Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η ελληνική οικονομία στη μεταμνημονιακή εποχή

Τι προσφέρει η συμφωνία για το χρέος στην οικονομία. Ποιο είναι το μεγάλο στοίχημα με ορίζοντα το 2032, ώστε να βγαίνουν πραγματικά τα μεγέθη. Ποιες μεταρρυθμίσεις χρειάζονται. Γράφει ο Αλ. Μωραϊτάκης.

Η ελληνική οικονομία στη μεταμνημονιακή εποχή
  • του Αλέξανδρου Μωραϊτάκη

Πρόσφατα, το Eurogroup συμφώνησε σε μια ρύθμιση του ελληνικού δημόσιου χρέους, που σε γενικές γραμμές αθροίζεται:

• Σε μια ονομαστική μείωση του χρέους κατά περίπου 6-8 δισ. ευρώ, κυρίως μέσα από την επιστροφή κερδών των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα (τα είχαμε εξασφαλίσει πριν το 2014, αλλά στη συνέχεια τα απωλέσαμε λόγω των «χειρισμών Βαρουφάκη» το 2015).

• Σε μια δεκαετή επιμήκυνση (από το 2022 στο 2032) τόκων και χρεολυσίων για ένα δάνειο του EFSF ύψους 96,6 δισ. ευρώ.

• Σε μια επιπλέον δανειακή δόση της τάξεως των 15 δισ. ευρώ (ο ESM θα έχει δικαίωμα επαναπροσδιορισμού της χρήσης) που θα χρησιμοποιηθεί ως «μαξιλάρι ασφαλείας» από τον προσεχή Αύγουστο και μετά, όταν θα σταματήσουμε να βρισκόμαστε ενός μνημονίων.

• Το Eurogroup θα εξετάσει το 2032 εάν χρειάζονται πρόσθετα μέτρα για το χρέος.

• 3,5% πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2022 και στη συνέχεια το 2060 κατά Μ.Ο. 2,2%.

• Η σχέση πληρωμών τοκοχρεολυσίων προς ΑΕΠ δεν θα ξεπεράσει το 15% κάθε χρόνο.

• Οι θεσμοί με τη συμμετοχή του ΔΝΤ θα συντάσσουν τέσσερις εκθέσεις, ενώ η χώρα αναλαμβάνει αυστηρές πολυετείς δεσμεύσεις μέσα σε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα. Οι δεσμεύσεις αυτές μεταξύ άλλων αφορούν την περικοπή των συντάξεων, τη μείωση του αφορολόγητου (που μειώνει το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων), τις αυξήσεις των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών κ.λπ., ύψους 14,5 δισ. ευρώ.

• Από την τελευταία δόση του δανείου ύψους 15 δισ. ευρώ, ούτε 1 ευρώ δεν θα πέσει στην πραγματική οικονομία.

• Ένα σημαντικό μέρος των προβλεπόμενων πόρων του δανείου, ύψους 24 δισ. ευρώ, θα παραμείνει αχρησιμοποίητο, στερώντας ρευστότητα από την ελληνική οικονομία.

Πριν αναφερθώ στις δικές μου απόψεις, ας δούμε πώς αντιμετώπισαν την όλη εξέλιξη οι αγορές:

Η χρηματιστηριακή αγορά υποχώρησε στο διάστημα από την ανακοίνωση της συμφωνίας έως την Παρασκευή 29/6 κατά 30 μονάδες. Δεν δείχνει το τελευταίο χρονικό διάστημα ότι συγκινείται ιδιαίτερα από τις τρέχουσες εξελίξεις στο συγκεκριμένο μέτωπο. Η αγορά των κρατικών ομολόγων αντέδρασε θετικά, με τα περιθώρια (spreads) των δεκαετών τίτλων να υποχωρούν στο 4,15-4% μέχρι σήμερα, όταν ωστόσο στους πρώτους μήνες του 2018 η χώρα είχε καταφέρει να δανειστεί στις αγορές ομολόγων με απόδοση γύρω στο 3,5% (το 7ετές), που τώρα είναι στο 3,6 %. Υπογραμμίζεται ότι τώρα ο ESM μάς δανείζει με επιτόκιο 0,9%, ο δε λόγος που μπήκαμε στα μνημόνια ήταν το υψηλό επιτόκιο δανεισμού.

