Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Τι κερδίζουν και τι χάνουν τα κράτη από τους δασμούς

Η φιλελεύθερη θεωρία και οι υπέρμαχοι της αυτάρκειας. Πώς διαμορφώνονται τα επιχειρήματα των δύο πλευρών, στη σκιά των απειλών Τραμπ με δασμούς. Οι ατέλειες των αγορών, οι στρατηγικές και ο κίνδυνος των αντιποίνων. Γράφει ο Κ. Μελάς.

  • Του Κώστα Μελά*
Τι κερδίζουν και τι χάνουν τα κράτη από τους δασμούς

Στην πρώτη τους συνάντηση, ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε με στόμφο ότι «δεν είμαι υπέρ του προστατευτισμού, είμαι υπέρ του "δίκαιου" διεθνούς εμπορίου». Αντιθέτως η καγκελάριος Μέρκελ υποστήριξε, όπως πάντα, ότι το «ελεύθερο» εμπόριο αποτελεί την ατμομηχανή της παγκόσμιας ανάπτυξης.

Όπως γίνεται άμεσα αντιληπτό, οι έννοιες «δίκαιο» και «ελεύθερο» διεθνές εμπόριο είναι κανονιστικές και ως τέτοιες  χρήζουν ορισμού. Χωρίς να ορισθούν οι έννοιες, κάτι που προφανώς απαιτεί τη χρήση συγκεκριμένων κριτηρίων, και συνεπώς προϋποθέτει σύμβαση μεταξύ των συμβαλλομένων και όχι εξ αντικειμένου αλήθεια, οι διακηρύξεις τέτοιου τύπου παραμένουν κενές νοήματος.

Βεβαίως τα όσα υποστηρίζουν οι Τραμπ και Μέρκελ αντιστοιχούν με το πώς οι δύο αντιλαμβάνονται τα συμφέροντα των χωρών τους στη συγκεκριμένη φάση του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, και βεβαίως δεν αποτελούν κάτι το νέο στην ιστορία του διεθνούς εμπορίου. Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε μια μικρή ανασκόπηση των δύο θεωρητικών αντιλήψεων και τα επιχειρήματα που κάθε μία από αυτές χρησιμοποιεί.  

Η φιλελεύθερη θεωρία

Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη θεωρία του διεθνούς εμπορίου, η οποία έχει εξελιχθεί σε μορφή και περιεχόμενο από τις απλές σκέψεις των κλα­σι­­κών οικονομο­λό­γων Adam Smith και David Ricardo, στο υπόδειγμα Heckscher-Ohlin-Samuelson και σε άλλες περίπλοκες νεοκλασικές διατυπώσεις, η εξάλειψη των πάσης φύσεως εμποδίων στην ελεύθερη διακίνηση των αγαθών και η συμμετοχή μιας εθ­νικής οικονομίας στο διεθνές εμπόριο επιτρέπει τις χώρες να εξειδικευτούν και να εξά­γουν εκείνα τα αγαθά στα οποία έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα, εισάγοντας ταυτόχρονα εκείνα στα οποία δεν έχουν.

Η οικονομική αυτή εξειδίκευση που επέρχεται μέσω του ελεύθερου εμπορίου μεγιστοποιεί την εθνική και διεθνή ευημερία, δίνει ώθηση στη μεγέθυνση και την παραγωγική αποδοτικότητα της εγχώριας οικονομίας, ενώ παράλληλα διευκολύνει την αποδοτική χρήση των σπανιζόντων πόρων του κόσμου. Ταυτόχρονα, η φιλελευθεροποίηση του εμπορίου ενισχύει τον ανταγωνισμό στις εγχώριες αγορές και κατ’ επέκταση ωφελεί τους καταναλωτές, μειώ­νοντας τις τιμές και προσφέροντάς τους μια διευρυμένη κλίμακα επιλογών. Επίσης, το ελεύθερο εμπόριο ενθαρρύνει τη διάδοση της τεχνολογίας και της τεχνογνωσίας με ευεργετικά αποτελέσματα για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, ενώ διασφαλίζει τις προοπτικές για σταθεροποίηση της παγκόσμιας ειρήνης.

