ποιες είναι και οι θέσεις και απόψεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης).


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v