Όσο για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, επισήμανε πως το ελληνικό χρέος έγινε εξυπηρετήσιμο μόνο μεσοπρόθεσμα. Σημειώνεται ότι το 2012 είχε τεθεί ως στόχος το 110% το 2032, ενώ τώρα 131% για το 2032.

Προσωπικά, θα συμφωνούσα με τον τίτλο δημοσιεύματος της εφημερίδας Καθημερινή «διευθέτηση αντί ελάφρυνση χρέους» και στη συνέχεια θα ξεδιπλώσω τις σκέψεις μου.

Πρώτον, η συμφωνία αυτή είναι καλύτερα που υπήρξε από το να μην υπήρχε καθόλου.

Δεύτερον, η συγκεκριμένη συμφωνία δεν φέρνει στην πράξη τίποτε το ουσιαστικά καινούριο. Οι Ευρωπαίοι είχαν υποσχεθεί από το 2012 ότι θα προχωρούσαν σε ρύθμιση του ελληνικού χρέους. Μπήκε μάλιστα με κάποια παρεμφερή μορφή «στο τραπέζι» και στις αρχές του 2015, αλλά ουσιαστικά την είχαμε αρνηθεί εμείς. Μια τέτοιου είδους συμφωνία, ακόμη και ο «σκληρός Σόιμπλε» τη δεχόταν, απλά τη συνέδεε με κάποιες προαπαιτούμενες κινήσεις της Αθήνας και τη μετέφερε χρονικά. Επίσης, η αγορά (επιχειρήσεις, επενδυτές) δεν ανησυχούσε καθόλου για το θέμα, καθώς είχε διαγνώσει από καιρό πως οι Ευρωπαίοι -με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο- δεν θα άφηναν ακάλυπτη την Ελλάδα.

Και τρίτον, η συμφωνία αυτή -και κυρίως οι πολιτικοί χειρισμοί της- έχουν έναν πολύ σημαντικό κίνδυνο: Να νομίσουμε πως οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις έχουν ολοκληρωθεί, ενώ στην πραγματικότητα βρισκόμαστε στα πρώτα τους στάδια.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, χρησιμοποιώντας απλά μαθηματικά. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας μετά τις προβλεπόμενες μικρομειώσεις θα κυμανθεί γύρω στα 315 δισ. ευρώ, όταν το ΑΕΠ της χώρας βρίσκεται γύρω στα 190 δισ. ευρώ.

Αν δεχτούμε ότι μέχρι το 2032 το μέσο κόστος δανεισμού από 0,9% του ESM μετά τη ρύθμιση θα κυμανθεί στο 2%-3% (να σημειωθεί ότι τα διεθνή επιτόκια του ευρώ βρίσκονται σε πρωτόγνωρα χαμηλά και θα ανεβούν σημαντικά), τότε θα χρεωνόμαστε ετησίως με τόκους άνω των πέντε δισ. ευρώ.

Αν τώρα το ΑΕΠ της χώρας αυξηθεί μέχρι το 2032 με χαμηλούς ρυθμούς (π.χ. με 1% το χρόνο) και φτάσει π.χ. στα 240 δισ. ευρώ το 2032, τότε τα ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 2,2% με το ζόρι θα φτάνουν να αποπληρώνουν τους τόκους του χρέους. Άρα, με το χρέος να βρίσκεται τουλάχιστον στα 315 δισ. ευρώ και το ΑΕΠ στα 240 δισ., θα έχουμε ένα δείκτη χρέους τουλάχιστον στο 131%, δηλαδή σε απαγορευτικό επίπεδο. Και όλα αυτά το έτος 2032…

Αν, αντίθετα, μέσα από ένα πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων μειώσουμε το δημόσιο χρέος κατά 30 δισ. ευρώ (έστω στα 285 δισ. ευρώ) και ταυτόχρονα πετύχουμε ένα μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 3%, τότε το ΑΕΠ του 2032 θα έχει εκτιναχθεί γύρω στα 290 δισ. ευρώ και ο δείκτης χρέους της χώρας θα έχει υποχωρήσει κάτω από το 100%.

Συμπερασματικά δηλαδή, το κλειδί του «βιώσιμου χρέους» δεν είναι οι όποιες «χαριστικές» κινήσεις των Ευρωπαίων, αλλά το κατά πόσο εμείς οι ίδιοι θα καταφέρουμε να τρέξουμε την οικονομία μας με ταχείς ρυθμούς και μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες όπως οι τρέχουσες. Πώς δηλαδή θα μπορέσουμε να κάνουμε την «υπέρβαση» και να συνδυάσουμε υψηλά απαιτούμενα πρωτογενή πλεονάσματα, που -δυστυχώς- επιβάλλει η πρόσφατη ρύθμιση χρέους (3,5% του ΑΕΠ έως το 2022, 2,2% στη συνέχεια) και υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ.