Ωστόσο, είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι η επιχειρηματολογία των φιλελεύθερων δεν επικαλείται λόγους ισότητας και ίσης διανομής των ωφελειών από το ελεύθερο εμπόριο, αλλά αυξημένης αποδοτικότητας και μεγιστοποίησης του εθνικού και παγκόσμιου πλούτου. Στη βάση των διανεμητικών αυτών συνεπειών του ελεύθερου εμπορίου επικεντρώνεται και η σύγκρουση ανάμεσα στη φιλελεύθερη εκδοχή του ελεύθερου εμπορίου και στη θεώρηση της διοικητικής παρέμβασης στο διεθνές  εμπόριο.

Οι υπέρμαχοι της αυτάρκειας

Αντίθετα, οι υπέρμαχοι της εθνικής οικονομικής ισχύος και αυτάρκειας, από τους μερκαντιλιστές του 17ου και 18ου αιώνα ως τους σύγχρονους υποστηρικτές, παρά τη διαφορετικότητα του θεωρητικού υπόβαθρου που επικαλούνται για τη θεμελίωση των απόψεών τους, τάσσονται υπέρ μιας παρεμβατικής κυβερνητικής πολιτικής, η οποία έχει ως στόχο να ελέγξει το εισαγωγικό εμπόριο προς όφελος της εθνικής οικονομίας και να κρατήσει τις εγχώριες αγορές, στρατηγικής ή λιγότερο στρατηγικής σημασίας, προστατευόμενες από τον διεθνή ανταγωνισμό μέσω της θέσπισης εισαγωγικών δασμών και άλλων προστατευτικών μέτρων μη δασμολογικού χαρακτήρα. (Στην κατηγορία των προστατευτικών μέτρων μη δασμολογικού χαρακτήρα εντάσσονται ενδεικτικά οι ποσοτικοί περιορισμοί, οι εθελοντικοί περιορισμοί εξαγωγών, οι πριμοδοτήσεις, οι φορολογικές ρυθμίσεις, οι διεθνείς εμπορικές συμφωνίες).

Η συνήθης επιχειρηματολογία που χρησιμοποιείται από τους οπαδούς της εθνικής οικονομικής αυτάρκειας, οι οποίοι χωρίς να απορρίπτουν τελείως το διεθνές εμπόριο το αντιμετωπίζουν με μια δεδομένη επιφύλαξη, είναι ότι οι προστατευτικές εμπορικές πολιτικές εξυπηρετούν σκοπούς προστασίας κλάδων που έχουν ζωτική σημασία για την εθνική ασφάλεια, αυξάνουν τις ευκαιρίες απασχόλησης με την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και με την προφύλαξη από αθέμιτες πρακτικές ξένων ανταγωνιστών, αποτελούν μηχανισμό αποτελεσματικής οικονομικής ανάπτυξης με την υιοθέτηση μιας στρατηγικής «υποκατάστασης των εισαγωγών», συμβάλλουν στη βελτίωση των όρων του εμπορίου για τη χώρα που τις επιβάλλει, με τον κίνδυνο βέβαια των αντιποίνων από την πλευρά των εμπορικών της εταίρων.

Η αναγνώριση της βασιμότητας των ανωτέρω επιχειρημάτων εδράζεται σε επιχειρήματα προερχόμενα από την οικονομική θεωρία του διεθνούς εμπορίου και δεν αποτελούν απλά πολιτικές επιδιώξεις. Υπάρχουν δύο βασικά επιχειρήματα υπέρ των δασμών:

1.  Το επιχείρημα των όρων εμπορίου

Το επιχείρημα αυτό απορρέει κατευθείαν από την ανάλυση κόστους - οφέλους σε μια χώρα. Σε μια χώρα, η οποία μπορεί να επηρεάσει τις τιμές των ξένων εξαγωγέων, ένας δασμός μειώνει τις τιμές των εισαγομένων αγαθών και δημιουργεί επομένως ένα όφελος για τους όρους εμπορίου. Το όφελος αυτό πρέπει να αντιπαραβληθεί με το κόστος του δασμού, το οποίο ανακύπτει λόγω μεταβολών στα πλεονάσματα καταναλωτή και παραγωγού, αλλά και στα δημόσια έσοδα. Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, ένας δασμός προκαλεί: απώλεια πλεονάσματος στους καταναλωτές (λόγω αύξησης της τιμής του προϊόντος στο οποίο επιβάλλεται ο δασμός) , αύξηση πλεονάσματος στους εγχώριους παραγωγούς και αύξηση των δημοσίων εσόδων.

