Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Συμφωνία με τους «θεσμούς»: Χίλιες φορές, το ίδιο λάθος!

Αντιαναπτυξιακή η συμφωνία με τους θεσμούς. Γιατί είναι λανθασμένη η μείωση του αφορολόγητου. Αναγκαίος ο περιορισμός του κόστους παραγωγής. Γράφει ο Αλ. Μωραϊτάκης.

Συμφωνία με τους «θεσμούς»: Χίλιες φορές, το ίδιο λάθος!

Ενόψει της δεύτερης αξιολόγησης, για μια ακόμη φορά οδηγούμαστε στη λήψη λανθασμένων μέτρων, με ευθύνη κυρίως των αποκαλούμενων «θεσμών», που μπορούν και επηρεάζουν, γιατί το μόνο που φαίνεται να τους ενδιαφέρει είναι το να βγουν τα νούμερα για ένα ή δύο χρόνια και να ικανοποιηθούν οι στόχοι που θέτουν.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Εμείς θα μειώσουμε συντάξεις και αφορολόγητο όριο εισοδήματος και έναντι αυτών θα «πάρουμε» -φυσικά κάτω από πολλές προϋποθέσεις- κάποιες κοινωνικές παροχές και μείωση του συντελεστή φορολόγησης των κερδών.

Αν γίνουν έτσι τα πράγματα, θα έχουμε διαπράξει ένα ακόμη μεγάλο λάθος.

Πρώτον, γιατί η μείωση του εταιρικού συντελεστή είναι ζήτημα αν αφορά τις μισές επιχειρήσεις και μάλιστα σε μικρό βαθμό. Τι νόημα έχει μια μείωση του συντελεστή φορολόγησης των κερδών στις εταιρείες που είναι ζημιογόνες, ή στις κερδοφόρες που έχουν συσσωρεύσει υπόλοιπο συσσωρευμένων ζημιών από προηγούμενες χρήσεις; Ή ακόμη των επιχειρήσεων που δεν έχουν φθηνά ανταγωνιστικά προϊόντα για διάθεσή τους στο εξωτερικό; Τι νόημα έχει; Κανένα απολύτως.

Δεύτερον, γιατί σε ένα ομαλό και υποσχόμενο περιβάλλον, οι υποψήφιοι επενδυτές δεν εμποδίζονται από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι στις χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά οι σχετικοί συντελεστές είναι υψηλοί. Εάν υπάρξει φθηνό κόστος στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών, οι επενδύσεις θα εισρεύσουν. Αν, λοιπόν, οι επενδυτές πειστούν πως από το «recovery story» της ελληνικής οικονομίας μπορούν να αποκομίσουν αξιοσημείωτα κέρδη, τότε θα το πράξουν ανεξαρτήτως του τελικού φορολογικού συντελεστή.

Αντίθετα, στην Ελλάδα του 2017 υπερφορολογείται σε βαθμό… κακουργήματος το κόστος, με αποτέλεσμα η πλειονότητα των επιχειρήσεων να μην είναι κερδοφόρες και οι περισσότερες εκ των υπολοίπων να μη σκέφτονται να προχωρήσουν σε επενδύσεις. Ας δούμε μερικά παραδείγματα (υπερ)φορολόγησης του κόστους:

Πολύ υψηλό μη μισθολογικό κόστος (ασφαλιστικές εισφορές τόσο για τους μισθωτούς, όσο τώρα και για τα «μπλοκάκια), πολύ πιο πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Με τον τελευταίο νόμο επίσης προβλέπονται επιβαρύνσεις στις ασφαλιστικές εισφορές τόσο των ίδιων των επιχειρηματιών, όσο και των μελών των διοικητικών συμβουλίων. Το ασφαλιστικό κόστος είναι 42% στη χώρα μας, έναντι 19% στην Κύπρο και 10% στη Βουλγαρία.

Βαρύτατο κόστος ενέργειας (βλέπε διαμαρτυρίες βιομηχανικών επιχειρήσεων) και μεταφοράς (εκτός των άλλων, η αύξηση του ειδικού φόρου στα καύσιμα από 1ης/1/2017 επιδείνωσε την κατάσταση, ή οι νέες δρομολογούμενες αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ).

Φορολόγηση των κεφαλαίων, των δανείων και των ακινήτων μιας εταιρείας. Έτσι, μια επιχείρηση φορολογείται όταν προχωρεί σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, όταν λαμβάνει δάνειο και όταν χρησιμοποιεί ακίνητα π.χ. ως καταστήματα και αποθηκευτικούς χώρους.

Μια σειρά επιμέρους επιβαρύνσεων, που διαφέρουν από κλάδο σε κλάδο. Για παράδειγμα, οι ασφαλιστικές εταιρείες επιβαρύνονται με υψηλούς συντελεστές φόρου κύκλου εργασιών και με ΦΠΑ 24%, που δεν μπορούν να εκπέσουν. Άλλο παράδειγμα είναι φαρμακευτικές εταιρείες, οι ιδιωτικές κλινικές και τα διαγνωστικά κέντρα, που «κουρεύονται» μέσα από διαδικασίες όπως το clawback και το rebate.

Υπάρχει όμως και ένας ακόμη σοβαρός λόγος, για τον οποίο η νέα συμφωνία θα είναι λανθασμένη και αντιαναπτυξιακή. Μειώνοντας το αφορολόγητο όριο εισοδήματος θα πλήξει ουσιαστικά το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα του συνόλου των εργαζομένων, οι οποίοι ήδη καρπώνονται πολύ χαμηλές αποδοχές, επειδή ακριβώς ο συνδυασμός εργοδοτικών εισφορών και φορολογικών συντελεστών εισοδήματος των εργαζομένων είναι ήδη ανεπίτρεπτα επιβαρυντικός!

Μια μείωση λοιπόν του ελάχιστου αφορολόγητου θα μειώσει ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων και στην περίπτωση που οι επιχειρήσεις δεν σπεύσουν να καλύψουν τη διαφορά, α) είτε θα έχουν χαμηλότερο κίνητρο για εργασία, β) είτε -συνήθως οι καλύτεροι και αποδοτικότεροι εξ αυτών- θα καταφύγουν στο εξωτερικό, όπου θα καρπώνονται πολύ πιο υψηλές αποδοχές, ακόμη και όταν κοστίζουν το ίδιο ποσό για τις εκεί επιχειρήσεις.

Το ετήσιο αφορολόγητο στην Κύπρο είναι 19.500 ευρώ. Με 22.000 ευρώ ετήσιο κόστος για μια κυπριακή επιχείρηση ο εργαζόμενος λαμβάνει 1.500 ευρώ καθαρά μηνιαίως στην Κύπρο ενώ στην Ελλάδα, με ίδιες παροχές 1.500 καθαρά μηνιαίως, ο εργαζόμενος κοστίζει στην επιχείρηση ετησίως 33.000 ευρώ.

Άρα λοιπόν, οι θεσμοί θα πρέπει να θέσουν σε δεύτερη μοίρα τον εταιρικό φορολογικό συντελεστή και να εστιάσουν στο πώς θα μειώσουν τις εργοδοτικές εισφορές, τον ΦΠΑ καθώς και τις λοιπές έμμεσες επιβαρύνσεις, προκειμένου να μειωθεί πρώτα το κόστος παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών, να πάρει μπροστά η οικονομία και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.

*Ο Αλέξανδρος Μωραϊτάκης είναι Οικονομολόγος, τέως μέλος ΔΣ ΕΒΕΑ, Μέλος ΔΣ ΣΜΕΧΑ, τέως Πρόεδρος ΣΜΕΧΑ.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v