Για να γίνει αυτό, χρειάζονται πολιτικές «αναπτυξιακού σοκ».

• Αρκετοί υποστηρίζουν (π.χ. οι καθηγητές Νεκτάριος και Τήνιος) μια γενναία αλλαγή του συνταξιοδοτικού συστήματος, αναπτύσσοντας το σύστημα των τριών πυλώνων και παρεμβαίνοντας μειωτικά στο μέτωπο του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων. Είναι μια μελέτη που θα πρέπει να εξεταστεί και αξιολογηθεί.

• Να μειωθεί οπωσδήποτε το αντιαναπτυξιακό υπέρογκο μη μισθολογικό κόστος που πνίγει την οικονομία μας.

• Σε περίπτωση αδυναμίας άμεσης μείωσης του μη μισθολογικού κόστους προκειμένου να υποστηριχθεί η άμεση αύξηση των εξαγωγών (κατά 30% ετησίως όπως πρέπει), που φέρνουν στη χώρα πραγματικό και μετρήσιμο πλούτο, έχω δηλώσει υπέρμαχος μιας σειρά εξειδικευμένων πολιτικών όπως η ανάπτυξη «Ειδικών Οικονομικών Ζωνών» για τις οποίες θα μπορούσε να ισχύει σε συνεννόηση με την ΕΕ (όπως έγινε αποδεχτό σε περιοχές της Πολωνίας) ξεχωριστό (ευνοϊκό και ευέλικτο) θεσμικό πλαίσιο, είτε με γεωγραφικά κριτήρια (π.χ. σε περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης που συνορεύουν με Βουλγαρία και Τουρκία), είτε με κλαδικά κριτήρια, όπως το χρηματοοικονομικό κέντρο της Ιρλανδίας, που καθιερώθηκε σε συνεννόηση με την ΕΕ που το αποδέχθηκε.

• Υποστηρίζω πως η χώρα έχει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα για να φιλοξενεί τις περιφερειακές διοικήσεις πολυεθνικών ομίλων, από τη στιγμή που προχωρήσει σε ένα έξυπνο φορολογικό σύστημα που ισχύει σε άλλες χώρες της ΕΕ.

• Να φέρουμε ξένους τουρίστες και συνταξιούχους μακράς διαρκείας μέσω φορολογικών κινήτρων, όπως και όλες οι ευρωπαϊκές χώρες του Νότου.

• Έχω κουραστεί να δηλώνω τα μεγάλα περιθώρια εσόδων από το μέτωπο της παιδείας, προσελκύοντας για τριτοβάθμιες σπουδές ξένους φοιτητές.

• Πιστεύω στη χρηματοδότηση με ίδια και δανειακά κεφάλαια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (και των startups, συμπεριλαμβανομένων) μέσα από εναλλακτικές πηγές, όπως π.χ. η αγορά των εταιρικών ομολόγων και το crowdfunding, ενώ θα βοηθούσε ιδιαίτερα η ίδρυση αναπτυξιακής Τράπεζας.

Και κάτι τελευταίο: Υπάρχουν πολύ μεγάλα περιθώρια αύξησης του ΑΕΠ μέσα από βελτιώσεις στη δημόσια διοίκηση, στη δημόσια εκπαίδευση και στη δημόσια υγεία, αν καταφέρουμε κάτι πολύ απλό: Να επιλέγουμε τους ικανότερους στις κατάλληλες θέσεις. Πιο συγκεκριμένα, πρόσωπα που να μπορούν να επιχειρηματολογούν με γνώση και εμπειρία. Λυπάμαι να μου λένε στις Βρυξέλλες ότι «αυτά τα πειστικά επιχειρήματα που μας λέτε δεν μας τα ανέφερε ο υπουργός σας»…

Και για να γίνει αυτό, θα πρέπει να επιλέγουμε στις εκλογές τους ικανότερους πολιτικούς, που να ξέρουν τα θέματα και όχι που να… εκπαιδεύονται με τα δικά μας χρήματα.

 

* Ο κ. Αλέξανδρος Μωραϊτάκης είναι πρόεδρος της NUNTIUS Χρηματιστηριακής


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v