Συνεπώς ένας δασμός, όταν επιβληθεί, θα πρέπει να προκαλέσει μεγαλύτερο όφελος  από το  αντίστοιχο κόστος. Δηλαδή θα πρέπει: Απώλεια καταναλωτή < όφελος παραγωγού+δημόσια έσοδα.

Είναι επομένως, πιθανό, σε ορισμένες περιπτώσεις, το όφελος που συνεπάγεται ένας δασμός για τους όρους εμπορίου να αντισταθμίζει το κόστος του, και τότε έχει βάση το επιχείρημα των όρων εμπορίου υπέρ των δασμών. Αυτό, προφανώς, θα συμβεί, όταν ο δασμός είναι αρκετά χαμηλός και τα οφέλη για τους όρους εμπορίου εύκολα μπορούν να αντισταθμίζουν το κόστος του. Άρα, η ευημερία μιας χώρας είναι υψηλότερη μ’ ένα χαμηλό επίπεδο δασμών παρά με το ελεύθερο εμπόριο. Συνεπώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ένα άριστο επίπεδο δασμού, που μεγιστοποιεί την εθνική ευημερία!

Όμως το επιχείρημα αυτό δεν ισχύει για τις (μικρές) χώρες, οι οποίες είναι αδύνατον να επηρεάσουν τις διεθνείς τιμές, είτε των εισαγωγών είτε των εξαγωγών των άλλων χωρών. Όταν πρόκειται για μεγάλες χώρες όπως οι ΗΠΑ, σίγουρα μπορεί να ισχύει. Βεβαίως αυτό θα επισύρει, πιθανότατα, αντίποινα εκ μέρους των άλλων μεγάλων χωρών.

2. Το επιχείρημα των ανεπαρκειών της εγχώριας αγοράς

Το επιχείρημα των ανεπαρκειών της εγχώριας αγοράς κατά του ελεύθερου εμπορίου αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση μιας γενικότερης έννοιας, που είναι γνωστή στην οικονομική θεωρία ως θεωρία της δεύτερης καλύτερης επιλογής.

Η θεωρία αυτή διατυπώνει την άποψη ότι μια μη παρεμβατική πολιτική είναι επιθυμητή σε μια αγορά μόνον αν όλες οι υπόλοιπες αγορές λειτουργούν ομαλά (δηλαδή λειτουργούν με βάση τις αντιλήψεις του τέλειου ανταγωνισμού της νεοκλασικής σχολής). Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε μια κρατική παρέμβαση, που φαίνεται (κατά τους οπαδούς του ελεύθερου εμπορίου και του τέλειου ανταγωνισμού) να στρεβλώνει τα κίνητρα της αγοράς, μπορεί στην πραγματικότητα να αυξάνει την ευημερία, αντισταθμίζοντας τις ανεπάρκειες κάποιας άλλης αγοράς. Αν, για παράδειγμα, η αγορά εργασίας δυσλειτουργεί και δεν επιτυγχάνεται πλήρης απασχόληση, μια πολιτική επιδότησης των κλάδων έντασης εργασίας, η οποία θα ήταν ανεπιθύμητη σε μια οικονομία πλήρους απασχόλησης, θα αποτελούσε ένα κατάλληλο μέσον.

Η βασική αντίρρηση των θιασωτών του ελεύθερου εμπορίου αρθρώνεται στο ότι είναι πάντοτε προτιμότερο να αντιμετωπίζουμε τις ανεπάρκειες της αγοράς όσο το δυνατόν αμεσότερα και συνεπώς πρέπει να παρέμβουμε στην άμεση  διόρθωση των ατελειών της αγοράς και όχι να παρεμβαίνουμε εμμέσως π.χ. στο διεθνές εμπόριο. Δηλαδή θα πρέπει να επιδιώκεται πάντοτε η «πρώτη καλύτερη επιλογή» και όχι η «δεύτερη καλύτερη επιλογή».

Αυτό σημαίνει, μέσω ενός παραδείγματος, ότι όλες οι οικονομίες, ανεξαρτήτως εγχωρίου κόστους, θα πρέπει να καταβάλλουν συνεχώς προσπάθειες να μετατραπούν σε όμοιες ως προς τη δομή τους, τα χαρακτηριστικά τους, το θεσμικό περιβάλλον τους και τον τρόπο λειτουργίας τους. Δηλαδή η παγκόσμια οικονομία θα προσομοιάζει σε ένα καλάθι που θα περιέχει παρόμοια αλλά διαφορετικού μεγέθους αβγά! Λυπάμαι αλλά αυτό αποτελεί μύθευμα ολκής.  

Οι ατέλειες των αγορών

Όμως, αφήνοντας κατά μέρος τις θεωρητικές συζητήσεις των οικονομολόγων, εκείνο που αποτελεί κοινή αντίληψη είναι ότι ο πραγματικός  κόσμος βρίθει ατελειών των αγορών. Η απαίτηση να λειτουργούν όλες οι αγορές σύμφωνα με τα πρότυπα του τέλειου ανταγωνισμού της νεοκλασικής σχολής αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους μύθους που επιχειρείται να πλασαριστεί ως πραγματοποιήσιμος. Πρόκειται για μια απολύτως πλασματική κατασκευή.

Στο πλαίσιο της κριτικής που ασκείται κατά της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου, οι υπέρμαχοι της αυτάρκειας των εθνικών οικονομιών θεωρούν την πολιτική του ελεύθερου εμπορίου ως μια πολιτική εξυπηρέτησης των συμφερόντων του ισχυρού, καθώς, όπως αποδεικνύεται από την ιστορία, οι κυβερνήσεις υιοθετούν τη συγκεκριμένη στρατηγική μόνον μετά την εκβιομηχάνιση των οικονομιών τους η οποία επιτυγχάνεται υπό καθεστώς προστασίας και κρατικού ελέγχου της εμπορικής δραστηριότητας. Η βάση της κριτικής τους αυτής στηρίζεται στο κόστος του διεθνούς εμπορίου για τα λιγότερο ανεπτυγμένα κράτη, που κυμαίνεται από την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας ως την αυξημένη τρωτότητα της εθνικής ευημερίας απέναντι στις αρνητικές επιπτώσεις των διεθνών εξελίξεων.

Συγκεκριμένα, οι οπαδοί του εμπορικού προστατευτισμού στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες ισχυρίζονται ότι το ελεύθερο εμπόριο με τις πιο αναπτυγμένες χώρες συνιστά μια μορφή ιμπεριαλισμού που επιφέρει την εξάρτηση των πρώτων από τις δεύτερες, ενώ παράλληλα ισχυρίζονται ότι η οικονομική τους ανάπτυξη θα επέλθει μόνο μέσω μιας εμπορικής πολιτικής που στηρίζεται στον οικονομικό εθνικισμό και όχι μέσω των ελεύθερων αγορών.

Στις πιο αναπτυγμένες χώρες, οι υπέρμαχοι του προστατευτισμού ασκούν την κριτική τους, η οποία εν μέρει τροφοδοτείται από τις παρανοήσεις που προκύπτουν από τη συζήτηση περί ελεύθερου εμπορίου, στη βάση του γεγονότος ότι αφενός το ελεύθερο εμπόριο υποθάλπει δόλιες και αθέμιτες πρακτικές από την πλευρά των εμπορικών εταίρων οι οποίες κατά την άποψη των πολέμιων του ελεύθερου εμπορίου επηρεάζουν αρνητικά το εμπορικό ισοζύγιο της δεδομένης χώρας και αφετέρου ότι το ελεύθερο εμπόριο ως μια ειδικότερη έκφανση της παγκοσμιοποίησης ευθύνεται για την αυξανόμενη ανισότητα στους μισθούς, συνιστά απειλή για τις θέσεις εργασίας, τα ημερομίσθια, την κοινωνική πρόνοια καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος.

Από την άλλη πλευρά, οι υπέρμαχοι μιας φιλελεύθερης διεθνούς αγοράς αμφισβητούν έντονα τα οφέλη από την επιλογή μιας προστατευτικής πολιτικής λόγω του υψηλού κόστους της για τις εθνικές οικονομίες και κατ’ επέκταση για την παγκόσμια οικονομία. Και αυτό γιατί ελλείψει ανοιχτών εθνικών αγορών αποθαρρύνεται η προσπάθεια δημιουργίας ανταγωνιστικών εγχώριων παραγωγικών μονάδων και αποτρέπεται η αποδοτική χρήση των εθνικών πόρων.

Στο πλαίσιο της επικριτικής τους θεώρησης, προσθέτουν ότι ο προστατευτισμός συνεπάγεται αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος από τους καταναλωτές και τους μη προστατευμένους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας στους προστατευμένους τομείς, οι οποίοι συνήθως είναι φθίνουσες μη ανταγωνιστικές βιομηχανίες με αρνητικές επιπτώσεις για την ανταγωνιστικότητα όλων των υπόλοιπων που είναι εξαρτημένες από τις τελευταίες.

Αυτό σημαίνει ότι ο προστατευτισμός σε αντίθεση με το ελεύθερο εμπόριο του οποίου τα οφέλη διοχετεύονται αδιακρίτως στο σύνολο των κοινωνικών ομάδων, εξυπηρετεί αποκλειστικά τα ειδικότερα συμφέροντα των προστατευόμενων παραγωγών σε βάρος των καταναλωτών, για τους οποίους αυξάνεται το κόστος λόγω της απώλειας επιλογής μεταξύ ανταγωνιστικών προϊόντων. Επιπρόσθετα, αμφισβητούν το επιχείρημα των οπαδών του αντίθετου δόγματος ότι ο ανταγωνισμός από τις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες με χαμηλά ημερομίσθια στα πλαίσια των ανοιχτών αγορών επιφέρει μείωση των ημερομισθίων, αυξανόμενη ανισότητα των μισθών και ανεργία στις εκβιομηχανισμένες.

Βάση της αμφισβήτησης αυτής αποτελεί το γεγονός ότι αφενός οι τεχνολογικές εξελίξεις καθώς και τα εσωτερικά μακροοικονομικά μεγέθη είναι οι παράγοντες που επιφέρουν διαρθρωτικές αλλαγές στο εσωτερικό μιας εκβιομηχανισμένης οικονομίας και ότι αφετέρου η υιοθέτηση μιας προστατευτικής πολιτικής, όπως αποδεικνύουν τα στατιστικά στοιχεία, δεν αποτελεί συνετή λύση στα προβλήματα των στάσιμων ημερομισθίων, της εργασιακής ανασφάλειας και της ανισότητας του εισοδήματος.

Ο κίνδυνος αντιποίνων

Τέλος, η προστατευτική παρεμβατική πολιτική μιας κυβέρνησης απέναντι στο εμπόριο είναι δυνατόν να προκαλέσει συμπεριφορές αντιποίνων από τους εμπορικούς της εταίρους, με αποτέλεσμα να αναστέλλεται η προσπάθεια αύξησης των κερδών για τη δεδομένη εθνική οικονομία μέσω της εφαρμογής της πρακτικής του «δωρεάν επιβάτη», δηλαδή με την περιχαράκωση της εθνικής αγοράς και με την εκμετάλλευση των ανοιχτών στο ελεύθερο εμπόριο ξένων αγορών στις οποίες προωθούν τα εξαγώγιμα προϊόντα τους.

Παρά την ισχυρή θεωρητική τάση της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας, γενικά, υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, ο προστατευτισμός, υπό λιγότερη ή περισσότερη, φανερή ή αφανή  μορφή, δεν εξέλειψε ποτέ εντελώς, όπως μπορεί να διαπιστωθεί από την ιστορική εξέλιξη της διεθνούς εμπορικής δραστηριότητας τους δύο τελευταίους αιώνες και ακόμη και σήμερα οι κυβερνήσεις τόσο αναπτυγμένων όσο και αναπτυσσόμενων οικονομιών εξακολουθούν να υιοθετούν στρατηγικές εμπορικού προστατευτισμού ο οποίος επανέρχεται με νέα προσωπεία για να υποστηρίξει τις οικονομικές δραστηριότητες που χρήζουν αυξημένης προστασίας λόγω της ιδιαιτερότητας τους για την εθνική ασφάλεια και οικονομική ανάπτυξη.

Ο λόγος για τον οποίο οι προστατευτικές εμπορικές πολιτικές αποτελούν διαδεδομένο χαρακτηριστικό της παγκόσμιας οικονομίας μπορεί να κατανοηθεί εφόσον αναλογιστεί κανείς ότι κάθε ισχυρή οικονομική  δύναμη κάποια στιγμή στην ιστορία της οικονομικής της ανάπτυξης, εφάρμοσε επιθετική βιομηχανική πολιτική και τελικά αναπτύχθηκε υπό καθεστώς προστασίας της εγχώριας αγοράς, προκειμένου με την επιδιωκόμενη εκβιομηχάνιση της να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας και να εδραιώσει τη θέση της στην διεθνή αγορά. Ακόμη και η Μεγάλη Βρετανία που αναπτύχθηκε υπό καθεστώς ελεύθερου εμπορίου ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα, δεν εγκατέλειψε ποτέ εντελώς τις προστατευτικές πολιτικές προκειμένου να προστατεύσει την εγχώρια οικονομία της από τους ανταγωνιστές της. Το ίδιο και η Ιαπωνία τουλάχιστον μέχρι και την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα. Το ίδιο και η Κίνα αλλά και η Γερμανία ακόμη και σήμερα.

Συμπερασματικά, κάθε κυβέρνηση αφού συνεκτιμήσει το κόστος και τα οφέλη από την εφαρμογή κάθε καθεστώτος χαράσσει την εμπορική πολιτική της, η οποία συνήθως είναι ένα μείγμα ελεύθερου εμπορίου  με προστατευτισμό και αποτελεί συνάρτηση των στόχων της εγχώριας οικονομίας καθώς και των συνθηκών που επικρατούν στην παγκόσμια οικονομία.

Η αλληλεπίδραση αυτή μεταξύ εγχώριων και διεθνών οικονομικών παραγόντων έχει επιφέρει ταλαντεύσεις μεταξύ φιλελεύθερου και  εμπορικού καθεστώτος εθνικής αυτάρκειας στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων. Οι ταλαντεύσεις αυτές στη σύγχρονη ιστορία του διεθνούς εμπορίου που αποτυπώνονται είτε με τη σταδιακή απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου είτε με την εδραίωση των προστατευτικών  πολιτικών αποτελούν εγγενές χαρακτηριστικό της παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού.

Η επικράτηση του ενός ή του άλλου δόγματος στο διεθνές εμπόριο, αποτελεί αποτέλεσμα της πολιτικής βούλησης και ισχύος των κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών  δυνάμεων. Αυτό είναι παγκοίνως γνωστό. Στα μέσα του 19ου αιώνα η Αγγλία (με βάση τη Ρικαρντιανή θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος) ήταν υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου, ενώ οι θεωρίες του Γερμανού Φρίντριχ Λιστ θεμελίωναν τη θέση υπέρ της εθνικής οικονομίας. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αγγλική σχολή του Καίμπριτζ υποστήριζε τις παρεμβατικές κυβερνητικές πολιτικές στο διεθνές εμπόριο, ενώ η γερμανική σχολή του Κιέλου το ελεύθερο εμπόριο. Ο λόγος προφανώς αυτής της αλλαγής συνδέεται με την αλλαγή της οικονομικής ισχύος των δύο χωρών. 

Σήμερα  για ακόμη μια φορά βρισκόμαστε, ίσως, αντιμέτωποι με την αλλαγή του καθεστώτος του «ελεύθερου εμπορίου» όπως το γνωρίζουμε μέσω της σειράς συμφωνιών της GATT και της ίδρυσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. 

* Ο Κώστας Μελάς είναι Δρ Οικονομίας, πρόεδρος του ομίλου Κοινωνικού Οικονομικού Προβληματισμού και Πολιτικής Δράσης.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v